Θεατές χειροκροτούν όρθιοι. Θεατές βυθίζονται στον λόγο του Ομήρου και φεύγουν με ερωτήματα για τη ζωή και την τέχνη. Εφέτος, το Διεθνές Φεστιβάλ Brandhaarden στο Άμστερνταμ είναι αφιερωμένο στο ελληνικό θέατρο, με παραστάσεις της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση στη ραχοκοκαλιά του. Το iefimerida ήταν εκεί.
Ρίχνει χιονόνερο, τα κρύο κάνει κάθε πόρο του δέρματος να τσούζει, καθώς στεκόμαστε έξω από το μεγαλειώδες κτίριο του Huis van het Nederlandse Theater στο Άμστερνταμ. Ανεγέρθηκε πρώτη φορά το 1638, κάηκε δύο φορές καθώς ήταν φτιαγμένο από ξύλο -όπως όλα τα σπίτια στο Άμστερνταμ τότε- και παραμένει στη σημερινή του μορφή από το 1874.
Είμαστε έξω από θέατρο που κάηκε δύο φορές, έχοντας μόλις βγει από το πιο δυνατό φλογισμένο φως που υπάρχει στο θέατρο, στην παγκόσμια αφήγηση: η τελευταία εικόνα που είχαμε βγαίνοντας από την αίθουσα, ήταν το εκτυφλωτικό και «εκκωφαντικό» φως της ανόδου του Οδυσσέα από τον Άδη στον πάνω κόσμο, μετά την πέραν κάθε ανθρώπινου μέτρου κάθοδό του στον Άδη, όπως το περιγράφει ο Όμηρος στη Νέκυια, τη ραψωδία λ’ της Ιλιάδας.
Ο Αγγελάκας στη σκηνή ήταν το κέντρο της δίνης που σε ρουφούσε στις λέξεις του Όμηρου, η Όλια Λαζαρίδου ήταν σαν μέντιουμ που βυθιζόταν και παραχωρούσε το σώμα, τη φωνή της, την τονικότητά της, στις ψυχές που γινόταν η φωνή τους. Στο τέλος το μεγάλο φως, σαν φωτιά, έμεινε να λούζει τη σκηνή, την κατάμεστη κεντρική σκηνή και την αίθουσά της, με την μπαρόκ διακόσμηση, τους τεράστιους πολυελαίους, τα κάπως μαξιμαλιστικά γλυπτά, σκαρφαλωμένα στα θεωρεία.
Οι ψυχές μιλάνε στον Οδυσσέα
750 άνθρωποι, μέσα σε αυτή την μπαρόκ αγκαλιά, ακούν επί 60 λεπτά τις ψυχές να μιλούν στον Οδυσσέα, αφού πιουν το μαύρο αίμα μπροστά του. Αργότερα, έξω από το θέατρο, μέσα στην παγωνιά, οι τολμηροί έχουν βγει για ένα τσιγάρο ή για να νιώσουν τον ψυχρό επιθετικό αέρα στο πρόσωπο μετά από αυτή την κάθοδο στον Άδη.
Ο Γιάννης Αγγελάκας είναι εκεί, αποφεύγει το μικρό πάρτι που γίνεται μέσα στο θέατρο. Μαζί του ο Χρήστος Παπαδόπουλος.
Πιάνουμε την κουβέντα. Ακούει να του λένε ότι είναι ο ιδανικός Οδυσσέας και μοιάζει ξαφνιασμένος, απορημένος. Ο ίδιος νιώθει περισσότερο σαν τον Όμηρο σε αυτήν τη σκηνή, σε αυτή την παραγωγή της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση, που, αφού έκανε αδιανόητα sold out στην Αθήνα, ταξίδεψε στο Άμστερνταμ. Έτσι τοποθετήθηκε στη σκηνή. Έτσι τοποθετήθηκε απέναντι στο κείμενο. Αυτή ήταν η σύλληψη που είχε εξαρχής, όταν έφερε την πρότασή του στη Στέγη.
Στη σκηνή υπάρχουν δύο αναλόγια, με τη χορωδία πίσω να μου θυμίζει τα ομιλούντα πρόσωπα των νεκρών, σαν μια τοιχογραφία της «Νέκυια».
Η ηλεκτρονική μουσική του Coti K. είναι σαν το ηχοτόπιο που πρέπει να έχουν τα έγκατα της γης (ο κάτω κόσμος), με τριξίματα και συρμούς και τρομακτικές εκρήξεις (με κάποιον τρόπο, που ακόμα δεν έχω αποκωδικοποιήσει, σκέφτηκα κάποια στιγμή πως κάπως έτσι πρέπει να έφταναν οι ήχοι των όπλων μέσα στο θέατρο Μπατακλάν στο Παρίσι).
Το φως κινείται μέσα από χαραμάδες, σαν αυτές που πρέπει να δημιουργούνται καθώς οι αρχαιολόγοι σκάβουν για να βρουν τους τάφους, να φέρουν στο φως αρχαία ευρήματα. Να τα ελευθερώσουν. Ένα σκοτεινό κονσέρτο που στο τέλος παραδίδεται στο ανελέητο φως -εκπληκτικοί οι φωτισμοί της Ελίζας Αλεξανδροπούλου.
Στην αίθουσα επί 60 λεπτά το πολυσυλλεκτικό κοινό στέκει βουβό και ακίνητο. Ακόμα και όταν λίγο πριν από το τέλος οι υπέρτιτλοι στα ολλανδικά και στα αγγλικά σταματούν εξαιτίας τεχνικού προβλήματος και υπάρχει μόνον ο λόγος του Ομήρου, δεν δυσανασχετούν. Μένουν ακίνητοι. Προσηλωμένοι. Έχουν βυθιστεί, φαίνεται ότι επικοινωνούν με όσα συμβαίνουν στη σκηνή με έναν τρόπο μυστηριακό που δεν χρειάζεται μετάφραση. Τι νίκη είναι αυτή, σκέφτομαι.
Στους Ολλανδούς δεν αρέσει το δράμα (λένε)
Στο τέλος χειροκροτούν, χειροκροτούν, χειροκροτούν, τρεις φορές επιστρέφουν στη σκηνή οι συντελεστές. Δίπλα μου κάθεται μια κριτικός θεάτρου σε μεγάλη εφημερίδα του Άμστερνταμ. Πιάσαμε την κουβέντα πριν αρχίσει η παράσταση, μου λέει ότι το «Σπίτι» του Δημήτρη Καραντζά την προηγούμενη μέρα θριάμβευσε, ότι το κοινό διχάστηκε με το «Goodbye Lindita» του Mάριο Μπανούσι, λάτρεψε το «Constaninopoliad» της Sister Sylvester. Eίναι κάπως διστακτική πριν αρχίσει η παράσταση.
«Στους Ολλανδούς δεν αρέσει το δράμα», μου λέει, και κάπως παγώνει το αίμα μου. «Μα το δράμα, η τραγωδία, τρέχουν στο αίμα των Ελλήνων και των κειμένων τους», της λέω. Πώς θα λειτουργήσει άραγε αυτό το μεγάλο εγχείρημα; Η έξοδος παραστάσεων της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση στο Διεθνές Φεστιβάλ του Άμστερνταμ, που είναι φέτος αφιερωμένο στην Ελλάδα και στις παραγωγές του Onassis Culture - συμπεριλαμβανομένης της παραγωγής του Εθνικού Θεάτρου «Goodbye Lindita», σε σκηνοθεσία Μάριο Μπανούσι, o oποίος είναι Onassis Air Fellow.
Στο τέλος της παράστασης, η Ολλανδή δημοσιογράφος σχεδόν παραμιλάει, εκστατική. Βιάζεται να πάει να γράψει και λέει τα ερωτήματα που ήδη την απασχολούν: Είμαστε έτοιμοι να πάρουμε τα μαθήματα που μπορεί να προσφέρει η ιστορία; Μπορούμε να είμαστε αισιόδοξοι για το μέλλον;
Φαντάσου και να άρεσε στους Ολλανδούς το σκοτεινό δράμα των ελληνικών κειμένων, αναλογίζομαι.
Χειροκροτώντας όρθιοι, για ώρα, τον Δημήτρη Καραντζά
Αλήθεια, στους Ολλανδούς δεν αρέσει το δράμα; Μια βραδιά πριν, στην αίθουσα που υπάρχει στη νέα, σύγχρονη προσθήκη στο κτίριο, που έγινε το 2019, αφού το κοινό έχει χειροκροτήσει όρθιο για δέκα λεπτά τον Δημήτρη Καραντζά, την Αλεξία Καλτσίκη και τον Φιντέλ Ταλαμπούκα, κάθεται για να κάνει ερωτήσεις στον δημιουργό και την ομάδα του.
Το έργο είναι σαρωτικό και απολύτως σύγχρονο, απολύτως διεθνές, ένα σπίτι που βλέπεις στην Αθήνα, στο Παρίσι, οπωσδήποτε στο Λονδίνο. Και όμως, η ερώτηση που έρχεται από το, ίσως, νεότερο μέλος του κοινού είναι η εξής: «Σας επηρέασε το αρχαίο ελληνικό θέατρο στην παράσταση αυτή;».
Να ’μαστε. Ο Καραντζάς, που για δύο μέρες είναι κάτι σαν ο σταρ της θεατρικής σκηνής του Άμστερνταμ, τον οποίο επευφημούν και καταδιώκουν κατά κάποιον τρόπο, εξηγεί:
«Δομικά, με έναν τρόπο ξεκινά η πορεία δύο ανθρώπων που περνάνε από την άγνοια στη γνώση. Αυτό ίσως είναι ένα κατάλοιπο. Επειδή έχω ασχοληθεί πολύ με την αρχαία τραγωδία και σε κλειστούς χώρους και στην Επίδαυρο, σίγουρα αυτό που με επηρεάζει και με συγκινεί στην τραγωδία, και ενδεχομένως υπάρχει σε αυτό που κάνω, είναι ότι δεν ακολουθεί ακριβώς μια πλοκή, αλλά στα αλήθεια είναι σαν να βλέπεις περισσότερο τη διαδικασία ενός θέματος σε μετάβαση. Με έναν τρόπο βλέπεις ένα φιλοσοφικό ή ένα πυρηνικό ερώτημα, καθώς και το πώς αυτό μεταβαίνει σε μία άλλη κίνηση χωρίς να δίνει απάντηση. Διότι, ευτυχώς, η αρχαία ελληνική τραγωδία δεν έχει δώσει ακόμα κάποιες στρατευμένες απαντήσεις»... Να, τα ερωτήματα με τα οποία έφυγε παραζαλισμένη η Ολλανδή κριτικός θεάτρου από τη «Νέκυια».
«Είναι τεχνικά εκπληκτικό και συναισθηματικά εντυπωσιακό. Η διαφυγή δεν είναι πλέον δυνατή, ο Καραντζάς μεταφέρει το κρίσιμο μήνυμα, παραδίδοντας θέατρο που χτυπάει δυνατά», γράφει μια μέρα η deVolkskrant, δίνοντας πέντε αστέρια. «Το Σπίτι είναι μια συγκλονιστική παράσταση, που όσο περισσότερο τη σκέφτεσαι τόσο περισσότερο αποκτά νόημα. Επίσης, εγείρει ερωτήματα».
Στην παράσταση έβλεπα τους θεατές να παρακολουθούν στο πρώτο μέρος σκυμμένοι μπροστά, κυρίως στον συγκλονιστικό μονόλογο της Αλεξίας Καλτσίκη, και όταν άρχισε να καταρρέει το σπίτι, να γίνεται ο θόρυβος εκκωφαντικός -στοιχείο που δεν υπήρχε τόσο έντονα στην Αθήνα, αλλά προστέθηκε εδώ, στο Άμστερνταμ-, τα σώματα σιγά-σιγά να πηγαίνουν προς τα πίσω, μέχρι οι πλάτες να καρφωθούν στις καρέκλες.
Τι είναι ελληνικό θέατρο σήμερα;
O Kαραντζάς έφτιαξε ένα έργο, μια δυστοπία, φρέσκια, νέα, αληθινή. Ένα έργο ευρωπαϊκό, διεθνές, έγραφα όταν είδα την πρεμιέρα στην Αθήνα. Η αντίδραση των Ολλανδών αποδεικνύει ότι είναι ένα στέρεο, συμπαγές, φρέσκο διεθνές θέατρο, μια παράσταση στην οποία κάθε μητρόπολη του κόσμου θα δει τον εαυτό της να καθρεπτίζεται.
«Ελπίζουμε να ιντριγκάρουμε το ολλανδικό κοινό και να ζητήσει να δει και άλλες ελληνικές παραγωγές» λέει στους Έλληνες δημοσιογράφους ο Ντάνιελ Κιφτ, υπεύθυνος προγράμματος του φεστιβάλ Brandhaarden στο Διεθνές Θέατρο του Άμστερνταμ.
Κρίνοντας από τις αντιδράσεις σε αυτές τις δύο παραστάσεις, όπως τις βίωσα, το κοινό θα διψά για ελληνικό θέατρο στο Άμστερνταμ. Εξηγεί ότι το «Constantinopoliad» καθήλωσε, ότι το «Σεισμός» δίχασε (είναι παραστάσεις που προηγήθηκαν στο πρόγραμμα, ενώ ακολουθούν ως το Σάββατο το «Romaland» και το «Ρεμπέτικο», της Λένας Κιτσοπούλου). Όλοι μαζί συνθέτουν ένα πυκνό και πολυσυλλεκτικό team γενεών, πρεσβευτών τού «τι είναι το ελληνικό θέατρο σήμερα», όσο και σκηνικών προσεγγίσεων που αντανακλούν το πρόγραμμα «Εξωστρέφεια» της Στέγης. Αυτή τη φορά με προορισμό το Άμστερνταμ. Tα τελευταία 13 χρόνια η Στέγη έχει ταξιδέψει με 90 παραγωγές σε πάνω από 120 προορισμούς
Σκέφτομαι τους χιλιάδες Ολλανδούς που βγήκαν στον δρόμο μετά τις παραστάσεις, πήραν τα ποδήλατά τους -υπάρχουν 1,6 εκατ. ποδήλατα, περισσότερα από τους κατοίκους- και πήγαν για ένα ποτό ή στο σπίτι τους, να τρέχουν με τον παγωμένο αέρα στο πρόσωπο και με ερωτήματα που έφεραν, αντί για δώρα, οι Δωριείς.
«Τι είναι πάνω, τι είναι κάτω;» λέει η φωνή του Αγγελάκα, καθώς το φως εισβάλλει, ο ήλιος, ο πάνω κόσμος διαδέχεται τη σκοτεινή υγρασία των ψυχών του Άδη. Ή το ερώτημα-επιφώνημα του κριτικού Κester Freriks, «what an impact the House has!». Μια σπάνια στιγμή για το ελληνικό θέατρο, στην πόλη των 186 διαφορετικών εθνικοτήτων, του Ρέμπραντ, του Βαν Γκογκ και της ανεκτικότητας.
«Στο τέλος η ζωή θα κερδίσει» λέει η Αφροδίτη Παναγιωτάκου, διευθύντρια Πολιτισμού στο Ίδρυμα Ωνάση.
«Για να χρησιμοποιήσω την εισαγωγή του ποιήματος "Ιθάκη" του Κωνσταντίνου Καβάφη, "Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη, να εύχεσαι να ’ναι μακρύς ο δρόμος, γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις. Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας, τον θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι, τέτοια στον δρόμο σου ποτέ σου δεν θα βρεις, αν μέν’ η σκέψις σου υψηλή, αν εκλεκτή συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει. Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας, τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις, αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου, αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου". Είμαστε εδώ για να αφυπνίσουμε αυτήν τη σπάνια έξαψη».