Μια συγκλονιστική έκθεση αφιερωμένη στην Ελλάδα, με πλήθος συμβολισμών - και ομορφιάς-, μια έκθεση που βασίζεται στον φιλελληνισμό των Γάλλων και προσωπικά του απερχόμενου προέδρου και διευθυντή του Μουσείου του Λούβρου αρχίζει στις 30 Σεπτέμβρη. Ο Ζαν Λυκ Μαρτινέζ αποκάλυψε τα μυστικά της στο Blue.
Mερικές συμπτώσεις μπορεί να είναι χαριτωμένες, άλλες ιστορικές, άλλες να δημιουργούν βαθιά κανάλια για τη μνήμη, τη συλλογική μνήμη. Σαν και αυτή: Φέτος γιορτάζουμε τα 200 χρόνια από την Επανάσταση του 1821. Και ταυτόχρονα συμπληρώνονται 200 χρόνια από τη στιγμή που η αριστουργηματική Αφροδίτη της Μήλου πέρασε τις πύλες του Μουσείου του Λούβρου και εκτίθεται έκτοτε εκεί, καθηλώνοντας το παγκόσμιο κοινό του μουσείου. Αυτή η σύμπτωση, αλλά στη ουσία η βαθιά αγάπη και η γνώση του ως και τα τέλη Αυγούστου Προέδρου και Διευθυντή του Μουσείου του Λούβρου Ζαν Λυκ Μαρτινέζ, οδήγησαν στην απόφαση να πραγματοποιηθεί από τις 30 Σεπτεμβρίου μια ιστορική έκθεση στο μουσείο. Με τίτλο «Παρίσι-Αθήνα. H γέννηση της σύγχρονης Ελλάδας (1675-1919)».
Πριν ακόμα τις επίσημες ανακοινώσεις και παρουσιάσεις, έχουμε την ευκαιρία να δούμε εικόνες και κυρίως να μάθουμε τα μυστικά και τις δυνάμεις πίσω από την έκθεση που θα διαρκέσει ως τον Φεβρουάριο του 2022, χάρη στη συνέντευξη που παραχώρησε ο Μαρτινέζ στο περιοδικό Blue της Αegean - το μοναδικό ελληνικό έντυπο που μπήκε στο γραφείο του. «Θέλουμε να δείξουμε με την έκθεσή μας, ότι δηλαδή η Ελλάδα δεν είναι μόνο μια κληρονομιά και ότι υπάρχει μια απίστευτα σύγχρονη Ελλάδα που πρέπει να γίνει γνωστή» λέει ο Μαρτίνεζ που είναισυν-επιμελητής της έκθεσης (με την Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα, την Αναστασία Λαζαρίδου και τη συμβολή της Débora Guillon).
«Ενώ κατά το 1850-60, αρκετοί απ’ αυτούς [τους Ελληνες καλλιτέχνες], όπως ο Νικηφόρος Λύτρας, εκπαιδεύονταν στο Μόναχο, που είχε μεγάλη επιρροή εκείνη την περίοδο λόγω του βασιλιά Όθωνα, στο τέλος του 19ου αιώνα, όλοι σχεδόν οι Έλληνες καλλιτέχνες, όπως ο Παρθένης, ερχόταν στο Παρίσι το οποίο κατείχε πλέον κεντρική θέση στο ευρωπαϊκό εμπόριο έργων τέχνης και την καλλιτεχνική αβανγκάρντ. Στην έκθεση του 1878, αλλά κυρίως στις δύο μεγάλες παγκόσμιες εκθέσεις του 1889 και του 1900, η παρουσία των Ελλήνων καλλιτεχνών που ήθελαν να απομακρυνθούν από τον ακαδημαϊσμό του Μονάχου είναι σημαντική. Τη ρήξη που αναζητούσαν την βρήκαν στο Παρίσι που ήταν το κέντρο του μοντερνισμού στην Ευρώπη.
Και το 1919, χρονιά με την οποία κλείνει και η έκθεσή μας, όταν στο Παρίσι γίνονταν οι γεωπολιτικές διαπραγματεύσεις μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και η Ελλάδα ήλπιζε να διευρύνει τα σύνορά της, οι Έλληνες καλλιτέχνες παρουσίασαν την ελληνική μοντέρνα τέχνη ως μια μορφή διεκδίκησης της ευρωπαϊκής τους ταυτότητας, απογοητεύοντας μάλιστα τους Γάλλους κριτικούς για τους οποίους οι Έλληνες έπρεπε να είναι άμεσα συνδεδεμένοι με την αρχαιότητα και τη μυθολογία. Ανακάλυψαν την Ελλάδα όπως ήταν πραγματικά : ένα σύγχρονο, αναπτυγμένο ευρωπαϊκό κράτος των αρχών του 20ου αιώνα. Αυτό ακριβώς θέλουμε κι εμείς να δείξουμε με την έκθεσή μας, ότι δηλαδή η Ελλάδα δεν είναι μόνο μια κληρονομιά και ότι υπάρχει μια απίστευτα σύγχρονη Ελλάδα που πρέπει να γίνει γνωστή» λέει μεταξύ άλλων ο Μαρτίνεζ στον Πρέσβη Πολιτισμού- Εκπρόσωπο του Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού στο Παρίσι, συγγραφέα, δημοσιογράφο και δημιουργό ραδιοφωνικών προγραμμάτων για τον Πολιτισμό και τις Τέχνες Γιώργο Αρχιμανδρίτη.
Ομως ο Μαρτίνεζ αποκαλύπτει και το μεγαλείο του φιλελληνισμού, ή πώς η Ελλάδα τον καθόρισε και καθορίζει αμέτρητους ανθρώπους των Γραμμάτων και των Τεχνών. Λέει λοιπόν, μεταξύ άλλων στον Γιώργο Αρχιμανδρίτη: «Εγώ επιθύμησα και αγάπησα την Ελλάδα πολύ πριν τη γνωρίσω. Όταν ήμουν έντεκα χρονών και είδα στο σχολικό βιβλίο της ιστορίας έναν χάρτη της Αρχαίας Ελλάδας με τη θάλασσα και τα νησιά της, άρχισα να την ονειρεύομαι. Και όταν μετά από χρόνια την επισκέφτηκα για πρώτη φορά αντίκρισα ακριβώς αυτό που είχα φανταστεί. Διότι η Ελλάδα δεν δίνει ψεύτικες υποσχέσεις. Γνώρισα τους ανθρώπους της και τη σπάνια αίσθηση ελευθερίας που σου χαρίζει. Η Ελλάδα είναι για μένα πια σαν δεύτερο σπίτι. Αγαπώ την σύγχρονη πραγματικότητα της χώρας και τη ζωή σ’ αυτή. Αγαπώ τους ρυθμούς της. Θεωρώ επίσης πολύ σημαντικό το γεγονός ότι σε σύγχρονες μεγαλουπόλεις όπως η Αθήνα ή η Θεσσαλονίκη μπορεί κανείς να δει όλα τα επίπεδα της ιστορίας τους. Η Ελλάδα σού χαρίζει μοναδικές στιγμές. Όταν πηγαίνω από τους Δελφούς στην Αράχωβα, σταματάω συχνά τη νύχτα και κοιτάζω το φως των άστρων στον απέραντο ουρανό. Δύσκολα βρίσκεις αλλού ουρανό με τέτοια καθαρότητα. Γύρω στα τέλη Ιανουαρίου-αρχές Φεβρουαρίου, την εποχή που ανθίζουν οι αμυγδαλιές, ο ουρανός μετά τη βροχή έχει ένα απίστευτα έντονο γαλάζιο χρώμα και η ομορφιά του φωτός είναι απερίγραπτη. Οι αναμνήσεις μου από την Ελλάδα είναι αναμνήσεις φωτός».
Στην έκθεση, που θα γίνει στην αίθουσα NAPOLÉON και προβλέπεται ότι απαιτεί περί τη μιάμιση ώρα για να την απολαύση ο θεατής, θα παρουσιαστούν πίνακες ζωγραφικής, γλυπτά, αρχαιότητες, σχέδια, φωτογραφίες που καλύπτουν τις αναφορές στην εποχή στην οποία αναφέρεται. Από την Ελλάδα στα συντρίμια του Μεσολογγίου του Ντελακρουά, ως γυναίκες ντυμένες με τις τοπικές ενδυμασίες μετά την Επανάσταση στην Πελλοπόνησο, αντικείμενα που φέρουν σύμβολα φιλελληνισμού κ.ο.κ.