Το iefimerida έγινε μάρτυρας του τρόπου που η τεχνητή νοημοσύνη και η ψηφιακή πραγματικότητα μπορούν να διαμορφώσουν την αφήγηση ιστοριών, την παραγωγή τέχνης, παρακολουθώντας στη Νέα Υόρκη δυο φεστιβάλ με την σφραγίδα του ΟΝΧ του Ιδρύματος Ωνάση.
Στο ισόγειο του BAM Fisher, στο Μπρούκλιν, καθόμαστε στο πάτωμα, αφού δεν υπάρχει κενή θέση, και βλέπουμε στις τρεις μεγάλες οθόνες το «Golden Key», των Marc Da Costa και Matthew Niederhauser, που προβάλλεται στο πλαίσιο του Techne, του φεστιβάλ που πραγματοποιεί το περίφημο BAM σε συνεργασία με το ΟΝΧ του Ιδρύματος Ωνάση.
Βροχή ερωτήσεων πέφτουν στις μικρές παραλληλόγραμμες οθόνες -σαν πρωτοσέλιδα tabloids;- που βρίσκονται δεξιά και αριστερά. «Μπορούν οι νεκροί να τραγουδήσουν;». «Γιατί κλέβουν μαλλί οι νεράιδες». «Πώς δημιουργήθηκαν οι σαύρες.» «Είναι αλήθεια ότι ο θάνατος θα έρθει με τη φωτιά;».
Ένας κόμπος στον λαιμό στην τελευταία ερώτηση. Την ίδια ώρα κάποια γιγαντιαία οθόνη στην Times Square θα ανέφερε τα νέα στατιστικά των εκτός ελέγχου πυρκαγιών στο Λος Άντζελες, καθώς έκτακτα δελτία προβάλλονται διαρκώς. Αυτό, στον πραγματικό κόσμο. Μέσα στο BAM, οι θεατές στεκόμαστε απέναντι από την ακτινοβολία του εικονικού κόσμου που δημιουργήθηκε με την βοήθεια της τεχνητής νοημοσύνης (ΑΙ), της ψηφιακής πραγματικότηατς (VR) του σύμπαντος που αποκαλούμε εκτεταμένη πραγματικότητα (XR).
Yπάρχει μια αγριάδα στα μάτια των θεατών, σαν αυτή που έχει στο μάτι του κάποιος που παίζει σε ένα παιχνίδι υψηλού ρίσκου και κέρδους. Κάθε τόσο εκτοξεύεται κάποιος από τη θέση του και τρέχει να σταθεί μπροστά σε ένα από τα δύο τάμπλετ που είναι στημένα απέναντι από την οθόνη. Σαν να πηγαίνουν σε ένα μαντείο των Δελφών. Μόνο που εδώ, η ανάγκη του προσερχόμενου στο «μαντείο» είναι πιο ναρκισσιστική. Έχει, σχεδόν, να κάνει με την ανάγκη αυτού του θεατή από το Μπρούκλιν, το Νιου Τζέρσι, την Αθήνα, να γίνει ο δημιουργός ενός κόσμου.
Βλέπετε το «Golden Key» που δημιουργήθηκε χάρη στα εργαλεία που προσφέρει το ΟΝΧ του Ιδρύματος Ωνάση στην Αμερική, επιτρέπει στον θεατή να επηρεάσει το σενάριο. Να φτιάξει μια ιστορία μέσα στη διαρκή αφήγηση του έργου. Το έργο έχει δυο βασικές πηγές πίσω του: 12 διαφορετικές θεματικές εικαστικές, δηλαδή αισθητικές, επιλογές που πηγάζουν στην τέχνη από τα τέλη του 19ου αιώνα ως τις αρχές του 20ου αιώνα. Μοντερνισμός. Δέκα διαφορετικές φωνές που κάθε φορά αφηγούνται την ιστορία. Και μια τεράστια ανοιχτή βάση δεδομένων με δεκάδες χιλιάδες παραμύθια και λαϊκούς μύθους της ίδιας εποχής.
Ο αλγόριθμος γίνεται η γραφίδα και το πινέλο που κινεί η ερώτηση του θεατή και φτιάχνουν μια ιστορία με αντίστοιχη εικονογραφία μέσα στο έργο. Εθιστικό. Ένας από αυτούς μου εξομολογήθηκε ότι σηκώθηκε πέντε φορές με πέντε διαφορετικές ερωτήσεις για να δει λίγα λεπτά μετά στις οθόνες, τον τρόπο που η τεχνητή νοημοσύνη γέννησε μια νέα ιστορία.
Η Κέιτ έγραψε «ποιος έχει το καλύτερο μπέιγκελ στο Μπρούκλιν;» και -ω θεοί- γεννήθηκε μια από τις πιο απολαυστικές ιστορίες, που μας έκανε να σκάμε στα γέλια και να παρακολουθούμε αχόρταγα τις εικόνες. Στην ιστορία που γεννήθηκε, κυριαρχεί ο πόλεμος των μπέιγκελ.
Aποκαλύπτεται ότι σε ένα εστιατόριο (σε ένα χαρακτηριστικό αμερικάνικο ντάινερ), όχι μακριά από τον χώρο που βρισκόμασταν, βρέθηκε η φόρμουλα για να τελειώσουν οι πόλεμοι. Η φόρμουλα για την ειρήνη. Και αυτό είναι ένα μπέιγκελ που σταματά κάθε σύρραξη. Οι άνθρωποι άρχισαν να συρρέουν σε αυτό το ντάινερ. Ώσπου έγινε ξεκάθαρα ότι δεν ήταν αυτό καθ’αυτό το μπέιγκελ που έφερε την ειρήνη, αλλά η συνύπαρξη των ανθρώπων για ένα κοινό σκοπό, η δημιουργία κοινοτήτων.
Η Κέιτ έγινε συγγραφέας και εικαστικός πληκτρολογώντας επτά λέξεις. People have the power, τραγουδά η Πάτι Σμιθ στο κεφάλι μου. «Όπου υπήρχαν έρημοι, βλέπω πίδακες νερού». Προφητική, αυτό συμβαίνει μπροστά μας και έχει την μορφή λαϊκών μύθων και συμβόλων. «Αυτό που κάνουμε στο ONX, είναι η κατασκευή κόσμων», λέει ο Πρόδρομος Τσιαβός, διευθυντής Καινοτομίας και Ψηφιακής Ανάπτυξης του Ιδρύματος Ωνάση, το οποίο πριν πέντε χρόνια δημιούργησε το ΟΝΧ, μια παγκόσμια πλατφόρμα νέων μέσων και ψηφιακού πολιτισμού. «Μια πλατφόρμα που εξελίχθηκε σε διατλαντική γέφυρα», επισημαίνει η Αφροδίτη Παναγιωτάκου, Διευθύντρια Πολιτισμού του Ιδρύματος Ωνάση.
Βλέπετε, εκτός από το γραφείο στη Νέα Υόρκη, το ΟΝΧ αποκτά και ένα τεράστιο εργαστήριο και πλατφόρμα στην Αθήνα, το Onassis Ready που στεγάζεται στην περιοχή του Ρέντη και αναμένεται να δεχθεί τους πρώτους καλλιτέχνες κατόπιν ανοιχτής πρόσκλησης, στις αρχές του 2026.
Η κατασκευή κόσμων, νέων κόσμων, από τους καλλιτέχνες με τη χρήση των μέσων νέας τεχνολογίας, είναι ένα στοίχημα που εμπεριέχει πολλά περισσότερα από την πιθανή συνεισφορά στην τέχνη. Έχει να κάνει με την ίδια την Δημοκρατία, μας λένε, καθώς καθόμαστε στα γραφεία του Ιδρύματος, στο Olympic Tower, απέναντι από τον Άγιο Πατρίκιο, παραδίπλα από μια φωτογραφία του Ωνάση, κάτω από την ελληνική σημαία, τέσσερις ορόφους πάνω από το υπόγειο όπου τα στούντιο και τα πολύτιμα και δυσεύρετα εργαλεία της νέας τεχνολογίας προσφέρονται σε καλλιτέχνες.
Eπιστροφή στην Κέιτ, θεατή του «Golden key» που έφτιαξε έναν νέο κόσμο (μικρόσωμη, κατέβαινε τις σκάλες τρέχοντας για να γράψει την ερώτησή της, κάνοντάς μας να πεταχτούμε από τις θέσεις μας), όπου ένα μπέιγκελ από το Μπρούκλιν μπορεί να βάλει τέλος στους πολέμους. Ο Μόργκαν είναι έξαλλος γιατί μόνο μία του ερώτηση απαντήθηκε και ψάχνει τους δημιουργούς του Golden Key για να μάθει γιατί δεν ανταποκρίθηκε το σύστημα σε όλα του τα ερωτήματα.
Υπάρχει φίλτρο επιλογής; Τελικά πόσο και η ίδια η τεχνολογία, ο αλγόριθμος, έχουν φίλτρα, προκαταλήψεις, στεγανά; Όπως ένας άνθρωπος. Υπάρχουν όρια, υπάρχουν λέξεις που είναι ενημερωμένος ο αλγόριθμός ότι πρέπει να αποφύγει; Λέξεις που χρησιμοποιούνται από την άκρα δεξιά, απειλές, προσβολές, προτροπή σε βία. «Έχουν μηχανισμούς οι οποίοι σου απαγορεύουν κάποια πράγματα. Για παράδειγμα, αν παρατηρήσατε, κάποιες φορές μαύριζαν οι οθόνες. Το μαύρισμα της οθόνης δεν ήταν bug. Δεν ήταν πρόβλημα στον προτζέκτορα. Όταν αφαιρούσε κάποιες εικόνες, οι οποίες είχαν βία ή γυμνό τότε έκλεινε το σύστημα. Αυτό οφειλόταν σε όσους θεατές έγραφαν κάτι πολύ βίαιο», εξηγεί ο Πρόδρομος Τσιαβός.
Το «Golden Key» και κατ’ επέκταση η δημιουργία έργων στο κόσμο της εκτεταμένης πραγματικότητας, είναι σαν να κρατάς έναν καθρέφτη απέναντι στον άνθρωπο. Αντανακλά τον κόσμο αυτή τη στιγμή, το φαντασιακό μας, τις προσδοκίες, τους μύχιους πόθους και επιθυμίες. Τις κατασκευές μας.
Δεν ήταν λίγοι οι θεατές που έβαλαν ερωτήματα σχετικά με τις καταστροφικές πυρκαγιές στο Λος Άντζελες και οι γοητευτικές μορφές του 19ου αιώνα και του κόσμου των δεκάδων χιλιάδων παραμυθιών που τάισαν το έργο, έφεραν φλόγες μπροστά στα μάτια μας -αν και με έναν λυρισμό που απέχει από την απεχθή βίαια πραγματικότητα.
Ένα διαρκές ερώτημα είναι φυσικά αν αυτό που δημιουργείται με τεχνητή νοημοσύνη και αλγορίθμους είναι έργο τέχνης. Αλλάζει ο ορισμός και η ευθύνη του δημιουργού; «Η βασική ανησυχία όταν μιλάμε για μια ένα εργαστήριο και μια πλατφόρμα όπως είναι το ΟΝΧ, είναι να εξασφαλίσουμε ότι θα έχουν αυτά τα εργαλεία οι καλλιτέχνες», λέει η Αφροδίτη Παναγιωτάκου.
«Γιατί αυτός ο κόσμος έχει σχεδόν υφαρπαχθεί από τους ανθρώπους της τεχνολογίας που μπορούν να κατανοήσουν αυτά τα εργαλεία. Και η αλήθεια είναι ότι αν δεν μπορείς να χρησιμοποιήσεις το ΑΙ, το VR, το ΧR, τότε δεν μπορείς να κάνεις τέχνη με αυτά. Και έτσι φτάνεις να έχεις ανθρώπους που δεν κάνουν τέχνη αλλά, ουσιαστικά, δημιουργούν εταιρικά πράγματα. Ναι φυσικά, μπορεί να είναι αρκούντως εντυπωσιακά ή να δημιουργήσουν όσα χρειάζεσαι για διαφημιστικούς σκοπούς. Αλλά για να δημιουργήσεις τέχνη, πρέπει να υφαρπάξεις τον αλγόριθμο. Για αυτό είναι σημαντικό για εμάς να φέρουμε καλλιτέχνες και να τους δώσουμε την υποστήριξη που απαιτείται για να δημιουργήσουν τέχνη με αυτά τα εργαλεία».
Όπως η Μαργαρίτα Αθανασίου που έφτιαξε με την υποστήριξη του Onassis Air και του ONX το έργο «Voices», το πορτρέτο της οικογενειακής της ιστορίας που αρχίζει από την γιαγιά της και φτάνει στην ίδια, καθώς και μια ιστορική αναδρομή στις γυναίκες μέντιουμ. Στον θρύλο τoυς. Από μικρή καθόταν η Μαργαρίτα απέναντι από την μητέρα της με ένα μολύβι στο χέρι και έγραφε στο χαρτί τα λόγια που έβγαιναν από το στόμα της μητέρας της όταν έμπαινε σε αυτή τη διαδικασία που αποκαλείται διαμεσολάβηση -channeling- που επιτρέπει σε φωνές από άλλες διαστάσεις να μιλήσουν.
Η γιαγιά της επίσης ανήκει στον κόσμο αυτών των γυναικών. Με ένα σενάριο που βασίζεται σε εξιστόρηση της δράσης θρυλικών διαμεσολαβητριών, συνεντεύξεις της μητέρας και της γιαγιάς της και σε προσωπικές της αφηγήσεις, η Μαργαρίτα Αθανασίου επιχειρεί να κάνει μια μετάβαση στην εγκατάσταση ενός ηχείου όπου όλες οι γυναίκες φωνές θα ακούγονται. Ένα βίντεο δοκίμιο, χειροποίητο, με new age αναφορές, λυρικό κάθε τόσο (σε κάποια σημεία ίσως περισσότερο από’ τι χρειάζεται), με την τεχνική του κολάζ να κυριαρχεί, όσο στις πλαϊνές οθόνες αναδεύονταν εικόνες ψυχεδελικής αισθητικής.
Το σώμα γίνεται δοχείο, γίνεται μέσο μεταφοράς φωνών, από το 1850 όταν εμφανίστηκαν οι πρώτοι πνευματιστές ως στο σήμερα, στην ψηφιακή επποχή. Ο λόγος (οι λέξεις) είναι ο απόλυτος κυρίαρχος εδώ, η εικόνα υπηρετεί την ιστορία και την κατανόησή της. Δεν υπάρχει καμία διάδραση με το κοινό, δεν μπορεί ο θεατής να επηρεάσει την πορεία του μύθου.
Είναι η περίπτωση ενός έργου όπου το σώμα, η φωνή, ο άνθρωπος παραμένουν κυρίαρχα και η τεχνολογία χρησιμεύει για να εμπλουτίσει οπτικά το αποτέλεσμα. Είναι χαρακτηριστικό ότι όλες οι ερωτήσεις που ακολούθησαν την προβολή του έργου είχαν να κάνουν με τους πνευματιστές, τα μέντιουμ, τις διαδικασίες, την δικιά της εμπειρία.
Η «μάγισσα» γυναίκα του Νταφόε
Kάποια στιγμή μπαίνει ακροπατώντας στην αίθουσα ο Γούιλιαμ Νταφόε και κάθεται στα σκαλιά δίπλα μας. Κυριακή μεσημέρι, κοιτάζει με δίψα την οθόνη. Φυσικά τον προσεγγίζω μετά το τέλος της προβολής, είμαι περίεργη να μάθω γιατί βρίσκεται εκεί.
«Η Μαργαρίτα είναι φίλη», είναι η απάντηση. «Δεν έχω ξαναδεί έργο της, όμως με ενδιαφέρει πολύ όλη αυτή η ιστορία του πνευματισμού, εδώ και χρόνια διαβάζω σχετικά κείμενα, κυρίως κλασικά, όπως του Δάντη για παράδειγμα».
Τον ρωτάω αν έχει βρεθεί ποτέ ο ίδιος σε κάποια σεάνς, σε κάποια τελετή συνομιλίας με πνεύματα. Το γνωστό χαμόγελό του απλώνεται σε όλο το πρόσωπο και... «όχι ποτέ. Όμως πρέπει να σας πω κάτι: η γυναίκα μου είναι λίγο μάγισσα».
Μια geek κοινότητα και το σπρώξιμο στην τέχνη
Πόσο θα χρησιμοποιήσεις τα εργαλεία, πόσο αυτά τα καθορίσουν το έργο σου; Οι περιπτώσεις του «Golden Key» και του «Voices» είναι χαρακτηριστικά του εύρους. «Μας θεωρούν αρκετά geek κοινότητα εδώ στο ΟΝΧ και στο σημείο αυτό είναι που παρεμβαίνει η Αφροδίτη (Παναγιωτάκου) και μας λέει ότι πρέπει να ξεκολλήσουμε από εκεί, να πλησιάσουμε το κομμάτι της τέχνης. Έχει δίκιο», λέει ο Πρόδρομος Τσιαβός. «Για εμένα βέβαια ομολογώ ότι και το γράψεις κώδικα είναι μια μορφή ποίησης. Όμως πραγματικά τι είναι αυτό που διαφοροποιεί δυο ανθρώπους μεταξύ τους; Το χέρι τους στο έργο. Και πιστέψτε με, η προσπάθεια που κάνει ο καλλιτέχνης να φανεί το χέρι του σε ένα ΑΙ έργο, είναι πολύ μεγαλύτερη από αυτή που κάνει όταν κρατά ένα μολύβι ή ένα πινέλο. Γιατί τα πράγματα που φέρει μαζί του ένα τέτοιο εργαλείο, είναι τόσο βαριά που σε ρουφάνε. Το σετ δεδομένων που χρησιμοποιείς πρέπει να είναι χειροποίητο, αλλιώς θα μοιάζει με του διπλανού».
Είναι τέχνη ένα έργο φτιαγμένο με ΑΙ; «Η ίδια συζήτηση γινόταν όταν μπήκε η φωτογραφία και το φιλμ στην τέχνη. Επίσης ο καλλιτέχνης δεν έρχεται να μας δείξει αν είναι εξυπνότερος από το ΑΙ, αλλά αν μπορεί να γίνει περισσότερο δημιουργικός από αυτό, αν μπορεί να κάνει περισσότερα πράγματα από αυτό υφαρπάζοντας τον αλγόριθμο» λέει η Αφροδίτη Παναγιωτάκου. «Το ΑΙ φέρνει πράγματα αναμενόμενα, όμως ο καλλιτέχνης μπορεί να φέρει ό,τι επιθυμεί.»
Σώμα-Ψηφιακό, ένα-μηδέν
Στο ΟΝΧ μιλάνε για ψηφιακή τέχνη όπου το σωματικό, το αναλογικό, συνυπάρχει με το ψηφιακό. Στο υπόγειο του Οlympic Tower γίναμε κάπως σαν μάρτυρες του beef, της μάχης μεταξύ των δυο αυτών. Είδαμε πρώτο το έργο «Runway» της χορεύτριας και χορογράφου Χριστιάνας Κoσιάρη και στη συνέχεια το «Α (room) of one’s own» μια VR περφόρμανς του Viola He (είναι non-binary) από την Κίνα. Kαι τα δύο στο πλαίσιο του φεστιβάλ Under the Radar με το οποίο συνεργάζεται το ΟΝΧ. Koινή συνισταμένη είναι η αναζήτηση του εαυτού, της ταυτότητας μέσα στην κοινωνία
Πήρατε το ρίσκο και ο αγώνας έληξε ένα-μηδέν, λέω στον Πρόδρομο Τσιαβό. Το σωματικό της Κοσιάρη σχεδόν κατατρόπωσε το ψηφιακό της Βαϊόλα, ως προς την συγκρότηση, την δραματουργία, την πυκνότητα, την συνέχεια, την διαυγή απόδοση του νοήματος. «Το ένα έργο είναι βιρτουόζικο σωματικά, το άλλο βιρτουόζικο σωματικά» λέει ο Τσιαβός και ακούγεται κάπως σαν χρησμός.
Η Kοσιάρη ενώ διαρκώς κινείται πάνω σε έναν ηλεκτρικό διάδρομο γυμναστικής, ασκείται, βάζει μάσκες ομορφιάς, ταινίες για να μικρύνει τους μηρούς και την κοιλιά, να ανορθώσει το στήθος, βάζει καλσόν, παπούτσια, φόρεμα. Ακροβατεί, με κίνδυνο να πέσει, να χτυπήσει, προκειμένου να δείχνει όπως αυτό που επιτάσσει το κυρίαρχο μοντέλο ομορφιάς των social media. Mε τα μάτια άδεια και απορημένα -ένα αριστουργηματικό έργο στο οποίο αξίζει να επανέλθουμε.
Το Βαϊόλα, κλεισμένη σε ένα νοσοκομείο, αναπτύσσει το δικό του σενάριο για την επόμενη μέρα, που θα μπορέσει να γίνει καλά και άρα κανονικό, νορμάλ, όπως λέει, καθώς φωνές από την πατρίδα του που επιτάσσουν και περιορίζουν, ακούγονται στον χώρο. Η αγωνία ενός/μιας Ασιάτισσας στην Αμερική. Δραματουργικά πάσχον το έργο -είναι βέβαια σε εξέλιξη, δεν έχει διαμορφωθεί- αφελές σε κάποια σημεία ή αίωλο, δεν κατορθώνει να βαθύνει τόσο όσο να δημιουργήσει συναισθήματα. Επίσης μου διέφυγε η διάσταση του τρόπου που υπάρχει στη Νέα Υόρκη μια Ασιάτισσα -αν εξαιρέσεις τη δήλωση ότι είναι από την Κίνα το Βαϊόλα, θα μπορούσε να είναι η ιστορία μίας/ενός οποιασδήποτε/οποιουδήποτε Ασιάτη στη Νέα Υόρκη αυτή την εποχή.
Και κάπως έτσι, το νεύμα στην Βιρτζίνια Γουλφ που επιχειρείται με τον τίτλο (το «Ένα δικό της δωμάτιο» με διαλέξεις για την γυναικεία χειραφέτιση) μένει έκκεντρο. «Αν αντιµετωπίσουµε το γεγονός, γιατί είναι γεγονός, ότι δεν υπάρχει µπράτσο να πιαστούµε, αλλά ότι προχωράµε µόνες και ότι η σχέση µας είναι µε τον κόσµο της πραγµατικότητας κι όχι µε τον κόσµο των ανδρών και των γυναικών, τότε θα υπάρξει η ευκαιρία και η νεκρή ποιήτρια που ήταν η αδελφή του Σαίξπηρ θα ανακτήσει το σώµα που τόσες φορές θυσίασε», γράφει η Γουλφ (εκδόσεις Μεταίχμιο).
Θα γίνει το ΑΙ αυτή η ευκαιρία; Για κάθε προσωπικότητα, συλλογικότητα, κοινότητα που πρέπει να βρει τον κόσμο της πραγματικότητας και να σταματήσει να θυσιάζεται; Και θα είναι ο ψηφιακός κόσμος αυτός που θα αναστήσει τον πραγματικό;
Τίποτα δεν μοιάζει πιο ενδιαφέρον από να τεθούν, να μπουν στη σκηνή, να δοκιμαστούν και να απαντηθούν αυτά τα ερωτήματα. Τα οποία η τέχνη μπορεί να μην απαντήσει, αλλά σίγουρα θα τα φωτίσει και θα τα στρέψει προς το φως.