Πώς ερωτευόμαστε στην εποχή του Ιnstragram, του Τinder, της ψηφιακής σφαίρας; Η έκθεση στο ΕΜΣΤ δεν προσφέρει ερεθίσματα, μάλλον αντανακλά ως καθρέπτης αυτό που εδώ και χρόνια έχει δεχθεί κριτική. Μέχρι να φτάσεις στο ένα έργο που είναι η σύγχρονη Γκουέρνικα της επικράτειας του έρωτα σήμερα.
Τι σημαίνει Εθνικό Μουσείο Τέχνης; Τι περιμένω να μου προσφέρει, να αναμοχλεύσει; Στην περίπτωση της Ελλάδας, με δεδομένες τις ελλείψεις και την αμηχανία που έχει η μόνιμη συλλογή, το βάρος πέφτει μοιραία στις περιοδικές εκθέσεις. Το πρόσημο του Εθνικού στον τίτλο βάζει μπροστά από το περιεχόμενο το άλλο πρόσημο του αιχμηρού, αυτού που πηγαίνει παρακάτω, στην επόμενη μέρα, στο βάθος που δεν βλέπεις στις εφήμερες και περιορισμένες εκ των πραγμάτων εκθέσεις των γκαλερί, των αιθουσών Τέχνης.
Το θέμα της μοντέρνας αγάπης είναι παγίδα. Αβανταδόρικο, μπορεί να κόψει πολλά εισιτήρια, αφού η αγάπη είναι κάτι που διαχρονικά γοητεύει. Αλλά από την άλλη είναι και απαιτητικό ως προς την ανασκαφή που πρέπει να κάνει, ακριβώς επειδή παρουσιάζεται από το ΕΜΣΤ και όχι από μια φουάρ, μια μεγάλη αίθουσα Τέχνης. Και εδώ η έκθεση Modern Love μένει στο πρώτο επίπεδο. Δεν τολμά κάτι πέρα από αυτό που έχει διατυπωθεί στην Τέχνη, σε ντοκιμαντέρ, σε προσωπικές σκέψεις στα social media τα τελευταία χρόνια. Αν μη τι άλλο, προσφέρει μια ιδανική συνθήκη για αναρτήσεις στο Instagram.
Καθίστε στα μαλακά ερείπια του ναού
Μιλώντας για ανασκαφή, η πρώτη εικόνα με την οποία έρχεσαι αντιμέτωπος κατεβαίνοντας στο μείον 1 του κτιρίου μοιάζει με καλό οιωνό, σε κάνει να πιστέψεις ότι θα μπεις σε μια έκθεση αιρετική και συναρπαστική. Είναι το έργο του Ανδρέα Αγγελιδάκη, «Center for the critical appreciation of antiquity». Μαλακά ερείπια αρχαίου ναού ως καθιστικό, τεράστια βιβλία φτιαγμένα από αφρό και μπλοκ μουσαμά που ξεφυλλίζεις «ο δικός σου ντίσκο-αρχαιολογικής μνήμης ανασκαφικός χώρος», διαβάζω σε μια. Υπέροχα ανδρικά κορμιά από τα '80s με speedo σε άλλη. Καθισμένη σε μια πολυθρόνα μια γυναίκα με γκρίζα μαλλιά, γκρίζα ρούχα, που σχεδόν δεν ξεχωρίζεις έτσι που είναι απολύτως ταιριαστή με το χρώμα της εγκατάστασης, σαν να είναι μέρος της πολυθρόνας βλέπει το έγχρωμο βίντεο του Αγγελιδάκη «Center for the critical appreciation of antiquity».
Βλέπω παιδιά τρίτης Λυκείου που έχουν έρθει εκδρομή στην Αθήνα και επισκέπτονται το ΕΜΣΤ να στέκονται όρθια και να συνεχίζουν την πορεία τους και θέλω να τα σπρώξω να κάτσουν, να ξεφυλλίσουν το βιβλίο, να δουν το φιλμ. Να, εκεί μου έλειπε η παρουσία ενός ανθρώπου του Μουσείου που θα τα παρότρυνε. Για να εκπαιδευτούν και τα παιδιά στην σχέση με την σύγχρονη Τέχνη μακριά από τις κλινικές αναγνώσεις. Να νιώσουν.
Και μετά εισέρχομαι στην κυρίως αίθουσα, με τα έντονα ποπ χρώματα, την παράταξη δεκάδων εικόνων και οθονών με έναν τρόπο τόσο επιμελημένο και chic που μου θυμίζει κάτι από Bon Marché Rive Gauche στο Παρίσι. Μπαίνω στην επικράτεια την λαμπερή της κυρίαρχης εικόνας. Και τι αντικρύζω; Κυρίως εικόνες όμορφες που θέλω να ανεβάσω στο Instagram. Τα μιμίδια της Marijke De Roover με τίτλο «Niche Content for Frustrated Queers» έχουν πολύ πλάκα. Κυνικά, σαρκαστικά, με χιούμορ. Κάθε ένα έχει διαστάσεις 70x70 εκ., αυτό με τον David Bowie γυμνό στον καθρέπτη με την «κουρασμένη και παχιά φυλακή δέρματος» είναι τόσο έξυπνο. Συγκεντρωμένα στον τοίχο, αυτά που κάθε τόσο συναντάμε σε ένα σκρολάρισμα στο Instagram. Σκέφτομαι ήδη πόσες γκαλερί θα έκαναν μια ωραία και sold οut έκθεση με αυτά.
Χρυσά δαχτυλίδια για να αγγίζεις την οθόνη
Απέναντι ακριβώς ένα έργο σημαντικό, που όμως ο χώρος καταπίνει την πραγματική του δυναμική, κατά την γνώμη του. Κυρίως γιατί μπαίνοντας στην επικράτεια του έργου «The Hero Mother – How to build a house» του Peter Puklus, η τεράστια αριστουργηματική, σαν editorial περιοδικού φωτογραφία του άνδρα με το μωρό στον τοίχο σού τραβάει την προσοχή και στέκεις μπροστά της για ώρα. Πλάι, ένας πάγκος εργασίας με όσα συνιστούν ένα νοικοκυριό και πίσω σειρά φωτογραφιών. Παντού πρωταγωνιστής ο άνδρας εργάτης, παιδαγωγός, νοικοκύρης. Με έναν υπέροχο, στιλπνό και ντοκιμαντερίστικο τρόπο, με χιούμορ, αναδύονται σύμβολα και στερεότυπα της παραδοσιακής οικογένειας, του κοινωνικού φύλου. Αλλά όπως εκτίθενται τα έργα στην είσοδο της αίθουσας, πλάι στην τζαμαρία, στην ποπ βαβούρα της συνολικής αίθουσας, δεν μπορούσες να δεις αμέσως, απερίσπαστος την ευφυία του έργου του.
Η πορεία μέσα στην έκθεση συνεχίζεται με ανάλογα συναισθήματα και παρατηρήσεις. Ενδιαφέρον πολύ έχει ο τρόπος που η μόδα μπαίνει στο ζήτημα, κυρίως με τις ευφυείς δημιουργίες της Ηannah Toticki – αυτά τα χρυσά προστατευτικά δαχτυλίδια για τα ακροδάχτυλα που αγγίζουν διαρκώς την οθόνη πανέμορφα, απολύτως κυνικά, σαρκαστικά. Αν ξεπεράσεις την γοητεία τους παγώνει το αίμα σου με την σκέψη της επιδερμίδας που χάνεται, του αυστηρά προσωπικού δακτυλικού αποτυπώματος που μέσα στον ψηφιακό κόσμο υποχωρεί και η ταυτότητά σου εύκολα αλώνεται. Εχει ενδιαφέρον ότι θα δούμε μια ατομική έκθεση της Toticki στο EMΣΤ από της 26 Ιανουαρίου.
Η Μαρία Μαυροπούλου αποτυπώνει κομψά την απόλυτη μοναξιά της δυικότητας, του ζεύγους: δυο οθόνες, πλάτη με πλάτη, σε ένα μεγάλο κρεβάτι με τσαλακωμένα σεντόνια. Το σώμα απουσιάζει, έχει μείνει το ίχνος του στο κρεβάτι, αλλά αγνοείται. Ζει στην ψηφιακή σφαίρα; Είναι το έργο «Sunday afternoon (bedroom)». Ομορφο. Μελαγχολικό. Ηδη το βλέμμα όμως, έχει αιχμαλωτίσει μια τεράστια φωτογραφία στο βάθος, τόσο που προσπερνώ αρκετά έργα για να σταθώ μπροστά της. Και είναι αυτό που βλέπω σαν την Γκερνίκα της εποχής μας, σαν το επιστέγασμα όλων των κλισέ παραδοχών «η αγάπη θα κερδίσει». Το «Borderless Love» του István Zsíros. Εκτύπωση σε ταπετσαρία.
Η σύγχρονη αγάπη στα ερείπια του πολέμου
«Το πρωινό της 30ης Αυγούστου 2015, ένα ζευγάρι προσφύγων φιλιέται με πάθος μέσα στη σκηνή του στον σιδηροδρομικό σταθμό Κελέτι της Βουδαπέστης. Ο φωτογράφος István Zsíros έχει βρεθεί εκεί για καταγράψει τις πρωτόγνωρες συνθήκες, καθώς στοιβάζονται στον σταθμό 3.000 άνθρωποι περιμένοντας να φύγουν για την Βιέννη. Ο φακός συλλαμβάνει την ημιδιαφανή ιδιωτικότητα του φιλιού, καθώς οι άνθρωποι γύρω μοιάζουν απορροφημένοι στην αγωνία και τις αναπολήσεις τους.
Η φωτογραφία του Zsíros ανακαλεί φωτογραφίες φιλιών στον δημόσιο χώρο που αντιπαραβάλλουν το προσωπικό πάθος με την ιστορική συγκυρία και την πόλη, π.χ. τη φωτογραφία του Alfred Eisenstaedt από την λήξη του Β’Παγκοσμίου Πολέμου στην Times Square ή εκείνη του Robert Doisneau στο Παρίσι. Ωστόσο, το φιλί εδώ δεν έχει τίποτε το θριαμβικό ή το ηρωικό. Είναι η ερωτική επιθυμία που επιβιώνει, παρά τον κατατρεγμό και τον εκτοπισμό. Μας υπενθυμίζει πως τη στιγμή που μιλάμε για την απεδαφικοποίηση του ψηφιακού πολιτισμού, μια άλλη απεδαφικοποίηση, σκληρή και βίαιη, συντελείται γύρω μας. Άνθρωποι χάνουν τα σπίτια τους, οικογένειες και εραστές χωρίζονται για μήνες ή για πάντα. Η σύγχρονη αγάπη δεν υπάρχει μόνον στο διαδίκτυο αλλά και στα ερείπια του πολέμου.
Το κείμενο που συνοδεύει την εικόνα. Τίποτα άλλο. Δεν μπορείς να πάρεις τα μάτια σου από πάνω της. Η σύγχρονη αγάπη στα ερείπια του πολέμου.
Στην κόκκινη είσοδο σαν χείλη γυναίκας
Η έκθεση καταλήγει σε ένα φιλμ για την σεξεργασία. Αν και σε όλη την έκθεση η έννοια του σεξ δεν υπήρχε ή ήταν βαθιά κρυμμένη, εδώ έρχεται μπροστά σου μέσα από την περίπτωση της σεξεργασίας στο έργο της Νοτιοαφρικανής Candice Breitz. Στο «TDLR» ο 12χρονος Xanny Stevens αφηγείται μια αληθινή ιστορία η οποία υπογραμμίζει το ζωτικό διακύβευμα πίσω από τον διεθνή αγώνα των σεξεργατών για βασικά ανθρώπινα δικαιώματα.
«H ιστορία υπενθυμίζει την ιδεολογική μάχη που δίχασε το φεμινιστικό κίνημα και έφερε αντιμέτωπες την οργάνωση Διεθνής Αμνηστία με έναν συνασπισμό γυναικών του Χόλιγουντ και υπέρμαχων της κατάργησης της εργασίας του σεξ. Ένας χορός σεξεργατών σχολιάζει την ιστορία του με συνθήματα που προέρχονται από κινητοποιήσεις για την υπεράσπιση της σεξεργασίας. Φορώντας μια πορτοκαλί στολή, χαρακτηριστικό χρώμα της SWEAT (αλλά και των στολών που φορούν οι κρατούμενοι στις φυλακές της Νότιας Αφρικής), τα μέλη της κολεκτίβας απευθύνουν εκκλήσεις για αποποινικοποίηση και αποστιγματισμό της σεξεργασίας», αναφέρει το σχετικό σημείωμα.
Μια έκθεση για την Μοντέρνα Αγάπη στο μουσείο με την κατακόκκινη είσοδο που θυμίζει κόκκινο στόμα γυναίκας, όπως γράφει στο βιβλίο της «Project Fix. Αναβιώνοντας το μέλλον» (Εκδόσεις Ποταμός) η αρχιτέκτων Καλλιόπη Κοντόζογλου.
Μια έκθεση που θα ήθελα να έχω δει δέκα χρόνια πριν, για να την νιώσω ορμητική και παρεμβατική. Τώρα, παίρνω την εικόνα του István Zsíros μαζί μου, την υποδόρια ειρωνεία του Puklus. Kαι τον προβληματισμό μου για τον πήχη του ΕΜΣΤ, όπως και κάθε άλλου δημόσιου μουσείου, σε μια Αθήνα, σε μια χώρα, όπου η σύγχρονη Τέχνη τα τελευταία χρόνια έχει κάνει άλματα.