O ιδιοφυής δημιουργός Ευριπίδης Λασκαρίδης, που ταξιδεύει με όλες τις παραστάσεις του σε Ευρώπη, Ασία, Αμερική, επιστρέφει για τέσσερις μέρες στη Στέγη με το Elenit και μιλά στο iefimerida για το σύμπαν του, από την Αγίας Θέκλας στο Μοναστηράκι, μέχρι το άδειο μουσείο Musée d' Orsay.
Στο ντουλάπι του μυαλού του χαρακτήρες ημιτελείς περιμένουν να γίνουν ήρωες σκηνικοί. Εκεί και το όνειρο τού επόμενου έργου που θα ανέβει στη σκηνή το 2024. Στο στούντιο της Αγίας Θέκλας στο Μοναστηράκι κομμάτια ολοκληρωμένα ή υπό διαμόρφωση του αλλόκοτου και συναρπαστικού σκηνικού κόσμου του Ευριπίδη Λασκαρίδη και της ομάδας του Οsmosis. Κομμάτια που δεν πετάει -σαν τα αλουμινόχαρτα της γιαγιάς του. Θα τα χρειαστεί ξανά, στο μέλλον.
Tι όμορφο που είναι να διαβάζεις σε όλες τις γλώσσες Δύσης και Ανατολής το όνομα «Ευριπίδης» χωρίς να αναφέρονται τα συνοδευτικά κείμενα στον αρχαίο συγγραφέα και στην αίγλη του παρελθόντος, αλλά στο ζεστό αίμα της σύγχρονης δημιουργίας μέσα από τα έργα Relic, Τιτάνες, Elenit του Λασκαρίδη που ταξιδεύουν στις μεγαλύτερες σκηνές του κόσμου. Εκεί που κάποιες φορές, το κοινό απαντά στον καλλιτέχνη που σπαράζει επί σκηνής με άναρθρες κραυγές -όπως στη Λυών…
Ο Ευριπίδης Λασκαρίδης ακουμπά το δάχτυλο ξανά στον σφυγμό του έργου του “Elenit” που ανεβαίνει πάλι στη Στέγη, εκεί όπου γεννήθηκε, από τις 16 ως και τις 19 Φεβρουαρίου πριν συνεχίσει τη διεθνή πληθωρική περιοδεία του. Το έργο μένει ζωντανό, ο ίδιος δεν επιτρέπει στον εαυτό του να στεγνώσει, το έργο εξελίσσεται, ωριμάζει, επεκτείνεται, ο ίδιος απορεί ακόμα με συνειδητοποιήσεις που τον συναντάνε την ώρα που είναι στη σκηνή.
Κλείσαμε το ραντεβού για αυτή τη συνέντευξη όταν βρισκόταν για παραστάσεις στη Μαδρίτη. Επέστρεψε για τις παραστάσεις στην Ελευσίνα στην τελετή έναρξης το περασμένο Σαββατοκύριακο. Διασχίζει τον χιονιά με την μηχανή του. Μέσα στην εβδομάδα κάνει πρόβες για τη Στέγη και μου μιλά για όσα ετοιμάζει, για τον διακαή πόθο κάποιων να τον κατατάξουν, το χιούμορ του και την είδηση που ήλπιζε ότι θα ήταν ένα κρύο ανέκδοτο -αλλά δεν ήταν…
Κάπως με διασκεδάζει το γεγονός ότι στην Ελλάδα υπάρχουν κάποιοι (δεν αναφέρομαι στο κοινό) που ακόμα προσπαθούν να σε κατατάξουν, να σου βάλουν μια ετικέτα, οκτώ χρόνια μετά την πρώτη σου εμφάνιση με το προσωπικό σου σκηνικό σύμπαν. Ενώ διαβάζοντας τι γράφουν για εσένα στο εξωτερικό, βλέπω ότι δεν υπάρχει αυτό ο διακαής πόθος να σας βάλουν σε μια κατηγορία.
Τα ταξίδια στο εξωτερικό τις περισσότερες φορές -δηλαδή σχεδόν στο 95% των περιπτώσεων- αφορούν σε προσκλήσεις για συμμετοχή σε διεθνή φεστιβάλ, τα οποία παραδοσιακά αναζητούν δουλειές που κινούνται μεταξύ των τεχνών, που ερευνούν την πρωτοπορία, έχουν τολμηρή σκηνική γλώσσα. Δεν είναι αυτό που αποκαλούμε ”mainstream προτάσεις”. Eίναι λογικό όσοι παρακολουθούν αυτά τα φεστιβάλ να μην έχουν έναν διακαή πόθο, σώνει και καλά, να καταλάβουν τι θέλει να πει ο ποιητής, να τον κατατάξουν σε ένα είδος. Εν γένει, στην Ελλάδα υπάρχει εδώ και καιρό ένας καλλιτεχνικός χώρος που διεκδικεί το δικαίωμα ανοιχτών νοημάτων και προεξάρχων σε αυτό είναι ο Δημήτρης Παπαϊωάννου που μετά την επιτυχία και την αναγνώριση από τις τελετές των Ολυμπιακών Αγώνων, κατάφερε εκ μέρους όλης της μη-mainstream σκηνής να βάλει πόδι στην εμπορική σκηνή και να μυήσει ένα ανυποψίαστο κομμάτι του κοινού στο ότι ναι, υπάρχουν θεάματα που είναι ok να είναι αταξινόμητα. Ότι πρόκειται για μια on going -σε εξέλιξη- δουλειά και το κοινό εκπαιδεύεται επίσης σε αυτό.
Πώς εξηγείς αυτή την ανάγκη «ταξινόμησης;
Εγώ καταλαβαίνω την ανάγκη ενός συστήματος να προσπαθεί να κατηγοριοποιήσει. Ευτυχώς ή δυστυχώς, ο θεατής διευκολύνεται να λέει “τι θα δω; Χορό. Μιούζικαλ. Θέατρο”. Ξέρεις θυμάμαι το 1996 πήγα να δω το «Ενός λεπτού σιγή» του Δημήτρη στο παλιό εργοστάσιο της ΔΕΗ. Εμεινα κόκκαλο. Πάω την επόμενη μέρα στη σχολή μέσα σε τρελό ενθουσιασμό, έτοιμος να τους ξεσηκώσω όλους να πάνε να δουν την παράσταση. Φοιτητές, καθηγητές, όλους. Είχαμε μια εκπληκτική δασκάλα στο μάθημα της Ιστορίας Τέχνης και Θεάτρου, πραγματικά την λάτρευα έκανε συγκλονιστικό μάθημα. Με το που με ακούει λέει “συμπαθέστατος ο Παπαϊωάννου, αλλά μεταξύ μας δεν είναι και χορός αυτό που κάνει”. Πάγωσα. Τι μας νοιάζει τι είναι αυτό που κάνει; Μας είχε αφήσει με το στόμα ανοιχτό, είχαμε φύγει από την παράσταση και αναρωτιόμασταν τι είναι η ζωή. Αυτό έχει σημασία.
Tα έργα σου μπήκαν στο ρεπερτόριο των μεγάλων σκηνών, έφυγαν από το φεστιβαλικό και μόνο πλαίσιο.
Αυτό έχει να κάνει και με την πανδημία. Η πορεία του “Elenit” ήταν κυρίως μέσα από φεστιβάλ και η πανδημία μετατόπισε πολλές φορές τις ημερομηνίες παρουσίασής τους, με αποτέλεσμα να μπει τελικά στο ρεπερτόριο των μεγάλων θεάτρων.
Πόσο διαφορετικό είναι το κοινό, ανά χώρα που ταξιδεύεις;
Στην Ιερουσαλήμ, στο Μόντρεαλ, στο Χονγκ Κονγκ, στη Νέα Υόρκη, παραδέχομαι ότι υπάρχει ένας διαφορετικός τρόπος πρόσληψης του θεάματος, αλλά δεν μπορώ να μιλήσω εκτενώς για αυτό. Εχω δει τις διαφορές αλλά δεν μπορώ ακόμα να κάνω μια ανάλυση όπως έχει κάνει για παράδειγμα ο Θεόδωρος Τερζόπουλος. Στην Ευρώπη οι αντιδράσεις είναι οι ίδιες.
Οσον αφορά στα γέλια;
Στον Καναδά και στο Ισραήλ για κάποιο λόγο γελάνε πιο εύκολα. Στο Χονγκ Κονγκ όχι και τόσο.
Θυμάσαι κάποιες ιδιαίτερες αντιδράσεις του κοινού;
Μια ιδιαίτερη στιγμή που είχαμε ήταν στο Σιμπιού, στη Ρουμανία, όπου παρουσιάσαμε το “Relic”. Στην τελευταία στιγμή ο έξαλλος θηριοδαμαστής προκαλεί το κοινό να ανέβει στην σκηνή, μέσα από μια σύμβαση -εννοώ δεν το καλεί πραγματικά. Όμως ένας θεατής, ένας νεαρός, ανέβηκε στη σκηνή και άρχισε να κάνει ότι έκανα και εγώ, έπεσε στην μπάλα, τον τύλιξα στο χαλί, έφαγε μερικές δήθεν ξυλιές και αποχώρησε. Μια αναπάντεχη αντίδραση επίσης είχα και στην Μπιενάλε της Λυών στη Γαλλία. Εκανα το “Elenit” που στο τέλος σπαράζω με ένα άνοιγμα προς το κοινό. Και ξαφνικά το κοινό, σύσσωμο, άρχισε να απαντά με άναρθρες κραυγές. Μείναμε άφωνοι όλοι πάνω στη σκηνή. Συνέχισα. Πήρα από αυτό, κατάλαβα πολλά πράγματα. Συνεχίστηκε για κάποιες παραστάσεις, σε κάποιες πιάτσες. Μετά σταμάτησε. Περίεργο. Ανεξήγητο.
Παρατηρώντας τη δουλειά σου, νιώθω ότι δεν είσαι μόνο δημιουργός αλλά και ένας ιδιότυπος συλλέκτης, ανεπαίσθητων ή μεγαλειωδών στιγμών της τέχνης, της φύσης, της ζωής.
Δεν υπάρχει άνθρωπος που δεν συλλέγει εικόνες, ήχους από το περιβάλλον, είμαστε σφουγγάρια. Ετσι κοινωνικοποιούμαστε, αυτό κάνουμε ακόμα και αν δεν τον αντιλαμβανόμαστε. Είναι μια λειτουργία καταγεγραμμένη στο DNA μας. Οι καλλιτέχνες έχω την αίσθηση ότι μαθαίνουμε να ακονίζουμε αυτή την λειτουργία ως εργαλείο εργασίας, μέσα από το δικό μας πρίσμα, τη δική μας ματιά. Τα επεξεργαζόμαστε και επανερχόμαστε προσφέροντας μια νέα διαφορετική θέαση. Δεν πέφτεις πολύ έξω στην ερώτησή σου: όταν είμαι στο εξωτερικό όποτε μπορώ πηγαίνω στα μεγάλα μουσεία των πόλεων και βολτάρω χωρίς πλάνο για ώρες. Πήγα στο Πράδο στην Μαδρίτη κυρίως για να δω το “Las Meninas” του Diego Velázquez για το “Elenit” και το “Παράδεισος και Κόλαση” του Ηieronymus Βosch. Και συνειδητοποίησα ότι σε κάθε αίθουσα, από όπου και αν περνούσα, κάπου κολλούσε το μάτι μου και σταματούσα για να δω τι είναι. Μια άλλη φορά, έζησα μια μαγική στιγμή στο Παρίσι μέσα στο Musée d'Orsay. Ηταν κλειστό το μουσείο και είχα πάει με την Claire Verlet του Théâtre de la Ville - μια σπουδαία περίπτωση ανθρώπου - για μια εκδήλωση. Και η Claire, με τον κλασικό της τρόπο, μου έδωσε για γερή σπρωξιά και μου είπε “go, go, go!”. Kαι έκανα μόνος, μια βόλτα στο άδειο μουσείο για τρεις ολόκληρες ώρες, μέχρι που ένας υπάλληλος ήρθε και με ενημέρωσε ότι πρέπει να φύγω. Ηταν ένα από τα πιο ωραία δώρα που μου έχουν κάνει.
Πώς είναι να ανεβάζεις ξανά το Elenit, εδώ στην Αθήνα, στη Στέγη, όπου γεννήθηκε;
Επιστρέφω με μεγάλη χαρά στα έργα μου, είναι ζωντανοί οργανισμοί, όσο τα παρουσιάζουμε τόσο αναπνέουν βαθύτερα και ωριμάζουν μαζί μας. Με την τριβή μάλιστα μου φανερώνουν μυστικά που δεν είχα αντιληφθεί. Είναι σημαντικό ότι το “Elenit” επιστρέφει στη Στέγη γιατί εκεί γεννήθηκε το έργο. Αυτό είναι μια διπλή χαρά. Εχουν περάσει πάνω από έξι μήνες από την τελευταία φορά που το ανεβάσαμε στο Μόντρεαλ του Καναδά, σε τέσσερις sold out παραστάσεις. Ωρίμασε το “Elenit” παρά τις δυσκολίες της πανδημίας, ταξίδεψε σε Βέλγιο, Γαλλία, Ιταλία, Πορτογαλία, Ελλάδα, Καναδά, μετά την Αθήνα πάμε Βελιγράδι και Παρίσι. Τώρα, είμαι περίεργος μετά τους έξι μήνες διακοπής πώς θα έχει ωριμάσει, πώς θα κάτσει στη σκηνή της Στέγης.
Ποιος χαρακτήρας που έχεις δημιουργήσει έχει περισσότερα προσωπικά σου στοιχεία;
Όλα μου τα έργα έχουν κάτι από την προσωπική μου μυθολογία. Δεν μπορώ να κάνω διακρίσεις για τον απλούστατο λόγο ότι δεν τις αντιλαμβάνεται ο εγκέφαλός μου. Αν έπρεπε να διαλέξω κάποιο για να διασκεδάσω την ερώτηση σου έτσι χαριτολογώντας θα έλεγα ίσως το ροζ πλάσμα των Τιτάνων επειδή είναι "ψηλόλιγνο και ζημιάρικο".
Πώς ήταν στις «Κάμαρες», στο έργο που έκανες για την «2023 Ελευσίνα, Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης» όπου συναντήθηκαν πολλοί χαρακτήρες από διαφορετικά έργα σας μέσα στην οικία Κανελλόπουλου; Πώς προέκυψε το έργο;
Οι «Κάμαρες» είναι ένα έργο όπου έρχεται κάποιος να επισκεφθεί την αγάπη μου για την αρχιτεκτονική (σ.σ. είχε ξεκινήσει σπουδές Αρχιτεκτονικής στο ΕΜΠ, τις οποίες δεν ολοκλήρωσε). Επισκέπτεται την επιθυμία μου να καταπιαστώ με ένα έργο site specific που εξαπλώνεται μέσα στον χώρο. Αντί να έχει μια καρέκλα και να κάτσει ο θεατής, περιφέρεται στον χώρο ελεύθερα, κάνει τη δική του χορογραφία και βρίσκει τρόπο να αφεθεί στο προτεινόμενο σύμπαν. Στόχος μου ήταν και να κατοικηθεί ο χώρος με θραύσματα των σκηνικών που έχουμε δημιουργήσει με την ομάδα μου Οsmosis εδώ και τόσα χρόνια. Δεν σου κρύβω ότι ένας από τους λόγους που φαντάστηκα αυτό το έργο, ήταν και για να κατοικηθούν οι κάμαρες του «Κανελλόπουλος» από θραύσματα, όχι μόνο από χαρακτήρες, αλλά και από υλικά αντικείμενα, ή και απομεινάρια κοστουμιών, όπως ας πούμε κάτι μικρά αριστουργήματα που έφτιαχνε στις πρόβες ο Αγγελος Μέντης και δεν ολοκληρώθηκαν ποτέ. Επίσης έχω πολύ την έννοια της ανακύκλωσης στο νου μου, όχι μόνο με την σύγχρονη έννοια.
Με την επανάχρηση, λοιπόν…
Ναι! Εβλεπα τη γιαγιά μου να χρησιμοποιεί ξανά το αλουμινόχαρτο -και τότε το θεωρούσαμε ντροπή. Και όμως το μάζευε, το δίπλωνε στο ντουλάπι και το χρησιμοποιούσε ξανά όταν το είχε ανάγκη. Είναι σαν να με έχει ποτίσει αυτό, είμαι και μεγάλη μαζώχτρα, πιστεύω ότι όλα κάποια στιγμή θα βρουν μια νέα χρήση. Για τις «Kάμαρες» ήθελα να σκάψω στο στούντιό μου να βρω τέτοια πράγματα. Αλλά σε κάποιο ντουλάπι του μυαλού μου κατοικούν και ημιτελείς χαρακτήρες.
Εχετε δημιουργήσει κάποιον χαρακτήρα για να ξορκίσετε ένα αίσθημα, μια σχέση, έναν άνθρωπο, κάτι…
Χαρακτήρα όχι, έργο ναι. Δεν θα πω κάτι παραπάνω για να μην γίνω γραφικός, όμως στη διάρκεια δημιουργίας ενός έργου, δεν έχω ιδέα τι μπορεί να ξορκίζω. Αυτές οι φανερώσεις μου έρχονται αργότερα, μπορεί να χρειαστούν και δυο, τρία χρόνια μέχρι ξαφνικά μέσα στο έργο, ενώ είμαι στη σκηνή και παίζω, να πω στον εαυτό μου “ωπ, κοίτα να δεις τι κρυβόταν εδώ”. Eχει πολλά πλοκάμια αυτή τη διαδικασία και κάπως πατάνε ακόμη και σε μεταφυσικά νερά και η αλήθεια είναι ότι, αν και δεν είμαι τέτοιος τύπος, αν δεις τα πράγματα μέσα από το συγκεκριμένο πρίσμα, τότε έχεις στα χέρια σου ένα εξαιρετικό καύσιμο για τη δημιουργία ενός νέου έργου ή για να συνεχίσεις ένα παλιό, χωρίς να κουράζεται το έργο.
Χωρίς να κουράζεται το έργο ή εσύ;
Χωρίς να κουράζεται το έργο, να παραμένει ζωντανό και ζουμερό. Για εμένα θα έλεγα χωρίς να στεγνώνω.
Νέο έργο υπάρχει στα σχέδιά σου; Και αν ναι, για πότε;
Στα σκαριά... θα πω, ναι... υπάρχει. Το ερώτημα είναι αν υπάρχει λόγος. Γιατί να κάνω νέο έργο;
Άλλο κι αυτό…
Η αλήθεια είναι ότι κάπως νιώθω ότι μπορεί και να εκκολάπτεται ένα νέο έργο, αλλά σίγουρα θα πάρει καιρό για να το δούμε στη σκηνή. Γεννήθηκε ένας χαρακτήρας όταν ήμουν στην Λιέγη στην αρχή του 2022. Ηρθε σε ένα όνειρο, ένας χαρακτήρας έτσι κάπως νομίζω από τις αισθήσεις μου. Με έκανε να σκεφθώ ότι ένα νέο έργο μάλλον γεννιέται. Αυτή η αίσθηση δεν έχει φύγει, κι εγώ συνήθως χρειάζομαι περίπου δυο με δυόμιση χρόνια για να σιγουρευτώ ότι υπάρχει λόγος να γίνει νέο έργο. Οπότε αν κάτι δεν αλλάξει πιστεύω ότι μέσα στο 2024 θα το δούμε στη σκηνή.
Πώς θα χαρακτηρίζατε το χιούμορ σας;
Το χιούμορ μου θα το χαρακτήριζα αυτοσαρκαστικό και καυστικό... είναι δομικό υλικό της διαδικασίας μου στη δουλειά. Τα γέλια στις πρόβες μας είναι ευπρόσδεκτα ακόμη και τις πιο άκυρες στιγμές γιατί είναι μέγας καταλύτης.
Γελάς εύκολα;
Αρκετά. Είμαι αυτό που λέμε χάχας
Λες κρύα ανέκδοτα; Διασκεδάζεις με αυτά; Ή είσαι πολύ φλεγματώδης για αυτά;
Φυσικά γελάω με τα κρύα ανέκδοτα, για κάποιον περίεργο λόγο μου αρέσει αυτή η ειρωνεία ότι κάνω ένα αστείο χωρίς πραγματικά να είναι αστείο. Με γαργαλάει πολύ αυτό. Και το κάνω σε σημείο που γίνομαι ενοχλητικός στην παρέα μου μερικές φορές αλλά δεν μπορώ να το συγκρατήσω.
Πες μου ένα κρύο ανέκδοτο που ακούσατε εσχάτως.
Όταν άκουσα για το Προεδρικό Διάταγμα που αφορά στα πτυχία των καλλιτεχνών και την εξίσωσή τους με τα απολυτήρια λυκείων, νόμιζα ότι είναι ένα κρύο ανέκδοτο και γέλασα. Τελικά δυστυχώς δεν είναι ανέκδοτο, είναι η θλιβερή πραγματικότητα της χώρας μας. Είναι απολύτως απαραίτητο η ελληνική πολιτεία, το υπουργείο Πολιτισμού να σκύψει στο θέμα, να συμβουλευτούν τους καλλιτέχνες και να μιλήσουν στο υπουργείο Παιδείας ώστε να μην σβηστούν τόσα χρόνια μελέτης, ο σωματικός και πνευματικός κάματος μιας σειράς Ελλήνων καλλιτεχνών. Παραιτήθηκαν όλοι οι καθηγητές της σχολής του Εθνικού Θεάτρου... αυτό δεν μας λέει τίποτα;
Τι σημαίνει να είναι κάποιος καλλιτέχνης στην εποχή μας;
Δεν ξέρω πώς να απαντήσω αυτή την ερώτηση, διότι την στιγμή που αρχίζω να απαντώ είμαι σε μία λίμνη αισθήσεων παρά σε μια λίμνη λογικής που να μου επιτρέπει να εξηγήσω αυτό που νιώθω. Απαξ και αρχίσω να το συζητώ είναι σαν να το ορίζω, να μιλώ για αυτό που πρέπει και αυτό που δεν πρέπει, ενώ επιθυμία μου είναι να βρίσκομαι σε μια λίμνη όπου δεν υπάρχουν πρέπει και μπορώ. Μου αρέσει αυτή η περιοχή όπου υπάρχουν πράγματα για τα οποία δεν μπορείς ακριβώς να μιλήσεις. Με ενδιαφέρει αυτό ο χώρος. Θέλω να κρατήσω αυτή την περιοχή συναισθημάτων και αίσθησης όπως είναι, να μην την μετατρέψω σε μια περιοχή νόησης, κατανόησης, εξήγησης.
*Εlenit, στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση από τις 16 ως και τις 19 Φεβρουαρίου