Το αγόρι που γεννήθηκε στη Ζανζιβάρη και έφτασε 18 χρόνων στο Λονδίνο, έγινε ο ηγέτης μιας από τις πιο θρυλικές μπάντες, ένωσε το χέβι μέταλ με την όπερα και έζησε χωρίς όρια -μέχρι και τη φίλη του Λαίδη Νταϊάνα έβαλε σε γκέι μπαρ. Ο Φρέντι Μέρκιουρι έφυγε σαν σήμερα, 45 ετών, πριν από 30 χρόνια.
Η οικειότητα: κυρίαρχο συναίσθημα στη σχέση του κοινού παγκοσμίως με τον Φρέντι Μέρκιουρι. Τα τραγούδια του λειτουργούν σαν εσωτερικά τατουάζ που συνδέονται με σημαντικές στιγμές της ζωής μας, η προσωπική του μυθολογία είναι τεράστια, γνωστή ανά τον κόσμο. Ο αδιανόητος σταρ έζησε με ανοιχτά όλα τα ευάλωτα μέτωπα ενός θνητού, που ένιωθε ότι δεν ανήκει κάπου.
Ο Φρέντι Μέρκιουρι -Φαρούκ Μπουλσάρα ήταν το πραγματικό του όνομα- έφυγε από τη ζωή στις 24 Νοεμβρίου 1991 από βρογχοπνευμονία, επιπλοκή του ΑΙDS. Μία μέρα πριν, είχε παραδεχθεί με δημόσια δήλωση ότι ναι, έπασχε από την ασθένεια που χτύπησε ανελέητα την κοινότητα των ομοφυλόφιλων. Έπασχε ήδη από το 1987, αλλά το κρατούσε μυστικό, κάτι για το οποίο μετάνιωσε στο τέλος της ζωής του, αφού συνειδητοποίησε ότι με αυτό τον τρόπο δεν βοηθούσε τους φορείς και ασθενείς της νόσου.
Χάρη στη μοναδική του ενέργεια και την ασύλληπτη έκταση της φωνής του εκτοξεύθηκε ακαριαία στην κορυφή με τους Queen -μια ομάδα καθαρόαιμων Λονδρέζων που σπούδαζαν αστρονομία, βιολογία και οικονομικά.
Ο Μέρκιουρι μπορούσε -και το έκανε- να ενώσει σε ένα τραγούδι το χέβι μέταλ, το ροκ, την όπερα, το καμπαρέ, τον εκκλησιαστικό ύμνο. Με εξαιρετική καθαρότητα και ποιότητα στη φωνή του. Ποτέ δεν σκέφθηκε ότι επειδή έγινε σταρ μπορούσε να ζήσει όπως ήθελε. Ελεγε άλλωστε, «στη σκηνή είμαι ένας δαίμονας. Κάτω από αυτήν είμαι κοινωνικό απόβλητο». Και όμως, ήταν αυτός που δίπλα του ήθελαν να βρεθούν οι πάντες και να φωτιστούν από αυτόν. Ακόμα και η πριγκίπισσα Νταϊάνα.
Με την Νταϊάνα στο φημισμένο γκέι μπαρ
Ένα απόγευμα, στο Λονδίνο, στο σπίτι του στενού του φίλου, κωμικού Κένι Εβερετ, ο Φρέντι Μέρκιουρι, η Λαίδη Νταϊάνα -που είχε ήδη παντρευτεί τον πρίγκιπα Κάρολο και ήταν ίσως η πιο διάσημη γυναίκα του πλανήτη- και μια ακόμα φίλη τους κάθονται στον καναπέ. Στην τηλεόραση -που έχει εντελώς χαμηλωμένη τη φωνή- προβάλλεται η γνωστή κωμική σειρά «Χρυσά Κορίτσια» και η παρέα σχολιάζει, γελώντας με φανταστικούς διαλόγους.
Η Νταϊάνα ρωτά την παρέα τι θα κάνει το βράδυ. Αυτοί απαντούν ότι θα πάνε στο φημισμένο γκέι μπαρ του Λονδίνου «Royal Vauxhall Tavern». Η Νταϊάνα θέλει απεγνωσμένα να πάει μαζί τους. Της φοράνε τα ρούχα που θα φορούσε ο Κένι και ένα καπέλο και, όντως, πηγαίνουν στο μπαρ, που ήταν κατάμεστο.
Ο Φρέντι και η Νταϊάνα κατόρθωσαν να φτάσουν ως το μπαρ και να παραγγείλουν κρασί και μπύρα, χωρίς να τους καταλάβει κανείς. Και οι δυο ήταν ξεκαρδισμένοι στα γέλια: είχαν κατορθώσει να τους ξεγελάσουν όλους και να ζήσουν το απαγορευμένο. Ο Φρέντι Μέρκιουρι το είχε κάνει αυτό στη ζωή του ήδη ξανά και ξανά και μαγικά εκείνο το βράδυ βοήθησε την Νταϊάνα να το νιώσει.
Παρά τις αντιρρήσεις του παλατιού, η Νταϊάνα μίλησε από νωρίς για τα δικαιώματα των ομοφυλόφιλων και βρέθηκε από την πρώτη στιγμή στο πλευρό των ατόμων που πάσχουν από AIDS, στηρίζοντας, μεταξύ άλλων, τη συγκέντρωση χρημάτων για την αντιμετώπιση της ασθένειας. Κυρίως, όμως, η παρουσία της ήταν καθοριστική για να ξεπεραστούν οι προκαταλήψεις και το κοινωνικό στίγμα για τους ομοφυλόφιλους και τους νοσούντες.
Eπιστήμονες αποκωδικοποίησαν τη φωνή του
«Όταν πεθάνω, θέλω να με θυμούνται ως μουσικό με αξία και υπόσταση» έλεγε, έχοντας από νωρίς την επίγνωση ή το προαίσθημα ότι θα πεθάνει νέος. Εγινε περίπου όπως ήθελε: είναι αδύνατον να ξεχάσουμε τη φωνή του, αλλά και την εκκεντρική μορφή του, τη μοναδική σχέση του με τη μόδα, την έξη του στο αλκοόλ και τις ναρκωτικές ουσίες. Όμως, η φωνή του αποτελεί έναν πραγματικό μύθο. Ο Μέρκιουρι, αν και τραγουδούσε ως τενόρος, ήταν βαρύτονος.
Σύμφωνα με έρευνα που δημοσιεύθυκε στο Logopedics Phoniatrics Vocology το 2016, ήταν η τεχνική του αυτή που έκανε τη φωνή μοναδική και όχι το ίδιο της το εύρος.
Οι ερευνητές μελέτησαν τον δίσκο «Freddie Mercury: The Solo Collection», καθώς και 23 ηχογραφήσεις των Queen. Χρησιμοποίησαν μια ενδοσκοπική κάμερα στο εσωτερικό του λαιμού ενός τραγουδιστή, από τον οποίο ζήτησαν να προσπαθήσει να μιμηθεί τη φωνή του Φρέντι. Διαπίστωσαν ότι ο Φρέντι Μέρκιουρι είχε το χάρισμα της «υποαρμονικής δόνησης», που συναντάμε επίσης στους παραδοσιακούς τραγουδιστές της Τίβα, στη Σιβηρία.
Στην περίπτωση αυτή δονούνται μόνον οι φωνητικές χορδές αλλά και οι πτυχές στο σακοειδές τμήμα του οισοφάγου, οι οποίες δεν χρησιμοποιούνται στην ομιλία και στο τραγούδι. Αυτό μπορεί κανείς να το διαπιστώσει ακούγοντας κυρίως τα περίφημα μουγκρητά του Μέρκιουρι στα τραγούδια του. Εδινε την εντύπωση «ενός συστήματος παραγωγής ήχου που φτάνει στα όριά του», παρά το γεγονός ότι η φωνή του έβγαινε αβίαστα.
Η στιγμή που αποφάσισε να λέγεται Μέρκιουρι
Ηταν το 1970 όταν ίδρυσε τους Queen και ξεκίνησε η μετεωρική πορεία τού συγκροτήματος. Αφησε πίσω τα τραγούδια του Ελβις που αγαπούσε να τραγουδάει με τα προηγούμενα συγκροτήματά του, κράτησε όμως κάτι από τη μοναδική σκηνική παρουσία και τον τρόπο με τον οποίο επικοινωνούσε ο βασιλιάς της ροκ με το κοινό. Πήρε το επίθετο Μέρκιουρι -αναφορά στον ολύμπιο θεό Ερμή. Στον πρώτο δίσκο τους, «My Fairy King», συναντάμε τον στίχο «Mother Mercury, look what they've done to me, I cannot run I cannot hide.» Όταν τον ρώτησαν ποια είναι αυτή η Mother Mercury, αν είναι η μητέρα του, τους είπε «ναι, και από εδώ και στο εξής θα με αποκαλείτε Φρέντι Μέρκιουρι».
Εδωσε 700 διαφορετικές συναυλίες στην καριέρα του, σπάζοντας κάθε ρεκόρ εισιτηρίων. Με τους Queen πήγαιναν σε όλο και μεγαλύτερα στάδια, δεν υπήρχαν όρια για αυτούς, και κάθε συναυλία ήταν συνώνυμο του sold out.
Η πιο γνωστή τους συναυλία, λόγω της παγκόσμιας τηλεοπτικής μετάδοσης, ήταν βέβαια αυτή στο πλαίσιο του Live Aid. Ο Μέρκιουρι, με το λευκό φανελάκι και τα μαύρα aviators της RayBan, έκανε τη φωνή του να ακούγεται σαν να βγαίνει από τον ουρανό, ενώ η σκηνική του παρουσία ήταν καθηλωτική. Επιβλήθηκε στο κοινό, το υπέταξε, το οδήγησε όπου ήθελε αυτός.
«Είμαι απλώς μια πουτάνα της μουσικής» έλεγε, και δεν δεχόταν οι συναυλίες του να είναι κάτι λιγότερο από «θεατρικό υπερθέαμα».
Οταν άφησε τους Queen για να κάνει σόλο καριέρα βρέθηκε να τραγουδά με τη σοπράνο ντίβα της όπερας Μονσερέ Καμπαγιέ, τον Μάικλ Τζάκσον, τον Μικ Τζάγκερ. Ομως για πάντα θα τον θυμόμαστε με τη μακριά κάπα, το στέμμα στο κεφάλι και την ιλιγγιώδη φωνή να τραγουδά στο τέλος των συναυλιών του το «God save the Queen».