Η έκθεση «Francis Bacon. Human Presence» μέσα από 50 αριστουργηματικά έργα ξεδιπλώνει τις εσωτερικές δυνάμεις που κίνησαν το σύμπαν πορτρέτων και αυτοπροσωπογραφιών του Φράνσις Μπέικον. Η έκθεση που ανοίγει σήμερα Πέμπτη για το κοινό στην National Portait Gallery του Λονδίνου θα γίνει σημείο αναφοράς, αναντίρρητα.
Πορτρέτα φτιαγμένα σαν να θέλει να καταστρέψει την σάρκα, να την εκδικηθεί για κάποιον λόγο, σαν να θέλει να διαστείλει την ύπαρξη τού ανθρώπου που ποζάρει για να χωρέσει μέσα και άλλα πρόσωπα. Τα πορτρέτα -και οι αυτοπροσωπογραφίες φυσικά- του Φράνσις Μπέικον έχουν κάτι το τρομακτικό, σαν να αποτυπώνουν σε εικόνα ένα ουρλιαχτό.
Και όμως, όπως κοιτάζω τους μεγάλους, τεράστιους καμβάδες του μέσα στην αίθουσα της National Portrait Gallery στο Λονδίνο, νιώθω κάτι πέρα από τον τρόμο ή την απέχθεια που προκαλεί μια τέτοια παραμόρφωση.
Τρυφερότητα νιώθω. Την αγωνία ενός άνδρα που αγαπούσε παράφορα τους ανθρώπους και ήθελε να αγαπηθεί και αυτός, όμως ο τρόπος που μεγάλωσε και οι ανασφάλειές του δεν μπορούσαν να τον αποτρέψουν από το να κάνει στον καμβά αυτό που ο ίδιος ονόμαζε τραύμα. Να τραυματίσει το πρόσωπό τους, την ύπαρξη τους.
Το σπαχνικό, κατά Μπέικον, σύστημα της προσωπογραφίας
Ομολογούσε από κάποια στιγμή και μετά ότι προτιμούσε να ζωγραφίζει με οδηγό τις φωτογραφίες και όχι με το ίδιο το υποκείμενο του πορτρέτου να ποζάρει μπροστά του, έτσι ώστε να το προστατέψει, «να μην με δει να προκαλώ το τραύμα στο πρόσωπό του».
Η έκθεση «Francis Bacon. Human Presence» που ανοίγει σήμερα, Πέμπτη 10 Οκτωβρίου για το διεθνές κοινό, έχει δημιουργήσει προσμονή ήδη από την ανακοίνωσή της, μήνες πριν. Η προσμονή αυτή όχι μόνο δικαιώνεται, αλλά ξεπερνιέται από το αποτέλεσμα της έκθεσης. Μπαίνοντας στον υποφωτισμένο χώρο με τις μεγάλες καφέ επιφάνειες, είναι σαν να μπαίνεις στο σπλαχνικό σύστημα της τέχνης της προσωπογραφίας, όπως την καθόρισε ο Μπέικον από τη δεκαετία του ’40 και μετά με τις αυτοπροσωπογραφίες του και τα πορτρέτα των εραστών του και των φίλων του.
Είσαι εσύ ο κάτοχος του βλέμματος επί του έργου, ή μήπως το βλέμμα είναι του Μπέικον και μόνο; Αναρωτιέμαι, καθώς στο βάθος της αίθουσας, ακριβώς απέναντι από την είσοδο βλέπω ένα ασπρόμαυρο βίντεο, με την κάμερα σχεδόν κολλημένη στο πρόσωπο του, να δείχνει τον Μπέικον να κοιτά διερευνητικά και μαζί έκπληκτος.
Έτσι κοιτούσε άραγε το πρόσωπο που είχε μπροστά του ή σε μια φωτογραφία, πριν αρχίσει να το αποτυπώνει στον καμβά, με χρώματα που είχαν ενσταλάξει μέσα του οι αγαπημένοι του Ρέμπραντ, Βελάσκεθ (κυρίως το έργο του «Πάπας Ιννοκέντιος Ι'»), Βαν Γκογκ;
Το τρίπτυχο με την αυτοκτονία του εραστή του
Η έκθεση είναι χωρισμένη σε ενότητες που δείχνουν την εξέλιξη του έργου του Μπέικον, αλλά ακολουθούν και χρονολογική σειρά. Εκκινεί από ένα από τα πιο γνωστά αυτό-πορτρέτα του Φράνσις Μπέικον (ένα από τα μικρότερα έργα της έκθεσης) που ζωγράφισε το 1987. Ήταν ήδη 78 χρονών, όμως δείχνει νεότερος, αν και εύθραυστος. Είχε αρχίσει άραγε στο τέλος της ζωής του να αγαπάει το πρόσωπό του, που έβρισκε αφόρητο και που παραμόρφωνε σε κάθε του έργο;
Το τελευταίο έργο της έκθεσης είναι ένα επιθετικό σε έκταση τρίπτυχο που απεικονίζει την αυτοκτονία του συντρόφου του George Dyer μέσα σε μια τουαλέτα στο ξενοδοχείο που έμενε με τον Μπέικον στο Παρίσι στις 24 Οκτωβρίου του 1971. Αυτοκτόνησε μόλις δυο μέρες πριν τα θεαματικά εγκαίνια της αναδρομικής έκθεσης του Φράνσις Μπέικον στο Grand Palais. Ένας ακόμα τρόπος να τον πονέσει; Είναι γνωστό ότι όταν έπινε ο Dyer κακοποιούσε τον Μπέικον, κάποια φορά ξέσκισε τους καμβάδες με τα έργα του και έβαλε φωτιά στο εργαστήριό του ζωγράφου, ενώ μια άλλη φορά τον παγίδευσε με ναρκωτικά οδηγώντας στην σύλληψή του.
Αυτή είναι η αρχή και το τέλος της σπουδαίας έκθεσης, που δεν δημιουργεί έναν κύκλο, αλλά μια πυκνή γραμμή.
To πορτρέτο του ουρλιαχτού
Τα πρώτα πορτρέτα που συναντάμε είναι αυτά που καθορίζονται από την εμμονή του Ιρλανδού δημιουργού με την προσωπογραφία «Πάπας Ιννοκέντιος Ι'» του Βελάσκεθ και από την ηδονή τού να αποτυπώνει στον καμβά τα ουρλιαχτά. Ζωγραφίζει έναν από τους πιο ισχυρούς ανθρώπους στη γη, που φέρει τα παπικά σύμβολα και ρούχα, με τον πιο εφιαλτικό τρόπο, σαν να βασανίζεται στην κόλαση, ανήμπορος. Εκεί που το κύρος, η εξουσία του πάνω στο ανθρώπινο με την επίκληση του θείου, είναι πλέον κενά αντικρίσματος.
Ταυτόχρονα αντιλαμβάνομαι ότι λέω μέσα μου στίχους από το «Ουρλιαχτό» του Άλαν Γκίνσμπεργκ, μόνο που εκείνο ήταν το ουρλιαχτό της αντίστασης, το ουρλιαχτό ενάντια στην καταστολή. Το άλλο άκρο από αυτό το ουρλιαχτό που φτιάχνει ο Μπέικον, του εξουσιαστή που παραδίδεται στην θνητότητα και στην μοίρα του.
Οι φωτογράφοι αγάπησαν το πρόσωπο του Μπέικον και τον απέδωσαν σαν άγγελο σχεδόν, όπως διαπιστώνουμε και από τα έργα που ανήκουν στη συλλογή της National Portrait Gallery. Ανάμεσά τους και η φωτογραφία που τράβηξε ο Σεσίλ Μπίτον ο οποίος μάλιστα είχε πάρει αρκετές φορές στο στούντιο του Μπέικον για να τον ζωγραφίσει. Όταν είδε το έργο, το «τραύμα» που είχε προκαλέσει ο δημιουργός στο πρόσωπό του, ταράχθηκε, αντέδρασε, αγανάκτησε. Ο Μπέικον επί τόπου κατέστρεψε το έργο αυτό.
Λούσιαν Φρόιντ, Φράνσις Μπέικον: μια φιλία μυθιστορηματική
Κάτι που δεν έκανε για τις πολυάριθμές προσωπογραφίες του στενού του φίλου και συμμέτοχου στο έγκλημα της διατάραξης της κυρίαρχης άποψης για την προσωπογραφία: του Λούσιαν Φρόιντ. Όταν έβγαιναν στο Σόχο και έπιναν μέχρι να μεθύσουν ή τζόγαραν, όλοι έμεναν να τους κοιτάζουν, έτσι όμορφοι, ατρόμητοι όπως ήταν. Μιλούσαν δυνατά, με γλώσσα καυστική, με δηλώσεις που σόκαραν. Ήταν και οι δυο ποθητοί.
Ο Μπέικον ζωγράφισε τον Φρόιντ εντάσσοντας στοιχεία του δικού του σώματός ή και του προσώπου του στον καμβά. Το ίδιο έκανε στις αυτοπροσωπογραφίες του. Ένα υβριδικό πλάσμα που ήταν η συνάντηση των δυο σε ένα σώμα, με ένα πάντα παραμορφωμένο πρόσωπο, με τη σάρκα να βουλιάζει στο κρανίο.
Τις περισσότερες φορές έβαζε τα δικά του πόδια στο σώμα του Φρόιντ. Άλλες φορές ζωγράφιζε τον εαυτό του ντυμένο και σε πόζες που είχε φωτογραφηθεί ο ίδιος ο Φρόιντ. Μια σχέση τόσο αταξινόμητη, που δεν μπορεί να περιγραφεί σε λέξεις και που έληξε όταν ο Φρόιντ άρχισε να αποκτά μεγάλη δόξα και αποτραβήχτηκε από τον Μπέικον -γεγονός που στη συνέχεια μετάνιωσε αλλά ήταν αργά, αφού ο Μπέικον είχε πεθάνει.
Ο πολύ νευρωτικός, πολύ υστερικός Πίτερ
Στην έκθεση κυριαρχούν οι εραστές του. O Peter Lacy που γνώρισε το 1952, πρώην μηχανικός αεροσκαφών, ο μεγαλύτερος έρωτας στην ζωή του Μπέικον, όπως ο ίδιος ομολογούσε. Όταν πέθανε στην Ταγγέρη του Μαρόκου, το 1962, ήταν η χρονιά που η Tate διοργάνωσε μια τεράστια έκθεση για τον Φράνσις Μπέικον, εκτινάσσοντάς τον στο διεθνές στερέωμα.
Σύμπτωση, αλλά οι θάνατοι των εραστών του συνέπεσαν με τις σημαντικότερες εκθέσεις της ζωής του. Ένα χρόνο μετά έκανε μία από τις πιο γνωστές αυτοπροσωπογραφίες του όπου χρησιμοποιεί ως βάση το σώμα του Λούσιαν Φρόιντ βαθαίνοντας στην διαδικασία συγχώνευσης μορφών.
Ο Lacy «πολύ νευρωτικός, πολύ υστερικός και αυτό φαίνεται νομίζω στα έργα μου», επηρέασε βαθιά την εξέλιξη του Φράνσις Μπέικον. Αρκεί να δει κανείς τους πίνακες που τον απεικονίζουν: από την ακαθόριστη, σκοτεινής παλέτας, φιγούρα των πρώτων έργων πέρασε στον φωτεινό καμβά, στην αποτύπωση της τρυφερότητας. Όπως σε αυτό το έργο που ζωγραφίζει από μνήμης τον Lacy να κοιμάται γυμνός σε έναν καναπέ στην Ταγγέρη το 1959. Είναι σαν οι χωρισμοί, οι απιστίες, τα περιστατικά βίας να είχαν μείνει στο κατακάθι της κοινής τους ζωής.
Ένα αχνάρι ανθρώπινης παρουσίας
«Όλοι γύρω μου πεθαίνουν σαν τις μύγες. Δεν έχω παρά να ζωγραφίσω τον εαυτό μου» έλεγε. Είχε βιώσει άλλωστε δυο πολέμους, είχε εξοικειωθεί με την έννοια του βίαιου θανάτου. Σε κάποια από τις πολλές συνεντεύξεις που έδωσε είπε «θα ήθελα να μοιάζουν οι εικόνες μου σαν να έχει περάσει ένας άνθρωπος ανάμεσα τους, ένα σαλιγκάρι που αφήνει ένα αχνάρι ανθρώπινης παρουσίας και τα ίχνη της μνήμης γεγονότων του παρελθόντων».
Εκτός από τους Lacy και Dyer, στην έκθεση της National Portrait Gallery βλέπουμε και τις προσωπογραφίες του τελευταίου εραστή της ζωής του, του πολύ νεότερού του ιδιοκτήτη παμπ John Edwards. Όταν γνωρίστηκαν ο ζωγράφος ήταν 60 χρονών και ο John λίγο πριν τα 30. Του κληροδότησε όλο του το έργο.
Μέσα στο πλήθος των προσώπων ξεχωρίζουν τα πορτρέτα που έκανε για γυναίκες φίλες του. Εδώ παραμένουν τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά της τέχνης του, όμως αναδύεται ο θαυμασμός του για αυτές, η τρυφερότητα. Είναι μια ωδή στην ομορφιά από αυτόν τον ιδιοσυγκρασιακό ζωγράφο που κατήργησε νόρμες και περιγράμματα. Η λουσμένη στο κόκκινο, αγέρωχη Isabel Rawsthorne, για παράδειγμα. Tην ζωγράφισε όμως δεκαετίες μετά την γνωριμία τους, έχοντας ως αναφορά το έργο του Πικάσο «Chapeau à Fleurs»
Η Ηanrietta που αποκαλούσε τον Μπέικον κόρη
Είκοσι φορές ζωγράφισε την χαοτική και σαγηνευτική Ηenrietta Moraes, την έπεισε να φωτογραφηθεί και ξαπλωμένη γυμνή. Πρέπει να αγαπούσε πολύ αυτή τη γυναίκα, σκέφτομαι κοιτάζοντας τα έργα, την διακριτική γραμμή και σιλουέτα, την έκφραση του προσώπου που δεν θυμίζει κόλαση. Αντίθετα έπαιξε με τα άκρα όταν ζωγράφισε την Muriel Belcher. H σχέση τους ήταν δυνατή, η Muriel αποκαλούσε τον Μπέικον «κόρη μου».
Ανάμεσα στις γυναικείες μορφές και η σύζυγος του χρηματοδότη του Robert Sainsbury, η Lisa. Στα πορτρέτα του ζευγαριού ο Μπέικον φυσικά δεν φτάνει στα άκρα, όμως δεν ξεφεύγει πολύ από τις βασικές του γραμμές. Για την Lisa χρησιμοποίησε ως αναφορά εικόνες της Νεφερτίτης.
Η έκθεση ανοίγει σήμερα 10 Οκτωβρίου και θα διαρκέσει ως τις 19 Ιανουαρίου 2025. Μου φαίνεται αδιανόητο να επισκεφθεί κάποιος το Λονδίνο και να μην σπεύσει να την δει. Για την ακρίβεια, νιώθω την ανάγκη να επιστρέψω ξανά σε αυτήν πριν γυρίσω στην Αθήνα. Tην έκθεση συνοδεύει εξαιρετικά επιμελημένος κατάλογος, ενώ μια ολόκληρη ενότητα αντικειμένων έχει δημιουργηθεί ειδικά για αυτήν στο κατάστημα του μουσείου.