Ακριβώς δύο μήνες μετά τη λήξη των παραστάσεων στην Επίδαυρο και καθώς η θεατρική σεζόν ξεκινά, ανατέμνουμε το μεγάλο debate του καλοκαιριού με το βλέμμα στραμμένο στο 2023.
Είναι καλή παράσταση αυτή που γεμίζει το θέατρο; Κατερίνα Ευαγγελάτου και Μιχαήλ Μαρμαρινός απαντούν.
Δελτία τύπου αυτοθαυμασμού και θριαμβολογίας για τις sold out παραστάσεις στην Επίδαυρο, με το κοινό όμως να φεύγει διχασμένο, τους κριτικούς σε απόλυτη αμηχανία και τους παραδοσιακους θεατές της Επιδαύρου να μένουν άναυδοι με τη συμπεριφορά των νεοφερμένων θεατών, που ήρθαν στην Επίδαυρο με οδηγό την προβολή και τους τηλεοπτικούς σταρ. Άλλες παραστάσεις, που έκαναν χαμηλές πτήσεις επικοινωνιακά πριν από την πρεμιέρα και είδαν πολλές άδειες θέσεις στο κοίλον, ακόμα και σήμερα κατοικούν μέσα στους λίγους θεατές που τις είδαν.
Τελικά: τι σημαίνει καλή παράσταση στην Επίδαυρο; Ποιο το ζητούμενο; Πώς αλλάζουν ή νοθεύονται τα γούστα και οι αξίες του θεατρικού κoινού που κάθε καλοκαίρι ακολουθεί το πυκνόφυτο δρόμο-φίδι που αιωρείται πάνω από τη θάλασσα, για να φτάσει στην Επίδαυρο; Ακούω για παραστάσεις φέτος που ξόδεψαν ως και 60.000 ευρώ μόνο για το μάρκετινγκ -εξωφρενικό για τα ελληνικά δεδομένα. Για άλλες που φάνηκαν δυσνόητες, δεν είχαν προϋπολογισμό για μάρκετινγκ, δεν είχαν επαφές και σχέσεις με τον ελληνικό τύπο για να δημιουργηθεί μια ανυπομονησία πριν την πρεμιέρα, που όμως έγιναν ήδη σημείο αναφοράς στη συνείδηση κοινού και ειδικών.
Συζήτησα το debate που θα μας ακολουθήσει και θα κριθεί καθοριστικά το επόμενο καλοκαίρι με την Διευθύντρια του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου και σκηνοθέτιδα Κατερίνα Ευαγγελάτου και τον Καλλιτεχνικό Διευθυντή και 2023 Ελευσίνα Πολιτιστική Πρωτεύουσα και σκηνοθέτη Μιχαήλ Μαρμαρινό. Η Επίδαυρος, χώρος κοχλασμού όπως λέει ο Μαρμαρινός, το marketing με την παγίδα του μπούμερανγκ, το βρισίδι σε ξένες παραστάσεις, ο νέοσυντηριτισμός, η διαμόρφωση του γούστου και η διαμάχη για το ποιος δικαιούται να παίξει στην Επίδαυρο.
Kατερίνα Ευαγγελάτου: Η καλλιτεχνική επιτυχία δεν εξαργυρώνεται στα ταμεία
Το ερώτημα που έγινε debate φέτος, είναι ποιο είναι το χαρακτηριστικό που κάνει μια παράσταση στην Επίδαυρο επιτυχημένη; Τα sold out παρά τις πιθανές γκρίνιες για το αποτέλεσμα, ή η καλλιτεχνική επιτυχία αλλά σε ένα κοίλον με λίγους θεατές;
Είναι πάντα μεγάλη η χαρά όταν βλέπεις την Επίδαυρο γεμάτη. Δημιουργεί μια αγαλλίαση στους δημιουργούς της παράστασης, αλλά και στο Φεστιβάλ που την παρουσιάζει. Νιώθεις δηλαδή μια αίσθηση ότι «τα έχεις καταφέρει». Από την άλλη όμως, είναι τεράστιο το αίσθημα πλήρωσης που νιώθεις όταν έχεις παρακολουθήσει ή βοηθήσει να συμβεί μια παράσταση που κάνει μια σημαντική καλλιτεχνική κατάθεση και θα μείνει χαραγμένη στη μνήμη του κοινού, ακόμα και αν το θέατρο δεν είναι γεμάτο.
Πώς θα περιγράφατε αυτό το αίσθημα;
Για τον θεατή είναι ένα αίσθημα πληρότητας που σου δίνει η επικοινωνία με αυτά τα άρρητα ερωτήματα που θέτουν αιώνια τα έργα της αρχαίας γραμματείας. Ο θεατής για αυτά πάει εκεί, στην Επίδαυρο, αλλά ταυτόχρονα αυτό που αποζητάει είναι οι νέες ματιές πάνω στα συγκεκριμένα κείμενα. Αλίμονο αν περιμέναμε να δούμε στο θέατρο ό,τι διαβάζουμε από το βιβλίο, μόνοι στο σπίτι, ως μη ειδικοί. Πάμε να δούμε τη ματιά, την κατάθεση, ενός σημαντικού σύγχρονου δημιουργού. Είναι η στιγμή που σου αποκαλύπτεται κάτι που σε κάνει να συμπάσχεις, να συγκινείσαι, να γελάς, να φιλοσοφείς πάνω στα ερωτήματα που θέτουν αυτά τα έργα. Τα παίρνεις μαζί σου, τα συζητάς με την παρέα σου μετά. Πόσοι από εμάς δεν έχουμε εμπειρίες από την Επίδαυρο που μας έχουν χαραχθεί για μια ζωή;
Το συναίσθημα και η βαθύτερη επιθυμία του καλλιτέχνη ποια είναι από την Επίδαυρο;
Ως σκηνοθέτιδα, είχα την χαρά να σκηνοθετήσω στην Επίδαυρο το 2017 την Άλκηστη του Ευριπίδη με το Εθνικό Θέατρο. Ήταν η πρώτη μου και μοναδική ως τώρα σκηνοθεσία στην Επίδαυρο. Είχαμε τη χαρά να παίξουμε σε ένα θέατρο σχεδόν γεμάτο, αλλά και να νιώσουμε ότι η παράσταση άφησε τον απόηχο μιας πρότασης που είχε κάτι να πει επάνω σε αυτό το παράξενο έργο του Ευριπίδη. Ένιωσα πραγματικά μοναδική πληρότητα, ακόμα και με τις φωνές που χαρακτήρισαν πολύ ακραία την ανάγνωσή μου και δεν τους άρεσε. Φυσικά είναι ευτύχημα να έχεις και τα δύο-και μία καλή προσέλευση και καλλιτεχνική επιτυχία. Είναι πιο δύσκολο για τον δημιουργό να σταθμίσει αν έχει καταφέρει κάτι καλλιτεχνικά, μπροστά σε ένα θέατρο με λίγο κόσμο. Ο συναισθηματικός αντίκτυπος σε εσένα που έφτιαξες την παράσταση είναι ασύλληπτος. Μπορεί να νιώσεις σοκαρισμένος. Ωστόσο, η καλλιτεχνική επιτυχία δεν μετριέται σε αριθμούς και δεν εξαργυρώνεται στο ταμείο. Κοιτώντας πίσω στα χρόνια διαπιστώνω ότι οι πολύ σημαντικές παραστάσεις που μου έχουν μείνει στην μνήμη -ως θεατής μιλώ- ήταν άλλοτε παραστάσεις που έτυχε να είναι γεμάτο το θέατρο της Επιδαύρου και άλλες που δεν είχε πολύ κόσμο, αλλά που δονήθηκα και εγώ και οι άνθρωποι που μοιραζόμαστε το ίδιο γούστο.
Χαρακτηριστική φέτος ήταν η περίπτωση του Αγαμέμονα που σκηνοθέτησε ο ρηξικέλευθος Ούλριχ Ράσε. Μια παράσταση που ακόμα το νιώθουμε, το συζητάμε, αλλά σε ένα θέατρο με λίγους θεατές…
Η παράσταση του Αγαμέμνονα μπορεί να μην έλαμψε εισπρακτικά, όμως καλλιτεχνικά, μήνες αργότερα, ακόμα συζητιέται, όπως λέτε. Ο Ράσε ήταν ένας δημιουργός που έπρεπε να έρθει στην Επίδαυρο και μάλιστα έφτιαξε ένα έργο ειδικά για το Φεστιβάλ μας. Νιώθω χαρούμενη που στη θητεία μας τον γνωρίσαμε στο κοινό του Φεστιβάλ και που συνεργαστήκαμε με το περίφημο Εθνικό Θέατρο της Βαυαρίας, το Residenztheater. Για εμάς ήταν μια μεγάλη στιγμή-προσωπικά πιστεύω ότι θα μείνει στην σύγχρονη ιστορία των Επιδαύρίων.
Ερχόμαστε λοιπόν στο debate που ξέσπασε: στον καθοριστικό ρόλο του marketing. Που μπορεί να γεμίσει το θέατρο, αν υπάρχουν αρκετά χρήματα, υποδομή, επένδυση…
Το μάρκετινγκ είναι πολύτιμος αρωγός στη δουλειά μας, αλλά μπορεί να γυρίσει και μπούμερανγκ, γιατί αν έχει στόχο μόνο να γεμίσει ένα θέατρο, τότε θα φέρει και κοινό που δεν έχει ιδέα τι έχει έρθει να δει. Εκεί ξεκινούν αρκετά προβλήματα. Για αυτό βλέπουμε ανθρώπους που δεν ξέρουν πώς να συμπεριφερθούν σωστά μέσα σε αυτό το θέατρο το οποίο έχει ειδικούς κανόνες. Σε κάθε περίπτωση, θα ξαναπώ αυτό που πάντα λέω -κάθε παράσταση έχει το κοινό της και δεν είναι ανάγκη να γεμίζει η Επίδαυρος σε κάθε παράσταση. Το ζήτημα είναι να προτείνουμε ενδιαφέροντα πράγματα που θα συμβαδίζουν με την αισθητική των σύγχρονων σκηνοθετικών αναζητήσεων. Το Φεστιβάλ δεν είναι σκυλάδικο να μετράμε κεφάλια.
Κυρίως ένα marketing που επενδύει στο να υπογραμμίζει, να μεγεθύνει το γράμμα στο όνομα του ηθοποιού που γνωρίζει αυτή την εποχή μεγάλη τηλεοπτική επιτυχία…
Ο κάθε ένας μας ας κριθεί επ’ αυτού που καταθέτει στην Επίδαυρο, αφού η παράσταση τελειώσει. Είναι απολύτως οπισθοδρομική η τάση που βλέπω να ανοίξει διάλογος σχετικά με το ποιος δικαιούται να μπει ή όχι στο θέατρο αυτό! Αν η παράσταση δικαιώσει την επιλογή καλλιτεχνικά, τότε καλώς μπήκε. Ας ξεπεράσουμε ταμπού και ας σταθούμε στην ουσία και στο καλλιτεχνικό αποτέλεσμα. Όμως, άλλο αυτό και άλλο να φτιάχνεται μια παράσταση στραμμένη στο ταμείο, με γνώμονα μονάχα τα εισιτήρια.
Άλλος παράγοντας του debate φέτος ήταν το πόσο ανέγγιχτα πρέπει να μείνουν τα αρχαία κείμενα από παρεμβάσεις και νέες, καινοφανείς αναγνώσεις που κάποιοι χαρακτηρίζουν ακόμα και ιεροσυλία…
Προσωπικά ντρέπομαι που έχει αρχίσει ξανά η συζήτηση για το αν επιτρέπεται να επεμβαίνουμε σε αυτά τα κείμενα, να τα εμβολίζουμε με άλλα κείμενα, αν επιτρέπεται να κάνουμε συντμήσεις, διασκευές, να φοράμε αθλητικά παπούτσια, να τους βάζουμε σύγχρονη μουσική. Αυτού του είδους οι “προβληματισμοί” είναι οπισθοδρομικοί και επικίνδυνοι, γιατί γεννούν έναν νεοσυντηρητισμό που μόνο κακό κάνει στην Τέχνη και στο Φεστιβάλ ειδικότερα, το οποίο προσπαθεί να προχωρήσει μπροστά. Κακό κάνει και στους Έλληνες καλλιτέχνες που, από φόβο τέτοιων σχολίων, πιθανώς να γίνουν συντηρητικότεροι στις αποφάσεις τους. Υπήρχαν φέτος, για παράδειγμα, σχόλια για το αν πρέπει ή όχι να βγάζει γέλιο η Ελένη του Ευριπίδη- και κανείς δεν κοιτά ότι η Ελένη δεν είναι τραγωδία! Βεβαίως και πρέπει να βγάζει γέλιο! Είναι ειρωνικό δράμα-έχει happy end. Ας είστε ανοιχτοί. Γιατί να ταξιδεύουμε δυο ώρες να πάμε στην Επίδαυρο, αν είναι κάθε χρόνο να βλέπουμε τα ίδια πράγματα; Το θέατρο είναι καθρέφτης της εποχής του -αλλιώς θολώνει και κανείς δεν ρίχνει μια ματιά. Το πιο σημαντικό είναι ότι το Φεστιβάλ πρέπει να μπορεί να κάνει τολμηρές προτάσεις και στο μέλλον, ακόμα και αν αυτές δεν γεμίζουν το κοίλον. Ετσι θα προχωρήσει η σκέψη και θα εκπαιδευτεί το γούστο του Ελληνα θεατή. Ένα Φεστιβάλ που είναι πραγματικά σύγχρονο και διεθνές δεν μπορεί να έχει τα μάτια στραμμένα στο ταμείο μόνο.
Μιχαήλ Μαρμαρινός: Το δίπολο της εξαπλουστευμένης λογικής
Ισως φταίει που βγήκαμε από την βεβαρημένη περίοδο της καραντίνας, όμως φέτος τα debates για την Επίδαυρο ήταν από τα πιο έντονα της τελευταίας δεκαετίας…
H Επίδαυρος, όπως κάθε μεγάλος φεστιβαλικός χώρος, είναι χώρος κοχλασμού και διαμόρφωσης. Βεβαίως υπάρχει μια υπεροπλία ελληνικών παραστάσεων, άρα και του ελληνικού γούστου με ό,τι σημαίνει αυτό.
Είδαμε να θριαμβολογούν για «το απόλυτο sold out», είδαμε και την αμηχανία των πολλών κενών θέσεων. Είναι αυτό κριτήριο για την επιτυχία μιας παράστασης στην Επίδαυρο;
To να γεμίσει μια παράσταση από μόνη της είναι οξύμωρο σχήμα, γιατί δεν έχει παιχθεί ουσιαστικά, δεν ξέρεις τι θα δεις. Ετσι, επιλέγουν οι περισσότεροι να πάνε σε μια παράσταση που έχει ακουστεί πολύ μέσω της προβολής. Εχει σημασία αυτό το ερώτημα για την πολιτιστική πολιτική των φεστιβάλ. Μια καλή παράσταση οφείλει να γεμίσει την Επίδαυρο, αλλά το ότι γεμίζει την Επίδαυρο μια παράσταση δεν σημαίνει ότι είναι καλή. Είναι ένα δίπολο εξαπλουστευμένης λογικής. Η τέχνη είναι άλλο πράγμα από το εμπόριο. Δουλειά του παραγωγού στο marketing είναι η διάχυση της πληροφορίας. Υπάρχουν παραστάσεις που γέμισαν αργότερα, αφού παίχθηκε η παράσταση στην Επίδαυρο χωρίς να έχει μεγάλη προσέλευση θεατών. Η φήμη τους όμως άρχισε να κυκλοφορεί και γέμισαν οι επόμενες παραστάσεις που δόθηκαν. Αυτό συνέβαινε ιστορικά με τις παραστάσεις του Κάρολου Κουν.
Απόκτησαν το λεγόμενο word of mouth.
Είναι δυο ποιότητες που πρέπει να ξεκαθαριστούν και διαχωριστούν. Άλλη η δουλειά του πλασαρίσματος, του marketing και άλλη η ουσία της παράστασης. Το αρχαίο δράμα είναι ένα διακύβευμα που αφορά τους Ελληνες. Ακόμα και αν τους αφορά επειδή συνδυάζεται με ένα μπάνιο, ένα ωραίο γεύμα στην Επίδαυρο, το πνευματικό θέμα συνεχίζει να είναι το διακύβευμα. Υπάρχει δηλαδή και μια επένδυση κόπου διασκεδαστικού στο να πας να δεις θέατρο στην Επίδαυρο, η οποία προσδίδεται στην παράσταση σαν ΦΠΑ.
Το γούστο μας όμως μοιάζει νοθευμένο, δέχεται παρεμβάσεις από τους τρίτους, από την διαφήμιση, τα μέσα ενημέρωσης…
Ενα έργο τέχνης είναι μια διαδικασία μύησης και η μύηση είναι πάντα βαθιά προσωπική. Θα συμβούλευα: μόνοι σας δείτε την παράσταση. Και αν είστε με φίλους χωριστείτε και δείτε την μόνοι σας, με τον εαυτό σας, με το γούστο σας με ό,τι σας αγγίζει. Μπορεί το σώμα του ανθρώπου να αντιληφθεί τι τον πιάνει και τι όχι, χωρίς την επικουρία του διπλανού γούστου. Ενας άλλος κρίσιμος παράγοντας είναι ότι δεν είμαστε αθώοι, το κριτήριό μας δεν είναι δικό μας. Η τηλεόραση επιδρά πολύ, η έννοια της εμπορευματοποίησης κυριαρχεί. Υπάρχει κάτι το δευτερογενές, το μικροαστικό στο να λες «πήγα σε μια παράσταση που είναι γεμάτη». Δεν είναι αυτό το κριτήριο. Είναι μια διαδικασία μυστική και μυστηριακή η θέαση μιας παράστασης στην Επίδαυρο, μια διαδικασία ανοιχτή στα ενδεχόμενα.
Ποιος είναι ο ρόλος του Φεστιβάλ;
Το Φεστιβάλ έχει τον ρόλο να μπερδέψει τα γούστα. Ο διευθυντής του Φεστιβάλ έχει την ευθύνη να πει «είδα κάτι που μου άρεσε πολύ και το προτείνω». Δεν σημαίνει αυτό ότι θα αρέσει σε όλους. Το «μου άρεσε πολύ» σημαίνει θέλω να βοηθήσω να διαμορφωθεί κάποιο γούστο. Το Φεστιβάλ φέρνει από όλο τον κόσμο αυτούς που ασχολούνται σοβαρά με το αρχαίο δράμα. Το αν θα αρέσουν είναι κάτι το πολύπλοκο και οι μάχες για αυτό το ζήτημα είναι προαιώνιες. Εχει πέσει βρισίδι σε μεγαλειώδεις παραστάσεις αρχαίου δράματος παλαιότερα επειδή ήταν από ξένες ομάδες. Είχαν αξία όμως, επηρέασαν την τότε ελληνική δημιουργία και καλά έκαναν. Υπάρχουν παραστάσεις αναφοράς στην Επίδαυρο που δεν είναι ελληνικές. Δεν είχαν από την αρχή της υποδοχή που θα έπρεπε.
Τι είναι καλή παράσταση, τελικά;
Αφού διαχωρίσαμε αυτή την παγίδα, δηλαδή από ποιους παράγοντες γεμίζει η Επίδαυρος, ας δούμε τι κάνει ενδιαφέρουσα την ίδια την παράσταση. Με κανέναν τρόπο δεν είναι ο κόσμος που γέμισε το θέατρο. Το ενδιαφέρον είναι η ίδια η παράσταση και η διαδρομή της στον χρόνο ως σημείο αναφοράς. Η διαδρομή στον χρόνο μέσα στο κεφάλι του θεατή, στο σώμα του, στην αφήγησή του. Ακόμα και αν την νοσταλγούμε γιατί τότε που παίχτηκε δεν καταλάβαμε πόσο σημαντική ήταν.