Ο Γ. Βέλτσος γράφει για την «Καταστροφή της Μυκόνου» -Προδημοσίευση από το νέο βιβλίο του - iefimerida.gr

Ο Γ. Βέλτσος γράφει για την «Καταστροφή της Μυκόνου» -Προδημοσίευση από το νέο βιβλίο του

Γιώργος Βέλτσος -Πίνακας του Χρήστου Μποκόρου
Γιώργος Βέλτσος -Πίνακας του Χρήστου Μποκόρου

Μια εξομολόγηση αγάπης και δέους για τη Μύκονο, μια οργισμένη βιβλική καταβύθιση της Mykonos. Ο Γιώργος Βέλτσος γράφει για το νησί του, ό,τι απέγινε και τις χαραμάδες που πίσω τους κρύβεται η πρώτη Μύκονος.

Ποιήματα, πέντε πεζά, φωτογραφίες περιέχει το βιβλίο του Γιώργου Βέλτσου «Η καταστροφή της Μυκόνου το ‘22», που κυκλοφορεί την επόμενη εβδομάδα από τις εκδόσεις Πατάκη.

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Ακόμα και αν δεν ήταν αυτή η εξαιρετικά φορτισμένη στιγμή για το νησί, μετά τον ξυλοδαρμό αρχαιολόγου που προσπαθούσε να κρατήσει τον νόμο και να υπερασπιστεί το νησί απέναντι στην άναρχη οικοδόμησή του, το βιβλίο αυτό θα σήμαινε πολλά για όλους. Για το φαινόμενο Ελλάδα, διότι η Μύκονος αποτελεί και ένα είδος αστερίσκου της.

Ο Γιώργος Βέλτσος, Πάσχα του '51 στον κήπο με τις άσπρες πετούνιες / Φωτογραφία από το «Η καταστροφή της Μυκόνου το '22», εκδόσεις Πατάκη
Ο Γιώργος Βέλτσος, Πάσχα του '51 στον κήπο με τις άσπρες πετούνιες / Φωτογραφία από το «Η καταστροφή της Μυκόνου το '22», εκδόσεις Πατάκη

Το βιβλίο έχει το φλέγμα και την τιμιότητα μιας νεκρολογίας της παλιάς, καλής αγγλοσαξονικής παράδοσης. Εχει και οργή μέσα, έναν θυμό ελεγχόμενο αλλά πυρωμένο. Εναν διαρκή έρωτα επίσης.

«Σήμερα, “Μυκονιάτη” σε πολιτογραφεί η βίλα κι αυτό η Μύκονος δεν θα το συγχωρέσει», γράφει στο κεφάλαιο «Η βεράντα», που δημοσιεύουμε στο iefimerida. «Σήμερα η “Μύκονος” πουλιέται ως παρηγοριά και σε πολύ ακριβή τιμή (έξι χιλιάδες ευρώ το τετραγωνικό, όσο ένας τάφος στο Πρώτο Νεκροταφείο)».

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Η βεράντα

«Γεννήθηκα στη Μύκονο. Δεν γεννήθηκα εκεί. Γεννήθηκα για δεύτερη φορά το καλοκαίρι της χρονιάς που πέθανε η μητέρα μου. Βρέθηκα στη θέση της για πρώτη φορά, στη βεράντα του σπιτιού της, απέναντι από τη φοινικιά και τη δύση. Ευθυγραμμίστηκα, στην τελική ευθεία, προς δυσμάς.

Γράφω για τη Μύκονο. Ξηλώνω και υφαίνω έναν ιστό από δημοσιευμένα και αδημοσίευτα γραπτά μου. Και δεν λογαριάζω τους μνηστήρες…

Στο σπίτι μου, στη Μύκονο, στην ντουλάπα του διαδρόμου, διακρίνω ακόμα τις γραμμές-σημάδια που χάραζε ο πατέρας μου όταν με έστηνε μ’ ένα βιβλίο στο κεφάλι για να δει πόσο είχα ψηλώσει από το προηγούμενο καλοκαίρι. Πριν λίγα χρόνια, έβγαλα την ντουλάπα στη βεράντα και την έβαψα. Ο Στάθης, ο γιος μου, με ρώτησε: ''Σβήνεις τα ίχνη σου;''.

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

»Στην Αθήνα, σ’ έναν καθρέφτη, έχω βαλμένες δύο φωτογραφίες. Την πρώτη, μαυρόασπρη, τράβηξε ο πατέρας μου από τη βεράντα, όταν ήμουν δύο χρονών. Τη δεύτερη, ο γιος μου. Ο Στάθης και ο Στάθης. Και τις δυο φορές, ο ίδιος ήλιος δύει πίσω από τη φοινικιά που μεγαλώνει. Δεν δύει. Δύουν οι άνθρωποι. Σκοτεινιάζουν. Μπερδεύονται με τις σκιές.

Ξέρω τη διαδρομή του ήλιου στον ορίζοντα. Μου την έδειχνε ο πατέρας μου. Αρχίζει την πορεία του από δεξιά προς τα αριστερά της γραμμής του ορίζοντα. Τη μικρότερη μέρα του χρόνου βασιλεύει στις Δήλες. Τη μεγαλύτερη, στον κάβο της Τήνου - τη Μεγαλόχαρη. Έδειξα κι εγώ στον γιο μου την πορεία του ήλιου. Αυτός μου έμαθε τον μύθο της πράσινης ακτίνας, όπως τον άκουσε στην ομώνυμη ταινία του Ρομέρ: πρέπει να δεις, την τελευταία στιγμή, πράσινο φως. Από τότε πέρασα πολλά ηλιοβασιλέματα για να δω την υπόσχεση του παντοτινού έρωτα. Όμως, τα μελτέμια και τα μποφόρ ελαττώνουν την ορατότητα.

Βλέπω το τελευταίο φως. Βλέπω και το πρώτο βαπόρι. Το ίδιο βαπόρι που ψάχνω, στην τηλεόραση, στις ελληνικές ταινίες του ’50, όταν δείχνουν σκηνές αποχωρισμού στου Τζελέπη. Βλέπω το φως ζωγραφιστό σε μια ακουαρέλα του Πολυκανδριώτη. Θέμα της, ο Αϊ-Χαραλάμπης στη Βίδα κι ένα πανί κατά την Τήνο. Μικρός, μου τραγούδαγαν την ''Ξανθούλα που πάει στην ξενιτιά'' κι έκλαιγα. Αλλά δεν ήμουν θλιμμένος, λυπόμουν το πανί.

Στη Μύκονο μού επιβάλλεται το ''Ημερολόγιο καταστρώματος'' από έναν υπέρτατο καπετάνιο. Έρχομαι από την Αθήνα σαν τους ναυτικούς που τους στέλνει αεροπορικώς η εταιρεία να μπαρκάρουν στη Χάβρη. Έρχομαι και περιμένω να βρεθώ ''πράσινο με πράσινο'', όπως λεν οι ναυτικοί, με το καμαρωτό ''Κωστάκης Τόγιας''. Θα πετρώσω εδώ, σαν εκείνο το κομμάτι πλώρης που το είχαν τσιμεντώσει, στην άκρια του μόλου της Ραφήνας, και που ήταν σαν να ταξίδευε.

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Επιστρέφω στη Μύκονο, εκεί όπου λίγοι Μυκονιάτες έχουν πάει. Και μου είναι αδιάφοροι οι κοσμικοί, οι σύννομοι ή παράνομοι επαγγελματίες, οι ξενοδόχοι και οι ιδιοκτήτες μπαρ, που με αντίτιμο τον φόρο τους στον Δήμο (όσες φορές δεν διαπράττεται το έγκλημα της κατάχρησης, όπως καλή ώρα), αλλοιώνουν τη φυσιογνωμία του νησιού εν ονόματι του τουρισμού. Μου έρχεται στον νου η εικόνα μιας σειράς αιχμαλώτων στα υψίπεδα της Μεσοποταμίας. Ρακένδυτοι, προχωρούν εξαντλημένοι προς μια χάρτινη Βαβυλώνα. Έχω δει τη σκηνή εδώ, στο «Σινέ Άρτεμις», πριν η Μύκονος φτάσει να κινηματογραφεί τον εαυτό της με τους χιλιάδες αιχμάλωτους τουρίστες. Θυμάμαι αυτό το πλήθος των κομπάρσων στην οθόνη να προχωρά. Μερικοί, πέφτοντας, πεθαίνουν ακαριαία.

Στον παλιό καθρέπτη, φωτογραφία του Σεφέρη στη Μύκονο το 1965
Στον παλιό καθρέπτη, φωτογραφία του Σεφέρη στη Μύκονο το 1965

»Σήμερα, ''Μυκονιάτη'', σε πολιτογραφεί η βίλα κι αυτό η Μύκονος δεν θα το συγχωρέσει. Όπως δεν θα συγχωρέσει και τους Μυκονιάτες -και είναι πολλοί- που δεν γνωρίζουν ότι συμπατριώτισσά τους υπήρξε η Μέλπω Αξιώτη. Θλίβομαι γιατί οι πιο χαριτωμένοι, οι πιο είρωνες και ομιλητικοί νησιώτες, μ’ εκείνη τη χαρακτηριστική τραγουδιστή ντοπιολαλιά, έχουν πάθει κατάθλιψη πολιτισμική· χοντροί απ’ το ουίσκι και τις χειμερινές εξορμήσεις στην Ταϊλάνδη. Αλλά ευτυχώς όχι όλοι. Ο Παναγιώτης Κουσαθανάς, ο Ηλίας Ντελόπουλος, ο Δημήτρης Ρουσουνέλος, ο Νίκος Ασημομύτης, η Πανωραία Γαλατά είναι φαεινές εξαιρέσεις.

Σήμερα η ''Μύκονος'' πουλιέται ως παρηγοριά και σε πολύ ακριβή τιμή (έξι χιλιάδες ευρώ το τετραγωνικό, όσο ένας τάφος στο Πρώτο Νεκροταφείο). Πουλιέται: στα κανάλια, στα περιοδικά, σε πολυτελείς ιλουστρασιόν καταλόγους διεθνών κτηματομεσιτικών οίκων. Πουλιέται ως τρόπος ζωής. Μπορώ να πω ότι όσο βαθαίνει ο χωρισμός της Μυκόνου από τη ''Mykonos'', τόσο στο βλέμμα αυτών που συνεργούν σε τούτη την ά-νοστη (δηλαδή χωρίς επιστροφή και νόστο) απομάκρυνση, θα βλέπω, κάθε φορά που μετατοπίζομαι προς τα εκεί, νοσταλγικά, τον θάνατο υπό μορφήν αμνησίας, απληστίας και απελπισίας.

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Στη βεράντα, μπροστά στη φοινικιά του γείτονα, έμαθα να γράφω ποίηση. Θυμάμαι, έφηβος, να σεργιανώ με τους Προσανατολισμούς, σ’ εκείνη την έκδοση του Γαλαξία, υπό μάλης. Θυμάμαι τις συνομιλίες μου με τον συγγραφέα του Ιστορικού λεξικού του μυκονιάτικου ιδιώματος, τον αείμνηστο Σταύρο Μάνεση. Θυμάμαι ακόμη το επιτύμβιο που διάβαζα στο μάρμαρο εκείνης της ''Κόρης της Μυκόνου'', που θησαυρίστηκε από τον Κυριαζόπουλο στο Λαογραφικό Μουσείο: ΕGΟ DΟRΜΙΟ ΕΤ CΟR ΜΕUΜ VΙGΙLΑT (''Εγώ κοιμούμαι κι η καρδιά μου ξαγρυπνά'')· ''κοιτάζει τ’ άστρα στον ουρανό και το δοιάκι και πώς ανθοβολά το νερό στο τιμόνι'', θα συνεχίσει ο Σεφέρης.

Τον Δεκαπενταύγουστο, είδα όλους τους σιωπηλούς μου αποθαμένους -πάππο, πατέρα, μάνα- να συνωστίζονται στη δέηση που έκανε ο παπάς στην Ελεούσα. Άκουσα όλα τα ονόματα. Και στο ''είπωμεν'' του παπά, μουρμούρισα κι εγώ το ''αιωνία αυτών η μνήμη''.

Στους φωταγωγημένους δρόμους της Χώρας, όπου όλα λάμπουν για να σβήσουν στο τέλος της σεζόν, συλλογίζομαι πόσο εντέλει το παρελθόν συνίσταται από το παρόν και πόσο η Μύκονος είναι σαν να μην έχει ποτέ υπάρξει. Σαν να μην είχαν εξοριστεί εδώ ο Γεώργιος Παπανδρέου και ο Στυλιανός Γονατάς· σαν να μην είχε γράψει, στη βεράντα του ξενοδοχείου ''Απόλλων'', ο Καραγάτσης· να μην είχε διαφωνήσει ο Καραντώνης με τον Θεοτοκά στα τραπεζάκια του Σκαρόπουλου· η Μελίνα με την Αλέκα Κατσέλη να μην είχαν χαθεί στα ασβεστωμένα σοκάκια· ο Τάκης Χορν να μην είχε χορέψει, στη βεράντα της Άννας Βέλτσου, ταγκό του Εντουάρντο Μπιάνκο (με έβαζαν κάθε τρεις δίσκους ν’ αλλάζω τη βελόνα στο 81 γραμμόφωνο, παράκληση δική μου για να είμαι παρέα με τους μεγάλους)· ο Ντιόρ να μην είχε παραγγείλει τα παντελόνια του στον Ιωσήφ Σαλάχα (''le roi des pantalons'', όπως τον αποκαλούσε)· ο Λε Κορμπυζιέ να μην είχε σχεδιάσει την Παραπορτιανή· ο Μόραλης, τη Μεγάλη Άμμο. Αλλά και ο Ταχτσής, σαν να μην είχε ψάξει την ηδονή στο Κάστρο· ο Ντερριντά να μην είχε ενθουσιαστεί στο ταβερνάκι του Σκεπαθιανού· και ο Μισέλ Ντεγκύ, στα βήματα του Χάιντεγκερ, να μην είχε προσκυνήσει τη Δήλο.»

Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στο 
ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ
Tο iefimerida.gr δημοσιεύει άμεσα κάθε σχόλιο. Ωστόσο δεν υιοθετούμε τις απόψεις αυτές καθώς εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Σχόλια με ύβρεις διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ