Εντεκα εμβληματικοί για την Ελλάδα συνθέτες και στιχουργοί φιλοξενούνται σε μία διαδραστική, διαφορετική έκθεση στην Πινακοθήκη Γκίκα του μουσείου Μπενάκη.
To Μουσείο Μπενάκη σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Ελληνικής Μουσικής Κληρονομιάς (ΙΕΜΚ), οργανώνουν την έκθεση «Νομίζω ήρθε η ώρα ν’ ακούσουμε…» - Το Ινστιτούτο Ελληνικής Μουσικής Κληρονομιάς στην Πινακοθήκη Γκίκα.
H μουσική δημιουργία της Ελλάδας στην έκθεση του Μπενάκη
Μαζί, με τη χρήση μιας δωρεάν ψηφιακής εφαρμογής που σχεδιάστηκε ειδικά για τις ανάγκες της παρέμβασης αυτής, οι επισκέπτες θα έχουν τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσουν το κινητό τους τηλέφωνο και τα ακουστικά τους για να ανακαλύψουν περισσότερα για το πώς άλλοι «ένοικοι» της Πινακοθήκης, ποιητές, λογοτέχνες, σκηνοθέτες, ζωγράφοι, χορογράφοι συνεργάζονταν με τους συνθέτες αυτούς, δημιουργώντας ένα πολυεπίπεδο πλέγμα δημιουργικών σχέσεων. Στο πλαίσιο αυτό, επιλέχθηκαν επιπλέον τρεις «πυκνωτές», της καλλιτεχνικής παραγωγής της γενιάς αυτής και παρουσιάζονται για την ιδιαιτερότητα των περιπτώσεών τους.
Η έκθεση, την οποία θα εγκαινιάσει η Λίνα Μενδώνη, ανοίγει για το κοινό την Πέμπτη 25 Απριλίου και θα διαρκέσει έως την Κυριακή 21 Ιουλίου 2024. Με αφορμή την έκθεση αυτή το ωράριο λειτουργίας της Πινακοθήκης Γκίκα αλλάζει και διαμορφώνεται ως εξής: Πέμπτη 10:00 - 22:00, Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή 10:00-18:00.
Βαμβακάρης, Θεοδωράκης, Κωνσταντινίδης, Μητρόπουλος, Ξενάκης, Ξένος, Γ.Α. Παπαϊωάννου, Σισιλιάνος, Σκαλκώτας, Τσιτσάνης, Χατζιδάκις και ο Σταύρος Ξαρχάκος. Τί τους συνδέει;
Οι πρώτοι έντεκα φιλοξενούνται στη μόνιμη έκθεση του Μουσείου Μπενάκη / Πινακοθήκη Γκίκα, στην οδό Κριεζώτου 3, στημένη από τον ιστορικό διευθυντή του μουσείου, Άγγελο Δεληβορριά, σχεδόν «διατηρητέα» σήμερα. Η έκθεση εστιάζει στην καλλιτεχνική και πνευματική δημιουργία στην Ελλάδα μεταξύ του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και της Δικτατορίας.
Η πρωτότυπη δράση «Νομίζω ήρθε η ώρα ν’ ακούσουμε…» αποτελεί πρωτοβουλία του νεοσύστατου Ινστιτούτου Ελληνικής Μουσικής Κληρονομιάς, εγκαινιάζοντας μια στενότερη συνεργασία με το Μουσείο Μπενάκη.
Η δράση, σε επιμέλεια της μουσειολόγου Ερατούς Κουτσουδάκη και με την επιστημονική αρωγή του Συλλόγου «Οι φίλοι της μουσικής», μας καλεί σε ένα ταξίδι (επαν)ανακάλυψης του έργου των έντεκα αυτών εμβληματικών συνθετών, μέσα από τη ματιά του σήμερα και με τη χρήση της τεχνολογίας.
Μπορούμε να ακούσουμε μουσικά δείγματα των συνθετών, να τους παρακολουθήσουμε να μας μιλούν, να θυμηθούμε τις – κάποτε κάποτε – στενές δημιουργικές και φιλικές σχέσεις που τους ένωναν μεταξύ τους.
Η έκθεση μάς επιτρέπει ακόμα να παρατηρήσουμε πώς και πόσο διαφορετικά, συνεχίζουν να αποτελούν σήμερα, πηγή έμπνευσης νέων δημιουργών.
«Νομίζω ήρθε η ώρα ν’ ακούσουμε»
Η μουσειακή παρέμβαση με τίτλο «Νομίζω ήρθε η ώρα ν’ ακούσουμε» λειτουργεί βέβαια εμβόλιμα, παραδειγματικά και για τούτο, εν γνώσει της, αποσπασματικά.
Καλεί τους επισκέπτες σε μια ενεργητική και προσωπική ανίχνευση των νημάτων που δένουν τους δημιουργούς μεταξύ τους. Μας καλεί να ανακαλύψουμε το αποτύπωμα ενός «οικοσυστήματος», το οποίο, με τις καμμιά φορά απροσδόκητες συγκλίσεις και τις αποκλίσεις κάθε συμμετέχοντος δημιουργού, είναι σήμερα, σχεδόν έναν αιώνα μετά, απολύτως παρόν στην ελληνική μας πραγματικότητα.
Μετασχηματίζεται, μεταλαμπαδεύεται, επανερμηνεύεται, μα είναι πάντα εδώ. Η δράση αντλεί τον τίτλο της από μια φράση του Μένη Κουμανταρέα που συνδέεται με τον Δημήτρη Μητρόπουλο και τον Κωνσταντίνο Καβάφη.
Και τί ρόλο παίζει σ’ αυτή τη συντροφιά ο Σταύρος Ξαρχάκος;
Η δράση ολοκληρώνεται με μια αυτόνομη εκθεσιακή ενότητα, που είναι τόσο αυθύπαρκτη όσο και απολύτως εξαρτημένη από τη μόνιμη έκθεση και την παρέμβαση του ΙΕΜΚ σ’ αυτή.
Πρόκειται για μια μουσειακή εγκατάσταση αφιερωμένη στον Σταύρο Ξαρχάκο, μια εν ζωή εμβληματική προσωπικότητα του σύγχρονου μουσικού μας πολιτισμού. Φιλοξενείται στο χώρο περιοδικών εκθέσεων, στο ισόγειο του Μουσείου Μπενάκη / Πινακοθήκης Γκίκα, με την πρωτοβουλία του ΙΕΜΚ και μας προσφέρει τη δυνατότητα να παρακολουθήσουμε, μέσα σε ένα υποβλητικό και σύγχρονο τεχνολογικά περιβάλλον, τον Σταύρο Ξαρχάκο να αφηγείται τις μνήμες του από τη δημιουργική του συμπόρευση με τη γενιά που κατοικεί στους ορόφους της Πινακοθήκης ενώ για πρώτη φορά παρουσιάζονται τεκμήρια από τη ζωή και το έργο του, πριν αυτά πάρουν το δρόμο προς τη δημιουργία ενός αρχείου.
Συνομιλητής και συνοδοιπόρος κάποιων από τους σημαντικότερους της λεγόμενης «γενιάς του ‘30», ο Ξαρχάκος διατρέχει δημιουργικά τις δεκαετίες, με το έργο του να εμπεριέχει σχεδόν όλα τα μουσικά είδη στην ιστορία της ελληνικής μουσικής: λαϊκό, ρεμπέτικο, «έντεχνο λαϊκό» τραγούδι, λόγια μουσική, θεατρική και κινηματογραφική μουσική. Η μουσειακή εγκατάσταση του ισογείου, μας δίνει τη δυνατότητα να γνωρίσουμε καλύτερα και έναν άλλο Ξαρχάκο, τον συνθέτη κλασικής μουσικής, τον μαθητή της θρυλικής Σχολής Tζούλιαρντ της Νέας Υόρκης, τον συνομιλητή του Λέοναρντ Μπερνστάιν και του Ντέιβιντ Ντάιαμοντ, υπό τους ήχους σημαντικών έργων του συνθέτη.
Η Πινακοθήκη Γκίκα του Μουσείου Μπενάκη
Το εξαώροφο κτήριο της οδού Κριεζώτου 3 ανήκε εξ ολοκλήρου στον αείμνηστο ζωγράφο Νίκο Χατζηκυριάκο-Γκίκα, όπου έζησε και δημιούργησε επί σαράντα συνεχή χρόνια ως το θάνατό του, το Σεπτέμβριο του 1994. Περιήλθε στο Μουσείο Μπενάκη από δωρεά του καλλιτέχνη ενόσω ήταν εν ζωή.
Με την οριστική μετατροπή του σε μουσείο, σε λειτουργία για το κοινό από το 2012, μόνιμα εκθέματα παρέμειναν η κατοικία στον 4ο όροφο, το εργαστήρι του καλλιτέχνη στον 5ο όροφο και η πινακοθήκη των έργων του, στον 3ο όροφο, ενώ οι υπόλοιποι ελεύθεροι χώροι διατέθηκαν για την ανάδειξη της πνευματικής και καλλιτεχνικής δημιουργίας της Ελλάδας σε μία ιδιαίτερα κρίσιμη εποχή, από το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και τη Μικρασιατική καταστροφή έως τις παραμονές της Δικτατορίας του 1967, η οποία αποτελεί ταυτόχρονα το κλίμα μέσα στο οποίο ο Ν. Χατζηκυριάκος-Γκίκας έζησε και διαμόρφωσε τις καλλιτεχνικές του αντιλήψεις. Επιμελητής της μόνιμης έκθεσης υπήρξε ο Άγγελος Δεληβορριάς, εμβληματικός διευθυντής του Μουσείου Μπενάκη για 40 χρόνια, για τον οποίο η συγκρότηση της συλλογής της Πινακοθήκης Γκίκα και η οργάνωση της πυκνής σε τεκμήρια και νοήματα έκθεσης, αποτέλεσε προσωπικό στοίχημα.
Το Ινστιτούτο Ελληνικής Μουσικής Κληρονομιάς
Το ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ (ΙΕΜΚ), μέλος της Διεθνούς Ένωσης Μουσικών Βιβλιοθηκών, Αρχείων και Κέντρων Τεκμηρίωσης (IAML), είναι ένα καινοτόμο επιστημονικό Ινστιτούτο με κοινωφελή χαρακτήρα. Αποσκοπεί στη συλλογή, αρχειοθέτηση και ψηφιοποίηση μουσικών τεκμηρίων (παρτιτούρες, έντυπα & ψηφιοποιημένα αρχεία, βιβλία, ηλεκτρονικά βιβλία, οπτικο-ακουστικό & φωτογραφικό υλικό, εθνογραφικό υλικό, δισκογραφία, Τύπος, διατριβές), που αφορούν τη μουσική ως Τέχνη και ως Επιστήμη.
Βασικός στόχος του ΙΕΜΚ είναι η δημιουργία μιας εύχρηστης βάσης δεδομένων, ένα ενιαίο Ηλεκτρονικό Μητρώο Αρχείων ελεύθερης πρόσβασης, όπου φιλοξενείται πληροφοριακό υλικό για όλα τα είδη της ελληνικής μουσικής: αρχαία ελληνική μουσική, παραδοσιακή, βυζαντινή, αστικο-λαϊκή, «έντεχνη λαϊκή», λόγια («κλασική»), τζαζ, ηλεκτρονική-ηλεκτροακουστική. Το πληροφοριακό υλικό επεκτείνεται και στη σχέση της μουσικής με άλλες παραστατικές τέχνες (μουσική για θέατρο, όπερα, μπαλέτο, χορό, performance) και μουσική για κινηματογράφο (soundtracks).
Το ΙΕΜΚ προάγει την έρευνα με ενεργητικό τρόπο, χρηματοδοτώντας πρωτότυπες πραγματείες, γύρω από τη μουσική. Συνεργάζεται, επίσης, με Πανεπιστημιακά Ιδρύματα της χώρας και του εξωτερικού, με εθνικούς και τοπικούς φορείς πολιτισμού, με μουσεία και μουσικά εκπαιδευτήρια, με σκοπό την ανάπτυξη εκπαιδευτικών και ερευνητικών προγραμμάτων, καινοτόμων τεχνολογιών, όπως και τη δημιουργία πολιτισμικού δικτύου διαχείρισης της ελληνικής μουσικής κληρονομιάς. Διοργανώνει και συμμετέχει σε συνέδρια, ημερίδες, φεστιβάλ και εκθέσεις, που αφορούν τον ελληνικό μουσικό πολιτισμό και τη διαχείριση αρχείων. Έτσι, το ΙΕΜΚ λειτουργεί ως δίαυλος επικοινωνίας μεταξύ φορέων, της επιστημονικής κοινότητας και της κοινωνίας.
Η έκθεση υλοποιείται χάρη στην ευγενική χορηγία του Qualco Group και του Qualco Foundation. Ο κ. Ορέστης Τσακαλώτος, Πρόεδρος του Qualco Foundation, επισημαίνει: « Η έκθεση αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της δράσης του Qualco Foundation, καθώς ένα από τα στοιχεία του οράματός μας είναι η προστασία και ανάδειξη της πολιτιστικής κληρονομίας μας. Πιστεύουμε στις ουσιαστικές συνεργασίες και είναι μεγάλη μας χαρά που η έκθεση υλοποιείται στην Πινακοθήκη Γκίκα - είναι ένα δείγμα μίας εξαιρετικής συνεργασίας μεταξύ του Μουσείου Μπενάκη και του Ινστιτούτου Ελληνικής Μουσικής Κληρονομιάς».
Οι συντελεστές της έκθεσης στο Μουσείο Μπενάκη
Η ιδέα και επιμέλεια της έκθεσης ανήκει στη μουσειολόγο Ερατώ Κουτσουδάκη. Επιστημονική υπεύθυνη του συνόλου της δράσης ως επιστημονική διευθύντρια του ΙΕΜΚ, η αναπληρώτρια καθηγήτρια Μουσικής και Οπτικο-ακουστικού Πολιτισμού, στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο, Ρενάτα Δαλιανούδη. Επιστημονικοί συνεργάτες της επιμελήτριας ανέλαβαν οι μουσικολόγοι Αλέξανδρος Χαρκιολάκης, Δ/ντης του Συλλόγου «Οι Φίλοι της Μουσικής», Στεφανία Μεράκου, Δ/ντρια της Μουσικής Βιβλιοθήκης «Λίλιαν Βουδούρη» και Βάλια Βράκα, υπεύθυνη του Αρχείου Ελληνικής Μουσικής του ίδιου φορέα. Για την έρευνα και τεκμηρίωση του αρχειακού υλικού και στο σχεδιασμό της δράσης, συνεργάστηκε η μουσειολόγος Ευγενία Ευθυμιάδου. Η δημιουργία των μικρών ταινιών ανήκει στo Abnormal Studio, η οπτική ταυτότητα της έκθεσης στο δημιουργικό γραφείο Schema, ενώ η σκηνοθετική επιμέλεια της προβολής Ξαρχάκου ανήκει στον Κωνσταντίνο Αρβανιτάκη.
Η ψηφιακή εφαρμογή «Νομίζω ήρθε η ώρα ν’ ακούσουμε» αναπτύχθηκε από την Ιnteractive Light Designs. Ιδιαίτερες ευχαριστίες για τη συμβολή του ανήκουν στον επιστημονικό επιμελητή της Πινακοθήκης Γκίκα, Κωνσταντίνο Παπαχρίστου.
Την παραγωγή της δράσης ανέλαβε για λογαριασμό του ΙΕΜΚ η Delta-Pi Productions.