Ο Θεόφιλος με σπαθί και σημαία. Ο Θεόφιλος ως φιγούρα θεάτρου σκιών. Aλλά και η απόδοση της μοναξιάς του «περιπλανώμενου». Του «σοβατζή». Του «Αγίου Πρόσφορου».Μια ιδιοφυής στη σύλληψή της ομαδική έκθεση, μια ανάγνωση πρωτόγνωρη του σπουδαίου λαϊκού ζωγράφου, με αφορμή τα 100 χρόνια του Λυκείου Ελληνίδων στον Βόλο.
Πολλά περισσότερο από ένας σημαντικός ζωγράφος που εγχάραξε νέες διαδρομές οι οποίες διαρκούν ως τώρα και ποτίζουν το έργο όλο και περισσότερων δημιουργών, ήταν ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ. Οχι μόνο το έργο του, αλλά και με την ίδια του η ζωή -οι διαρκείς σκόπελοι που γίνονταν υλικό για δημιουργίες τότε αλλόκοτες αλλά στη συνέχεια ιστορικά και εικαστικά ντοκουμέντα- με την μυθολογία του, ο Θεόφιλος καθόρισε πολλά στον μεγάλο αφηγηματικό κύκλο της χώρας. Εκπροσώπησε διαφορετικά αισθήματα και βιώματα του Ελληνισμού. Εφτασε να γίνει από σημείο αναφοράς από τη ζωγραφική, ως την ίδια τη δημιουργία και τον μόχθο -έδωσε το όνομά του ακόμα και σε φούρνο στην καρδιά του Μανχάταν.
Την μορφή και το έργο του τιμά και ουσιαστικά ανατέμνει η έκθεση«Απ’ τη μεριά των σοφών και των τρελών: Αφιέρωμα στον Θεόφιλο Χατζημιχάλη» που επιμελείται η άοκνη Ιρις Κρητικού για λογαριασμό του Λυκείου Ελληνίδων Βόλου που γιορτάζει φέτος τα 100 χρόνια από την ίδρυσή του. Εβδομήντα και πλέον σύγχρονοι δημιουργοί συμμετέχουν με έργα τους στην έκθεση που αρχίζει από τις 16 Σεπτεμβρίου στο Μουσείο της Πόλης του Βόλου, σε συνεργασία της Διεύθυνσης Αρχείων, Μουσείων και Βιβλιοθηκών του ΔΟΕΠΑΠ-ΔΗΠΕΘΕ. Το έργο του, η μορφή του, με τη φουστανέλα ως άλλος Γέρος του Μοριά, με εικόνες αγίων και ηρώων να στοιχειώνουν το φαντασιακό του, με τον μόχθο και τον αγώνα για την επιβίωση συνθέτουν ψηφίδες του σύμπαντος που παρουσιάζεται στην έκθεση, ως πηγή έμπνευσης για τους δημιουργούς.
Λέει η Ιρις Κρητικού: «Με αφετηρία τον Θεόφιλο και το χειροποίητο αλφαβητάριο της δικής του αγωνιώδους προσωπικής περιδίνησης και εικονοποιητικής ενδελέχειας, με το εσωτερικό αναπαραστατικό βλέμμα των συμμετεχόντων στραμμένο σε κάποια από τα καταγεγραμμένα περιστατικά, τα καθοριστικά για εκείνον τοπόσημα, τα ηρωικά φαντάσματα και τα άυλα εκκλησάκια του δύσβατου βίου του, επιχειρείται η σύσταση ενός αυτοτελούς οργανικού σημειωματικού πεδίου με εικαστικές, πλαστικές και κυριολεκτικές ή συμβολικές αναφορές. Η Ελληνική αρχαϊκή, κλασική και νεότερη δημώδης μυθοπλασία στο έργο του, η ξεχωριστή ετούτη σπαρταριστή και πηγαία έκφραση που στη διεθνή ιστορία της τέχνης ονομάστηκε ναΐφ (και όπου ο ίδιος εντέλει κατά την άποψη και του Τσαρούχη ίσως να μην ανήκει, καθώς υπήρξε αφοσιωμένος μελετητής ελληνικών κλασικών και ευρωπαϊκών εικονοποιητικών προτύπων - όπως για παράδειγμα των έργων του Peter von Ess), η παράφορη και ανιδιοτελής αγάπη του για ό,τι μικρό και μεγάλο ελληνικό που γνέφει με έναν αδιόρατο τρόπο στη λόγια μα και μαζί βιωμένα μεστή προσέγγιση του Καβάφη και του Σεφέρη, του Ελύτη, του Τσαρούχη και των λοιπών ακρογωνιαίων λίθων της γενιάς του ’30 για το ίδιο αυτό δέμας, το χαρακτηριστικό σχέδιο, το στίλβον χρώμα, οι πλαστικές λεπτομέρειες και οι εννοιολογικές σημάνσεις των ανθρώπων, των μύθων και των ηρώων, των θεριών και των πετεινών, των πόλεων και των κτηρίων, των χρυσοστόλιστων φορεσιών και της στιλπνής τοπιογραφίας του, γίνονται οι αναβλύζουσες πηγές για τα σύγχρονα έργα και το ιχνογραφικό εικαστικό αφήγημα της έκθεσης».
Το 1821, ‘όχι τόσο ως ιστοριογραφία αλλά ως ημερολόγιο βιωμάτων και προσδοκιών είναι καθοριστικό στο έργο του και την περίοδο που εκφράζει και είναι κάτι που διατρέχει την δομή της έκθεσης. Οπως εξηγεί η Ιρις Κρητικού: ««Η έκθεση ξεκινά με τα πορτραίτα του ζωγράφου, άλλοτε ρεαλιστικά αποδοσμένα και άλλοτε αποτυπωμένα ως σκιές παρουσίας ή αγιογραφημένα μικρά σύμπαντα. Κάποια από αυτά, με τα σύνεργα του ζωγράφου στα χέρια, ενδεδυμένα με την ανεμίζουσα εκείνη φουστανέλα που το σωματοποιημένο εκτόπισμά της συχνά φέρνει στον νου τον Μακρυγιάννη. Ο Θεόφιλος με σπαθί και σημαία. Ο Θεόφιλος ως φιγούρα θεάτρου σκιών, με τον βιολιτζή και τον σαντουριέρη του. Ο Θεόφιλος και ο σύγχρονος στρατηγός. «Ζήτω ο Θεόφιλος». Κι ως αντίποδας, η απόδοση της μοναξιάς του «περιπλανώμενου». Του «σοβατζή». Του «Αγίου Πρόσφορου». Κι άλλοτε πάλι, η φουστανέλα μόνη, ως λαλούν σύμβολο, αντί του σώματος του ζωγράφου. Τίτλοι και γράμματα από τα έργα του, ως αποδομημένη και επαναδομημένη ταυτότητα του ελληνικού γένους. Η Σημαία. Κοντά σε ετούτα, τα πορτραίτα της μητέρας του Πηνελόπης Μιχαήλ και της αδελφής του Ειρήνης. Τέλος, το αιωρούμενο σε χρυσό μεταφυσικό βάθος συναπάντημα του ζωγράφου με τον Ευγένιο Σπαθάρη.
Ύστερα η άφιξη του Θεόφιλου με το τραίνο στον Βόλο. Σπαράγματα της πόλης, ίχνη της μνήμης, πλίνθοι και κέραμοι. Το κάστρο της, ο μέγας φούρνος και ο ποταμός Σαλαμπριάς. Πατημασιές αδιόρατες ενός μοναχικού περιπατητή στο Πήλιο, στην Ανακασιά και την Άλλη Μεριά, στάσεις σε ιστορικά καφενεία στη Μακρυνίτσα και σπίτια όπως του Κοντού ή του Γκουντέλα, όπου ακόμη αιωρείται η παρουσία του. Κι ύστερα μνήμες της Σμύρνης και της Αγιάσου και των θερινών ελαιώνων της Λέσβου. Υπαίθριοι γάμοι. Αγρίμια, πουλιά και πρόβατα. Αρχαϊκοί αμφορείς και άνθη από τα γειτονικά περιβολάκια. Κι οι φορεσιές: νυφική απ’ το Τρίκερι, χράμια Πηλίου, προικώα γάμου πολύχρωμα, του Αλμυρού. Φλουριά χρυσά. Και η στολή του οπλαρχηγού Καπετάν Λεωνίδα Ανδρούτσου, κεντημένη στο χέρι. Μύθοι και ήρωες. Ο Ερωτόκριτος και η Αρετούσα. Θεοί του Ολύμπου. Ο Μέγας Αλέξανδρος και η Γοργόνα. Ο Μέγας Αλέξανδρος ξανά και ξανά, ως τρόπος ύπαρξης του ίδιου του ζωγράφου. Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης και ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος. Η δόξα του Αθανασίου Διάκου. Ο Κατσαντώνης, ο Μάρκος Μπότσαρης και ο Κολοκοτρώνης. Τέλος, όλα ετούτα τα τρυφερά υλικά που χρησιμοποιήθηκαν από τους συμμετέχοντες, υλικά αντάξια της δικής του πρωτογένειας: πέτρα και ξύλα παλαιά, ασβέστης και χειροποίητο χαρτί, τενεκεδάκια και κλωστές, μαλλί και γάζες, μπρούντζος κι ασήμια, υφάσματα μπαμπακερά, σπάγκος, φύλλα χρυσού, χαρτόνι…».
Ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ ή Θεόφιλος Κεφαλάς ή Κεφάλας, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα πρώτος ανάμεσα σε οκτώ παιδιά, από πατέρα τσαγκάρη και παππού αγιογράφο, που από νωρίς του γνώρισε την όψη αλλά και την ουσία του Αχιλλέα, του Μεγαλέξανδρου και του Ερωτόκριτου, ενδεδυμένος ήδη τη φουστανέλα ως μόνιμο προσφιλές κατάλοιπο μιας παρελθούσης παιδικής Αποκριάς και παθιασμένος με τη ζωγραφική από μικρή ηλικία, ήταν μείζων λαϊκός ζωγράφοςτης νεοελληνικής τέχνης, με ανεξάντλητη ικανότητα να μεταμορφώνει με χρώματα δικής του κατασκευής τις πιο απρόσμενες επιφάνειες: τα χαρτόνια και τα ακατέργαστα ξύλα, τους τενεκέδες και τα πανιά, τους τοίχους των καφενείων, των εμπορικών και των σπιτιών, σε έργα τέχνης. Στα δεκαοκτώ του χρόνια φεύγει για τη Σμύρνη αναζητώντας καλύτερη τύχη και εργαζόμενος για ένα διάστημα ως καβάσης («θυροφύλαξ») στο Ελληνικό Προξενείο. Αποτυγχάνοντας το 1897 να καταταγεί στον Ελληνικό στρατό, αναχωρεί για τον Βόλο ως εθελοντής. Παραμένει στη συνέχεια στη Μαγνησία για τα επόμενα τριάντα χρόνια, περιπλανώμενος ως μονήρης φουστανελάς στα χωριά του Πηλίου (όχι από καλλιτεχνική παραξενιά αλλά, κυρίως, σε ένδειξη λατρείας και πίστης, όπως σημειώνει ο Γιάννης Τσαρούχης), ανεχόμενος κάθε χλεύη, ζώντας με ουσιαστική δυσκολία μα ζωγραφίζοντας εξαντλητικά σε εκκλησίες και μύλους, σε ελαιοτριβεία και φούρνους, σε σπίτια, καφενεία και χάνια, τους εν ξιφήρεις ήρωες και τα ονειροπόλα ερωτικά του ζευγάρια, τα πλουμιστά ζωνάρια, τους επινοημένους θυρεούς και τα ευφραντικά μοτίβα των οίκων των λιγοστών προστατών του - τη μονάκριβη αυτή παρακαταθήκη του. Γύρω στο 1926-27, εξαντλημένος από τη σκληρότητα των ανθρώπων και τις εξακολουθητικές κακουχίες, επιστρέφει στη Μυτιλήνη όπου και συνεχίζει να ζωγραφίζει σπίτια και καφενεία με αντάλλαγμα μια άθλια επιβίωση που το 1934 επισφραγίζεται με άδικο θάνατο από ακατάλληλο φαγητό ανηλεούς ελεημοσύνης.
Στην έκθεση συμμετέχουν οι εικαστικοί:
Ηώ Αγγελή, Γιάννης Αδαμάκης, Στέλιος Αλεξάκης, Νεκτάριος Αποσπόρης, Κάτια Βαρβάκη, Νίκος Βατόπουλος, Αλέξης Βερούκας, Ειρήνη Βογιατζή, Κική Βουλγαρέλη, Μάριος Βουτσινάς, Μαίρη Γαλάνη Κρητικού, Μαρία Γέρουλα, Νεκταρία Γιακμογλίδου, Κατερίνα Γιάννακα, Στρατηγούλα Γιαννικοπούλου, Ειρήνη Γκόνου, Δικαία Δεσποτάκη, Μαρία Διακοδημητρίου, Νίκη Ελευθεριάδη, Γιάννης Ευθυμίου, Πέτρος Θέμελης, Αποστόλης Ιτσκούδης, Σταυρούλα Καζιάλε, Θρασύβουλος Καλαϊτζίδης, Σοφία Καλογεροπούλου, Ελπινίκη Καμόσου, Μηνάς Καμπιτάκης, ΚΑΠΕΤΑΝ ΜΥΓΑC, Βούλα Καραμπατζάκη, Πάνος Καρδάσης, Νικόλας Κληρονόμος, Νίκος Κόνιαρης, Ευτυχία Λάβδα, Βασίλης Λιαούρης, Νεκτάριος Μαμάης, Τάσος Μαντζαβίνος, Παναγιώτης Μαρίνης, Μηνάς Μαυρικάκης, Στέλλα Μελετοπούλου, Γιάννης Μετζικώφ, Γεωργία Μπλιάτσου, Δημήτρης Μοράρος, Ρούλη Μπούα, Γεύσω Παπαδάκη, Κωνσταντίνος Παπαμιχαλόπουλος, Κώστας Παπατριανταφυλλόπουλος, Χριστίνα Παρασκευοπούλου, Λίζα Πενθερουδάκη, Βασίλης Πέρρος, Γιώργος Πετσικόπουλος, Νίκος Ποδιάς, Μαρία Πωπ, Κατερίνα Σαμαρά, Ιφιγένεια Σδούκου, Γιώργος Σκλάβαινας, Ευγένιος Σπαθάρης, Χρήστος Στανίσης, Μαρίνα Στελλάτου, Ιωάννα Τερλίδου, Βάσω Τρίγκα, Κλεοπάτρα Τσαλή, Κλαίρη Τσαλουχίδου, Θεοδώρα Τσιάτσιου, Βιργινία Φιλιππούση, Απόστολος Χαντζαράς, Αθηνά Χατζή, Νικόλαος Χριστόπουλος, Νικόλας Χριστοφοράκης. Και από την προσωπική συλλογή του Λάκη Παπαστάθη: Λήδα Κοντογιαννοπούλου, Μίλτος Παντελιάς, Βασίλης Σπεράντζας, Γιώργος Σταθόπουλος, Αλέκος Φασιανός, Πάνος Φειδάκης ενώ το σύνολο της έκθεσης ολοκληρώνεται με έργα παραχωρημένα από άλλες ιδιωτικές συλλογές.
Χρήστος Στανίσης. Ο ζωγράφος Θεόφιλος, 2020
Φιγούρα θεάτρου σκιών - πολυπροπυλένιο με σμάλτα, 82 εκ