Θα μπορούσε να είναι μια νουβέλα, όμως αποτελεί την πραγματική ιστορία της Μάγιας Σοφού, της χορεύτριας και δασκάλας, που κατόρθωσε μέσα στην σκληρή δεκαετία του ’50 να σπουδάσει στο Λονδίνο και μερικά χρόνια αργότερα να φέρει στην Ελλάδα την σπουδαία Βασιλική Ακαδημία Χορού. Μια έκθεση στο Μέγαρο Μουσικής φωτίζει τα βήματά της ως σήμερα.
Πενήντα χρόνια συμπληρώθηκαν από τη στιγμή που η Μάγια Σοφού, η πεισμωμένη και ταλαντούχα έφηβη χορεύτρια της Αθήνας, κατόρθωσε μετά από σημαντικές παραστάσεις και σπουδές, να γίνει η εκπρόσωπος της RAD, της Βασιλικής Ακαδημίας Χορού στην Αθήνα.
Πριν καν μπει η Ελλάδα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, σε μια εποχή που η έννοια του κλασικού χορού στην Ελλάδα ήταν για λίγους και εστέτ, έκανε αυτή τη σημαντική συμφωνία που γιορτάζεται τώρα, μαζί με τη διαδρομή ζωής της κυρίας Σοφού, στην έκθεση που παρουσιάζεται ως και την Τετάρτη 23 Οκτωβρίου στις αίθουσες του Συλλόγου «Οι Φίλοι της Μουσικής» στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, υπό την αιγίδα της Βρετανικής Πρεσβείας στην Αθήνα και την συνεργασία του British Council. Τον σχεδιασμό της έκθεσης ανέλαβαν οι Παρασκευή Γερολυμάτου και Ανδρέας Γεωργιάδης από τη Μικρή Άρκτο
Η Μάγια Σοφού μιλάει στο iefimerida για τη διαδρομή της, τη συνεργασία με την Royal Academy of Dance αλλά και τη συνεργασία με τον Γιάννη Τσαρούχη.
Τι σημαίνει για μια νέα γυναίκα, στη δεκαετία του '50, να συνεχίσει τις σπουδές μπαλέτου στο Λονδίνο και δη στo Royal Ballet School;
Για να καταλάβει κανείς τι σημαίνει για μένα, θα πρέπει να ταξιδέψει πίσω στον χρόνο στη δεκαετία του ΄50. Τότε που στην Ελλάδα προσπαθούσαμε να ορθοποδίσουμε μετά τον πόλεμο, την κατοχή και τον Εμφύλιο. Τότε που δεν πήγαιναν ούτε φοιτητές να σπουδάσουν στο εξωτερικό, όπως σήμερα, ούτε ταξιδεύαμε με τα αεροπλάνα. Ο χορός δεν ήταν ούτε καν στη σκέψη ότι θα μπορούσε μια κοπέλα από «καλή οικογένεια», Αρσακειάδα και καλή μαθήτρια να δηλώσει ότι θέλει να γίνει χορεύτρια. Εκείνα τα χρόνια υπήρχαν μόνο επιθεωρήσεις και νυχτερινά κέντρα που είχαν χορευτικά νούμερα. Ούτε το μπαλέτο της Λυρικής υπήρχε. Υπήρχε όμως μια εμπνευσμένη δασκάλα μπαλέτου η Ηρώ Σισμάνη η οποία μεταξύ του 1952-53 ίδρυσε ομάδα χορού με τις πιο προχωρημένες μαθήτριες της, με τη φιλοδοξία να παρουσιάζουν έργα κλασικού ρεπερτορίου επαγγελματικού επιπέδου και όχι σχολικές επιδείξεις. Με όπλα τις γνώσεις της, καθώς είχε φοιτήσει στο Παρίσι πριν τον πόλεμο, την οικονομική υποστήριξη του συζύγου της, τον δικό μας ενθουσιασμό και αυταπάρνηση και την υποστήριξη του Γιάννη Τσαρούχη που έκανε τα σκηνικά και τα κοστούμια από ταπεινά υφάσματα που υπήρχαν τότε, όπως οι αλατζάδες και τα τουλουπάνια αντί για τούλια, τα οποία ζωγράφιζε ο ίδιος για να μοιάζουν με βελούδα, δαντέλες και κεντήματα, ανέβηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα το μπαλέτο «Les Sylphides» σε μουσική Σοπέν στο θέατρο Κοτοπούλη - Rex. Ακολούθησαν και άλλα χοροδράματα όπως η «Giselle» και η «Λίμνη των Κύκνων» στα οποία συμμετείχα αρχικά στο corps de ballet και αργότερα σαν κορυφαία χορεύτρια. Τελειώνοντας το τότε Γυμνάσιο της εποχής, η επιμονή μου να κάνω επάγγελμα τον χορό, ανάγκασε την οικογένειά μου να αποδεχθεί την απόφασή μου και να με στηρίξει ώστε να πάρω την καλύτερη εκπαίδευση και καλλιτεχνική μόρφωση. Έτσι το 1958 βρέθηκα να ταξιδεύω τρεις μέρες και δύο νύχτες με το τρένο για το Λονδίνο. Η επιλογή μου ήταν να φοιτήσω ως full time student, στην Σχολή της Marie Rambert στο Mercury Theater στο Notting Hill Gate στο Λονδίνο. Ένοιωθα ότι ζούσα στον παράδεισο!! Έκανα μαθήματα κάθε μέρα 10 το πρωί έως τις 5 το απόγευμα και επιπλέον μαθήματα στο Royal Ballet School και με τον Andrew Hardie. Όταν ολοκλήρωσα τις σπουδές μου και γύρισα στην Αθήνα, άρχισα να διδάσκω και να συμμετέχω σαν πρώτη χορεύτρια πλέον σε όλες τις παραστάσεις.
Πως κατορθώσατε να εξασφαλίσετε την συνεργασία με τη Rοyal Academy of Dance σε χρόνια που ο κλασικός χορός στην Ελλάδα ήταν για πολύ λίγους και μυημένους;
Ήμουν ακόμα φοιτήτρια στο Royal Ballet School όταν άκουσα για την Royal Academy of Dance και για τη διαδικασία εξετάσεων σε διαφορετικά επίπεδα με ορισμένη εξεταστέα ύλη. Επιστρέφω στην Ελλάδα και το 1962 ιδρύω τη δική μου Σχολή με άδεια από το Υπουργείο Πολιτισμού. Σε διάρκεια 10 ετών επισκεπτόμουν συχνά το Λονδίνο για καλλιτεχνική ενημέρωση και παρακολουθούσα μαθήματα παιδιών και εφήβων στην Royal Academy of Dance (RAD). Συνειδητοποιώ την έλλειψη ενιαίου συστήματος διδασκαλίας χορού και συνεργασίας της Ελλάδας με τις χώρες της Ευρώπης που είχαν μακρόχρονη παράδοση στον τομέα αυτόν.
Έτσι, το 1972 πριν ακόμα την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαική Ένωση και μέσα στα χρόνια της δικτατορίας καταφέρνω να φέρω στην Ελλάδα το παγκόσμιο αναγνωρισμένο σύστημα διδασκαλίας μπαλέτου της Βασιλικής Ακαδημίας Χορού του Λονδίνου το οποίο απευθύνεται τόσο σε αυτούς που θέλουν να ακολουθήσουν επαγγελματική σταδιοδρομία σαν χορευτές ή σαν δάσκαλοι χορού αλλά και σε όσους μαθαίνουν μπαλέτο ερασιτεχνικά.
Το 1973 έγιναν οι πρώτες εξετάσεις στη Σχολή μου και το το 1974 η RAD με ορίζει ως αντιπρόσωπό της στην Ελλάδα και αρχίζω να αγωνίζομαι ενεργά για τη διάδοση του συστήματος στην Ελλάδα και την άνοδο του επιπέδου του χορού.
Ποια ακριβώς είναι η μέθοδος που εφαρμόζεται;
Η μέθοδος εκπαίδευσης RAD περιλαμβάνει στοιχεία από την ιταλική, τη γαλλική, τη ρωσική και τη δανική τεχνική χορού. Η RAD εστιάζει στις λεπτομέρειες κατά την εκτέλεση των κινήσεων κατά την εκμάθηση της τεχνικής του μπαλέτου. Η εκπαίδευση γίνεται σε επίπεδα, τάξεις γνωστές ως grades, μέχρι να φτάσει ο μαθητής στο ανώτερο επίπεδο κατάρτισης του χορού. Πιο συγκεκριμένα, το RAD προσφέρει δύο εκπαιδευτικά προγράμματα: το Graded Examination Syllabus που αποτελείται από 10 επίπεδα και περιλαμβάνει μαθήματα κλασικού μπαλέτου, ελεύθερου χορού, character χορό και το Vocational Graded Syllabus ένα πιο απαιτητικό πρόγραμμα για μεγαλύτερα παιδιά και ενήλικες που επιθυμούν να ακολουθήσουν καριέρα στον επαγγελματικό χορό. Η Royal Academy of Dance μετρά πάνω 100 χρόνια και είναι ένα από τα κορυφαία συστήματα εκπαίδευσης χορού με δασκάλους σε περισσότερες από 100 χώρες.
Σε αυτή την πορεία των 50 ετών, ποιες είναι οι στιγμές, οι σταθμοί που ξεχωρίζετε, επαγγελματικά αλλά και συναισθηματικά σε σχέση με το χορό και τη συνεργασία με τo Royal Ballet School;
Μετά από 50 χρόνια αισθάνομαι δικαιωμένη διότι πολλές σχολές χορού διδάσκουν μπαλέτο με ασφάλεια για τη σωστή ανάπτυξη των παιδιών, τη ψυχική και πνευματική ισορροπία και καλλιέργεια και έχουμε μυήσει εκατοντάδες παιδιά στο μαγικό κόσμο του χορού. Συναισθηματικά η βράβευσή μου το 1996, από την Royal Academy of Dance ήταν μια επιβράβευση τνω προσπαθειών μου, αλλά η τωρινή μου βράβευση ως "Fellow of the Royal Academy of Dance" για την προσφορά μου στην τέχνη του χορού, που είναι η υψηλότερη διάκριση, με τιμά και εύχομαι οι νέες γενιές να έχουν ιδανικά και να προσπαθούν για το γενικό καλό των νέων μα που είναι η ελπίδα της Ελλάδας.
Ποια συμβουλή σε ένα νέο κορίτσι και σε ένα νέο αγόρι που θέλουν να σπουδάσουν
χορό και να διακριθούν στη σκηνή;
Η συμβουλή μου στους νέους είναι να επιμένουν στην πραγματοποίηση των ονείρων τους και να δουλεύουν σκληρά. Τίποτα δεν μας χαρίζεται και τίποτα δεν πρέπει να μας σταματάει, γιατί δυσκολίες πάντα υπαρχουν, αλλά υπάρχουν και λύσεις όταν μπορεί κάποιος να έχει στόχους και να δουλεύει με αφοσίωση γι΄αυτούς.
Αν σας έλεγαν μπορείτε να ανέβετε τώρα στη σκηνή και να χορέψετε μοναδικά ένα και μόνο έργο, μια χορογραφία. Ποια θα ήταν και γιατί;
Το χορόδραμα «Giselle» είναι το αγαπημένο μου. Πέρα από την μαγική μουσική του, το μπαλέτο αυτό είναι ο ακρογωνιαίος λίθος του παγκόσμιου χορευτικού ρεπερτορίου, συνοψίζει όλα τα στιλιστικά, τεχνικά και εκφραστικά στοιχεία του κλασικού ρομαντικού μπαλέτου. Περιέχει δε δυο βασικές θεματικές του ρομαντισμού του 19ου αιώνα, συγκεκριμένα την εξιδανίκευση της αγροτικής ζωής και την αλληλεπίδραση της πραγματικότητας με το υπερφυσικό.
Πώς είναι να βλέπει μια νέα μπαλαρίνα το πρόσωπό τους στο εξώφυλλο ενός περιοδικού ή να φοράει ρούχα που έχει σχεδιάσει ο Τσαρούχης; Εκείνη τη δύσκολη πραγματικά εποχή ως προς το μπαλέτο στην Ελλάδα, το να φιλοξενεί ένα περιοδικό στο εξώφυλλο στιγμιότυπα χορού, ήταν κάτι πρωτόγνωρο. Εμείς τότε αυτό που χαιρόμασταν ήταν η επιβεβαίωση οτι, πραγματοποιώντας το όνειρό μας να γίνουμε χορευτές, κάναμε σωστά. Δεν έβλεπα εμένα στη περιοδικό αλλά την επιλογή μου να έχω την ιδιότητα της χορεύτριας.Το να φοράμε κοστούμια από τα χέρια του σπουδαίου Γιάννη Τσαρούχη, ήταν για εμάς, άλλη μια επιβεβαίωση ως προς το υψηλό καλλιτεχνικό αίτημα που έθετε η Ηρά Σισμάνη, δασκάλα μας και πολύ στενή του φίλη.