Ένα βιβλίο αρχιτεκτονικής, που δεν μπορείς να αφήσεις από τα χέρια σου, αφού αφορά ένα τοπόσημο της Αθήνας το ΕΜΣΤ. Το «Project Fix. Aναβιώνοντας το Μέλλον» κυκλοφορεί απο τη Δευτέρα, ανοίγοντας διάλογο με το πολύπαθο κτίριο, τα οράματα που ακυρώθηκαν και τα άλλα που γεννήθηκαν στις στάχτες των πρώτων.
«Αυτό το βιβλίο ήταν καθαρτήριο για μένα. Τα αρχιτεκτονικά πρότζεκτ διαρκούν δύο με τρία χρόνια από τη σύλληψη ώς την ολοκλήρωση. Το Φιξ ήταν κομμάτι της ζωής μου με τον ένα ή τον άλλο τρόπο για περίπου 12 χρόνια. Κατά τα πρώτα δύο χρόνια αποτελούσε την πλήρη μου απασχόληση. Ήταν το πρώτο πράγμα που σκεφτόμουν όταν ξυπνούσα και το τελευταίο προτού κοιμηθώ. Ήταν στα όνειρα και στους εφιάλτες μου. Κατά κάποιον τρόπο, ακόμα είναι».
Τα όνειρα και οι εφιάλτες επί τόσα χρόνια της αρχιτεκτόνισσας Καλλιόπης Κοντόζογλου, αφορούν αυτό που επί δεκαετίες αποτελούσε και το μεγάλο κενό, τη μεγάλη έλλειψη στον χώρο του ελληνικού πολιτισμού: ένα μουσείο για τη σύγχρονη Τέχνη. Καθώς το ΕΜΣΤ λειτουργεί πλέον πλήρως και με την τελική μορφή και οργάνωση του -έστω, με τα νέα εμπόδια των lockdown να ανακόπτουν την φόρα που προσπαθεί να πάρει από τον Φεβρουάριο που άρχισε η λειτουργία του- η κυρία Κοντόζογλου καταγράφει πλέον σε ένα βιβλίο όσα έζησε και αντιμετώπισε.
Kατασκευάζοντας επί 12 χρόνια τη στέγη του ΕΜΣΤ
Το «Project Fix. Aναβιώνοντας το Μέλλον» των εκδόσεων Ποταμός που κυκλοφορεί από την προσεχή Δευτέρα, είναι μαζί μαρτυρία, ιστορική ανασκόπηση, εγχειρίδιο αρχιτεκτονικής μελέτης αλλά και κάτι σαν ένα «κλείσιμο» της σχέσης της αρχιτεκτόνισσας με το ενεργό εργοτάξιο. Εχει εξαιρετικό ενδιαφέρον ότι ενώ μέσω του κειμένου και του εκπληκτικού αρχείου φωτογραφιών και σχεδίων οι δραστηριοποιούμενοι πέριξ της αρχιτεκτονικής θα έχουν ένα εργαλείο και ένα μελετητικό κείμενο στα χέρια του, όλοι οι υπόλοιποι, οι λιγότερο ειδικοί, θα καταδυθούμε στη μαγεία αλλά και τους δαίμονες του κτιρίου ΦΙΞ.
Και θα συμβεί αυτό με έναν τρόπο αβίαστο μεν, αλλά που σε κρατά απολύτως σε εγρήγορση δε. Η γραφή περνά από την προϊστορία του κτιρίου που στέγασε την ιστορική ζυθοποιία ΦΙΞ, στην παρέμβαση του αρχιτέκτονα-θρύλου Τάκη Ζενέτου και του «μανδύα» που δημιούργησε για να ενώσει τις πρώτες εγκαταστάσεις ζυθοποιίας, στο σοκαριστικό γκρέμισμα μέρους του κτιρίου για τις ανάγκες του μετρό, ως τον μαραθώνιο για να μετατραπεί σε στέγη του ΦΙΞ. Ενας μαραθώνιος που κράτησε 12 χρόνια, και προκάλεσε δυσπιστία, ακόμα και δαιμονοποίηση του ΕΜΣΤ από κάποιους. Ηταν άλλωστε το αγαπημένο ανέκδοτο των δημοσιογράφων στον χώρο του Πολιτισμού, να ρωτάμε τον εκάστοτε νέο υπουργό πότε θα ανοίξει το ΕΜΣΤ και να περιμένουμε κρυφογελώντας την ελπιδοφόρα δήλωσή του που δεν φυσικά δεν θα επαληθευόταν στο μέλλον. Η ιστορία του ΦΙΞ είναι συναρπαστική, καθώς κανείς την γνωρίζει μέσω του βιβλίου που επιμελήθηκαν με εξαιρετική φροντίδα και κυρίως με ένα σταθερό και ελκυστικό ρυθμό μεταξύ αφήγησης και εικόνας οι εκδόσεις Ποταμός.
Herr Fix και το τελευταίο ραντεβού του Ζενέτου
Τα πρόσωπα δεν αποτελούν απλές αναφορές στην πορεία του κειμένου εδώ. Υπάρχει το κεφάλαιο «Ο κ. Φιξ», αλλά και το «Ο Τάκης Ζενέτος και το τελευταίο ραντεβού» με αναφορά στο βράδυ πριν ο εμβληματικός αρχιτέκτονας οδηγηθεί στην αυτοχειρία. Αλλά και το κεφάλειο «Αννα Καφέτση». Και «αν η πόλη σήμερα απέκτησε ένα δημόσιο κτίριο, το οφείλει στην τότε διευθύντρια του ΕΜΣΤ Άννα Καφέτση… Ηταν το αντίβαρο σε όλες εκείνες τις φωνές που κατά καιρούς έλεγαν “τι το θέλουμε το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, δώστε τα λεφτά αλλού, όλα τα έχει ο φερετζές…, ένα φριχτό κτίριο, γιατί δεν το γκρεμίζουν, το οικόπεδο να γίνει πράσινο...”».
Όλα άρχισαν το 1870 όταν ο Φιξ άνοιξε την πρώτη μπιραρία στον λόφο Αρδηττού και καθώς οι δουλειές άρχισαν να ανθίζουν η ζυθοποιία μεταφέρθηκε στη λεωφόρο Συγγρού, δίπλα στον Ιλισό ποταμό(1893). «Η βιοτεχνία σύντομα έγινε μια ατμοκίνητη ζυθοποιία, με τα τελειότερα μηχανήματα παρασκευής μπίρας. Πλέον η ονομασία "Φιξ" είχε γίνει συνώνυμη με την μπίρα στην Ελλάδα. Η ζυθοποιία είχε μεγαλώσει μέσω διαφόρων προσθηκών και επεκτάσεων και το 1957 η οικογένεια ανέθεσε στον αρχιτέκτονα Τάκη Ζενέτο να σχεδιάσει την τελευταία προσθήκη και να ανακαινίσει όλο το εργοστάσιο». Ανέλαβε να ενώσει κάτω από ένα κοινό »δέρμα» τις διάσπαρτες εγκαταστάσεις και να δημιουργήσει έναν νέο χώρο. Αλλά αυτό ήταν το καλά κρυμμένο μυστικό, όπως γράφει η κυρία Κοντόζογλου.
Το καλά κρυμμένο μυστικό του ΦΙΞ
Όταν η Καλλιόπη Κοντόζογλου και η ομάδα της άρχισαν να ερευνούν το κτήριο για να υποβάλλουν πρόταση στον διαγωνισμό για την μετατροπή του σε Μουσείο, ανακάλυψε ότι «Το κτίριο δεν ήταν ενιαίο αλλά μια συρραφή από πολλά διαφορετικά κτίρια καλυμμένα όλα με την ίδια όψη! Στο αρχείο του Γιώργου Σημαιοφορίδη και με την ευγενική χορηγία της αδελφής του Όλγας, ανακάλυψα μια σειρά παλαιών αντιγράφων αμμωνίας των σχεδίων του Ζενέτου για το Φιξ. Το παλαιότερο έχει ημερομηνία “Οκτώβριος 1957” και το πιο πρόσφατο “Ιούλιος 1959”». Μαθαίνουμε λοιπόν ότι η όψη της Καλλιρόης δεν ήταν δημιούργημα του Ζενέτου, αλλά εκείνος την αποτύπωσε και την επέκτεινε με τις προσθήκες που έκανε τόσο καθ’ ύψος όσο και κατά μήκος, ενώ μπροστά του υπήρχε ακόμα ο ποταμός Ιλισσός.
Ολόκληρο το 1958 ο Ζενέτος δούλευε εντατικά και με συνεχείς αλλαγές την όψη του κτιρίου επί της Συγγρού, για να καταλήξει τον Μάρτιο του 1959. Ωσπου «τον Ιούλιο του ιδίου έτους, δύο τομές σε κλίμακα 1/50 παρουσιάζουν τη λύση σε όλο της το μεγαλείο. Η όψη δεν είναι μόνον ένα “δέρμα” που τυλίγεται γύρω από τα κτίρια ούτε μία “κουρτίνα”, όπως θα έλεγαν οι πατέρες του μοντέρνου κινήματος, αλλά ένας χώρος! Εδώ γίνεται η επικοινωνία ανάμεσα στο εξωτερικό και στους εσωτερικούς χώρους, ανάμεσα στις παλαιές και στις νέες στάθμες. Εδώ, συγκρίνοντας τις δύο τομές, καταλαβαίνει κανείς πόσο ιδιαίτερα ευφυής είναι η λύση. Δεν υπάρχει μια συνταγή που εφαρμόζεται παντού, αλλά η λύση αλλάζει και προσαρμόζεται στις εκάστοτε συνθήκες. Έτσι, αλλού η όψη “κρέμεται” έξω από νέους χώρους που τη "φέρουν" και αλλού τους ανήκει εξολοκλήρου.»
Η ιδιοφυία του Ζενέτου
Ο χώρος, ο χρόνος, η σύγχρονη ιστορία της Ελλάδος δεν μπορούσαν να μην επηρεάσουν τις επιλογές του Ζενέτου. Και μέσω των αρχιτεκτονικών του λύσεων να μαρτυρήσουν για μια ακόμα φορά τη μεγαλειώδη σκέψη του αρχιτέκτονα που οδηγήθηκε στην αυτοκτονία. «Στα πλευρά της ευθύγραμμης λεωφόρου που ανεβαίνει από τη θάλασσα και συναντά το Ολυμπιείον και την πύλη του Αδριανού. Κάτω από την Ακρόπολη και δίπλα στον Ιλισό. Σε ένα περιβάλλον διώροφων, κατά κανόνα, αστικών νεοκλασικών κατοικιών επί της Συγγρού και ταπεινότερων εργατικών κατοικιών προς την πλευρά του ποταμού. Σε μια Αθήνα που μόλις είχε ανακαλύψει την αντιπαροχή. Πρόκληση ερεθιστική όσο και ασεβής. Ο Ζενέτος την αποδέχθηκε με ευφυΐα, ίσως και έπαρση». Αυτό σημείωνε σε εισήγησή του ο Ισίδωρος Κακούρης, προϊστάμενος του Τμήματος Βυζαντινών Μουσείων στο Κεντρικό Συμβούλιο Νεότερων Μνημείων.
Η απόφαση κατεδάφισης από τον Κώστα Λαλιώτη
Το 1994 το κτίριο και η εικόνα της Καλλιρόης δέχονται ένα βάναυσο τραύμα. Έναν ακρωτηριασμό. Για τις ανάγκες της Αττικό Μετρό στην οποία ανήκε πλέον το κτίριο, ο τότε υπουργός Περιβάλλοντος και Χωροταξίας Κώστας Λαλιώτης επιτρέπει στην Αττικό Μετρό, να ξεκινήσει την κατεδάφισή μέρους του για τις εργοταξιακές ανάγκες του μετρό. Οι αντιδράσεις είναι άμεσες και καταιγιστικές. Συγκεντρώσεις, διαμαρτυρίες, κείμενα επί κειμένων ακόμα και από επιστήμονες του Harvard, του Bartlett, του Berkeley. Διαβάζουμε στο βιβλίο: «Το κτίριο κρίθηκε διατηρητέο ως προς τις δύο όψεις που σχεδίασε ο Ζενέτος, δηλαδή αυτές προς τη Συγγρού και τη Φραντζή. Την επομένη της απόφασης, ο υπουργός έδωσε την άδεια να κατεδαφιστεί το μισό κτίριο, αλλά με την υποχρέωση η Αττικό Μετρό, αν ποτέ το ξαναχτίσει, να συμπληρώσει τη διατηρητέα όψη της Συγγρού που είχε κατεδαφιστεί».
Στη συνέχεια ξεδιπλώνεται με σαφήνεια και ύφος προσωπικής μαρτυρίας αλλά και τεχνικής προσέγγισηςο τρόπος με τον οποίο οι μελετητές ανέλαβαν τη μετατροπή του ακρωτηριασμένου κτιρίου σε μουσείο. Βλέπουμε τα σωθικά του, τον σκελετό του γυμνό να αποκαλύπτεται και σταδιακά να μετατρέπεται σε ένα μουσείο αφιερωμένο στη σύγχρονη Τέχνη. Η σύμβαση για την ανάθεση της μελέτης υπεγράφη στις 13 Δεκέμβρη του 2004 και ουδείς γνώριζε ότι θα χρειάζονταν σχεδόν 16 χρόνια για να ανοίξει και να λειτουργήσει πλήρως το ΕΜΣΤ.
Στα ενδιαφέροντα σημεία της αναλυτικής παρουσίασης για τον σχεδιασμό του έργου, τις αρχικές επιλογές, τις αλλαγές που έπρεπε να γίνουν, τις κινήσεις που για άγνωστους λόγους δεν έγιναν αν και περιλαμβάνονταν στην μελέτη, είναι βέβαια η επιλογή για την όψη που απόκτησε τελικά το ΕΜΣΤ κοιτάζοντας την Καλλιρόης. «Το ΕΜΣΤ έρχεται να κατοικήσει ένα μνημειώδες κτίριο της μοντέρνας αρχιτεκτονικής. Από τη συνεύρεση αυτή κάτι καινούργιο γεννιέται στις όχθες του Ιλισού, λίγο πιο κάτω από την πηγή της νύμφης Καλλιρόης. Το κτίριο στη νέα του όψη αποκαλύπτει ξανά την ξεχασμένη τοπογραφία των Αθηνών. Η «τομή» του Ιλισού, το νερό δηλαδή και η κοίτη του με τα ιζηματογενή πετρώματα, όπως έχουν προέλθει από την καθίζηση τόσων αιώνων, εμφανίζεται ξανά, «αναδύεται» μέσα από το έδαφος και αιωρείται σαν γιγάντια «κουρτίνα», που κρύβει μέσα της τους εκθεσιακούς χώρους του μουσείου. Στο κάτω μέρος της, στο επίπεδο του ισογείου, ένας τοίχος που «δακρύζει» γλιστράει στο κενό ανάμεσα στον όγκο των εκθέσεων και το έδαφος. Η επιφάνεια αυτή του νέου μουσείου αποτελείται από μία αναρτημένη όψη με πλάκες μαρμάρου προερχόμενες από τις ανώμαλες εξωτερικές παρειές μαρμάρινων όγκων, και στη βάση της από τον υδάτινο τοίχο, από ειδικά προκατασκευασμένα πανό από σκυρόδεμα. Στα πανό αυτά έχουν δημιουργηθεί λοξοί κάθετοι αύλακες-ρυάκια όπου το νερό κυλά και συγκεντρώνεται στο συλλεκτήριο κανάλι. Τα αυλάκια αυτά ακολουθούν τον ρυθμό-νόμο μίας γράμμωσης βασισμένης στο barcode, που αποτυπώνει τα αρχικά ΕΜΣΤ».
Η κριτική για τις καθυστερήσεις
Tόσο η συγγραφέας του «Project Fix. Aναβιώνοντας το Μέλλον» όσο και ο Ηλίας Ζέγγελης που γράφει την εισαγωγή δεν διστάζουν να ασκήσουν κριτική και να καταγράψουν αιτίες για τις καθυστερήσεις στην ολοκλήρωση των εργασιών στο κτίριο. «Στην περίοδο των 12 ετών που καλύπτονται από το βιβλίο, έχει υπάρξει ένας πρωτοφανής αριθμός κυβερνήσεων, υπουργών Πολιτισμού και διοικητικών συμβουλίων στο ΕΜΣΤ, με αλλεπάλληλες διαδοχές, αποτυγχάνοντας να οικοδομήσουν πάνω στη δουλειά των προκατόχων τους. Μάλιστα, σε πολλές περιπτώσεις, σπατάλησαν τον χρόνο τους να ξεκάμουν όσα είχαν κάνει οι προκάτοχοί τους» σημειώνει ο κύριος Ζέγγελης.
Σε άλλο σημείο η κυρία Κοντόζογλου αναφέρει ότι οι φωνές που έλεγαν ότι δεν χρειαζόμαστε ένα μουσείο σύγχρονης τέχνης και γιατί να πετάξουμε τόσα λεφτά, δεν προερχόταν μόνον από τους αδαείς αλλά συχνά και από το ίδιο το Δ.Σ. του ΕΜΣΤ ή το υπουργείο Πολιτισμού.
Είναι πολλές οι ιστορίες και τα ενδιαφέροντα σημεία, τα άγνωστα, στο «Project Fix. Aναβιώνοντας το Μέλλον». Το έργο που θέλησε να δωρίσει στο ΕΜΣΤ και συνεπώς στην Ελλάδα το ζεύγος των εικαστικών Καμπάκοφ αλλά ουσιαστικά το ελληνικό δημόσιο δεν μπόρεσε ή δεν θέλει να το λάβει. Σημαντικής έκτασης παρουσίαση των αναγκών και του νέου ρόλου των μουσείων διεθνώς σήμερα. Αυτό που λείπει ίσως από το βιβλίο, είναι μια ανοιχτή, ευθεία απάντηση της αρχιτεκτονικής ομάδας στη βασική κριτική που έχει ασκηθεί για επιλογές που έγιναν στο Μουσείο. Κλείνοντας έτσι πλήρως και οριστικά αυτή την κατάθεση για την ιστορία, την εξέλιξη και το μέλλον του ΕΜΣΤ -τουλάχιστον ως προς την κτιριακή υπόσταση, την ιδιότητα ενός τοπόσημου της πόλης των Αθηνών.