Περιέχει ρίσκο η απόφαση του Κωνσταντίνου Ρήγου να σκηνοθετήσει το Brokeback Mountain στο θέατρο. Αλλά αν δεν ρισκάρεις, πώς θα μπορέσεις να κάνεις το επόμενο βήμα, να ξεφλουδίσεις συμβάσεις και κοινωνικά προαπαιτούμενα, κοιτώντας το κοινό στα μάτια;
«... που δυο καρδιές δεν βρήκαν καταφύγιο». Κλείνω το ραδιόφωνο και βγαίνω από το αυτοκίνητο περιμένοντας να τελειώσει το «Αυτή η νύχτα μένει». Επιλέγω την αγαπημένη εκδοχή των συμπτώσεων (που θα έπρεπε να ντρέπονται, κατά τον ποιητή) για να συνδέσω το τραγούδι με το «Βrokeback Mountain» που επρόκειτο να δω στο θέατρο Κνωσός, σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Ρήγου -και έχοντας στο μυαλό μου την πρώτη φορά που διάβασα το καθηλωτικό διήγημα της Άνι Πρου στον New Yorker. Ήταν το 1997.
Και μετά ήρθε η ταινία του Ανγκ Λι και η καρδιά έγινε ξανά μολύβι που βουλιάζει καθώς βλέπουμε μια ταινία με cowboys, άλογα, κοπάδια και δάση που είναι μια από τις πιο ρομαντικές και μαζί σπαρακτικές ιστορίες αγάπης. Ακολούθησε η όπερα -που δεν είδαμε- και το θεατρικό έργο που ο Κωνσταντίνος Ρήγος άρπαξε αμέσως την ευκαιρία να εξασφαλίσει τα δικαιώματα και να το παρουσιάσει στην Ελλάδα. Εκπληκτική ιδέα. Και απολύτως ριψοκίνδυνη.
Ριψοκίνδυνη επειδή υπάρχει ο ογκόλιθος της ταινίας που έχει εγγράψει μέσα στο κοινό που προσέρχεται στην αίθουσα με μία συγκεκριμένη ιδέα ήδη στο μυαλό του, την οποία πρέπει να ανταγωνιστεί το ελληνικό σκηνικό θέαμα. Ριψοκίνδυνη επειδή ήδη πριν ανέβει η παράσταση στην Ελλάδα είχαν αρχίσει οι αντιδράσεις από διάφορους κύκλους που θίγονται επειδή το έργο μιλάει για τον έρωτα δυο ανδρών. Ριψοκίνδυνη γιατί ο Ρήγος επέλεξε δυο νέους ηθοποιούς που αν και αναγνωρίσιμοι, δεν είναι τα μεγάλα ονόματα που φέρνουν κόσμο στα θέατρα ακαριαία.
Πλησιάζοντας στο θέατρο νομίζω ότι γίνεται κάποια διαδήλωση από αντιδρώντες στο έργο. Είναι απλώς το κοινό που περιμένει να μπει -500 θέσεις γεμάτες, κάθε μέρα στις πρώτες έξι παραστάσεις. Δύσκολα περνούν τα αυτοκίνητα. Κοιτάζω την σύνθεση: πραγματικά όλες οι ηλικίες, κάθε στιλ. Δεν βγάζεις εύκολα συμπεράσματα για τα χαρακτηριστικά του μέσου όρου. Τελικά, η «αυτοπεποίθηση» του Κωνσταντίνου Ρήγου έχει αντίκρισμα. Κατ' αρχάς στο ταμείο. Και μετά;
Eρμητικά κλειστές ντουλάπες
Αφού κάθισα στη θέση και κοίταξα το σκηνικό, χαμογέλασα αφού η υπογραφή του Ρήγου ήταν σαν το χρώμα που εκτόξευε ο Τζάκσον Πόλοκ στον καμβά: παντού, στο ελάχιστο του σκηνικού. Ένα δωμάτιο με βάθος ντυμένο γύρω-γύρω με ντουλάπες σε σουηδικό ξύλο. Ε, ναι, η σκηνική μεταγλώττιση του «closeted gay», του ομοφυλόφιλου που παριστάνει τον ετεροφυλόφιλο, μας κλείνει το μάτι. Γιατί αυτή είναι τυφλόμυγα του έργου, αυτού που σε τσιμπάει διαρκώς χωρίς να βλέπει την πραγματικότητα.
Η τυφλόμυγα είναι το γεγονός ότι ο Ένις και ο Τζακ ζουν έναν παράφορο έρωτα, που ξεκινά από μια βραδιά σεξ και εξελίσσεται σε σχέση εξάρτησης, σεξικής λαχτάρας, αν και οι δύο δηλώνουν «εγώ δεν είμαι αδελφή». Σπαρταρούν στη σκηνή περιγράφοντας ο ένας στον άλλο πόσο του έλειψε, ότι τον σκέφτεται συνέχεια, ότι τον ποθεί, τον ονειρεύεται -δηλώνουν όμως straight.
Έχουν στραγγίξει από τόλμη, έχουν συνθλιβεί από τον φόβο, πώς να παραδεχθούν ότι είναι γκέι; Ο Ένις επειδή ο πατέρας του τον πήγε όταν ήταν παιδί να δει πώς βασάνισαν, αφάνισαν, διαμέλησαν δυο ομοφυλόφιλους αγρότες. Ο Τζακ γιατί είχε έναν πατέρα βάναυσο, που τον τιμώρησε ουρώντας πάνω του «και εγώ σκεφτόμουν πόσο μεγάλη την έχει».
Ταπείνωση, περιθώριο, θάνατος μαρτυρικός -η τύχη του ομοφυλόφιλου της εποχής στην Αμερική του Τέξας και τον ράντσων. Για αυτό οι ντουλάπες που μοιάζουν με τοίχο στο σκηνικό είναι θεόρατες, καλύπτουν τα πάντα. Γίνονται οθόνες όπου ο Ρήγος προβάλει τεράστιες εικόνες, με τον κόκκο σχεδόν να διατρέχει τους τοίχους. Ένα βίντεο με στοιχεία της εποχής που διεξάγεται το έργο, τις φάρμες των ΗΠΑ, cowboys και αποκόμματα εφημερίδων, κακομούτσουνες Κάντιλακ και εσωτερικά σπιτιών και δέντρα -δάση τεράστια (σχεδιασμός βίντεο Βασίλης Κεχαγιάς).
Η μυθολογία του Marlboro
Η κυρίαρχη πρόσληψη, όπως διαμορφώθηκε στις διαφημίσεις του Marlboro, στα ιδιοφυή έργα του Ρίτσαρντ Πρινς που αφαίρεσε τις εικόνες αυτές από το μαρκετινίστικο περιβάλλον τους, σύμβολα και απομεινάρια μαζί της φαντασιακής πρόσληψης για αυτούς του έφιππους με τα τζιν παντελόνια και τα μεγάλα καπέλα.
Την μυθολογία αυτή ραγίζει η Πρου, ο Λι, τώρα ο Ρήγος. Η εικαστική κατασκευή στην σκηνή, οι κρότοι που ακούγονται κάθε τόσο σαν να προμηνύουν το κακό που θα συμβεί (οι βροντές πριν την καταιγίδα), η ζωντανή μπάντα που παίζει στην σκηνή υπέροχα κάντρι τραγούδια γεμάτα υπαινιγμούς -το κογιότ που ουρλιάζει είσαι εσύ- είναι το έδαφος πάνω στο οποίο ακουμπά τους δυο πρωταγωνιστές του. Τον Έιν (Μιχάλη Ταμπακάκη) και τον Τζακ (Δημήτρης Καπουράνης).
Ο Έιν είναι ρομαντικός, συνεσταλμένος, χωρίς μεγάλα όνειρα για τη ζωή, θέλει να αποκτήσει το δικό του ράντσο, σχεδιάζει (επειδή έτσι πρέπει) να παντρευτεί την Άλμα και να κάνουν παιδιά, ζει επειδή πρέπει να ζήσει, δεν τον διαπερνά κάποιο πάθος. Ο Τζακ είναι αυτό το αμερικανάκι που έχει μεγάλα σχέδια και μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, που θέλει να βγάλει λεφτά, που είναι γεμάτος ζωή, αγαπά τις αμαρτίες, κάνει τους άλλους να γελάνε και δεν θυμώνει όταν τον λένε άχρηστο. Δυο ανόμοιοι νέοι, 19 χρονών, που πάνε για τρεις μήνες στο βουνό, για να προστατεύουν ένα κοπάδι πρόβατα. Ανάμεσα σε καταιγίδες και κογιότ -έτσι όπως και στην σχέση που αναπτύσσουν.
Χωρίς τις ευκολίες του κινηματογράφου, ή την βελούδινη πολυαισθητηριακή επιφάνεια της λογοτεχνίας, είναι δύσκολο να κάνεις το πέρασμα στην ερωτική σχέση τους. Όλο το βάρος πέφτει πάνω στους δυο. Πώς θα πείσουν; Πώς θα αφήσουν τον ρομαντισμό, την αγνότητα του έρωτα να αναδυθούν στη σκηνή; Πώς θα φωτίσουν τις φοβίες, την έξαρση, τον πόθο, με μια ισορροπία χιλιοστού, χωρίς να μένει το ένα πίσω από το άλλο σε ταχύτητα; Σε 90 λεπτά πώς να συνοψίσεις μια ιστορία είκοσι ετών;
Νιώθω την αμηχανία, την τρυφερότητα και τον έρωτα που σιγοτρέμουν βλέποντας τον Ταμπακάκη να ερμηνεύει τον Έιν. Νομίζω ότι σωματικά, φωνητικά, ενσωματώνει όλο το έργο. Ακόμα και ο τρόπος που τρέμει το μάγουλό του, που ορμάει να κάνει έρωτα με τον Τζακ, που τραβιέται βιαστικά και αμήχανα την πρώτη φορά, που ξεγελάει την γυναίκα του για να περάσει μέρες στο κρεβάτι ή στα βουνά μαζί του, στην εμμονή του ότι δεν είναι γκέι. Συγκλονιστική, πλήρης ερμηνεία, που γίνεται κάπως σαν το νερό που κυλάει και ενώνει τόπους και ιστορίες στην παράσταση, ένα διαρκές ρυάκι που εμπεριέχει τα πάντα.
Δεν σημαίνει αυτό ότι υπολείπεται ο Δημήτρης Καπουράνης ως Τζακ. Απλά ο Έιν, κατορθώνει να υπάρξει πιο σπαρακτικός, ωμός, ακόμα και αν ο Τζακ είναι ο επαναστάτης, αυτός που κάνει τις μεγάλες δηλώσεις για το μέλλον. Ένιωσα κάποιες στιγμές ότι ίσως «έπαιζε» περισσότερο από ότι έπρεπε, κυρίως στην αρχή, στα άγουρα χρόνια. Μεγαλώνοντας ηλικιακά με βάση την υπόθεση, άρχισαν οι ώμοι να βαραίνουν, η φθορά και μαζί η ερωτική απόγνωση και λαιμαργία να τον διαπερνούν.
Οι εραστές του Μαγκρίτ
Οι στιγμές του σεξ δεν είναι συγκρατημένες, είναι ορμητικές καυτές: σωματική πάλη και αγκομαχητά στα μικρόφωνα. Όταν και οι δυο χώνονται στην ντουλάπα είναι πια ίσοι. Όταν φιλιούνται με τα πρόσωπα καλυμμένα, πάνω από το ύφασμα, νιώθω την συγκίνηση που είχα όταν είδα πρώτη φορά το έργο «Εραστές» του Ρενέ Μαγκρίτ. Αυτή η σκηνή είναι όλο το έργο, είναι η εικόνα ταυτότητας του Brokeback Mountain.
Στην αίθουσα δεν ακούγεται κιχ. Μυρίζει η φωτιά που καίει σε ένα ειδικό pit πάνω στην σκηνή. Το πόδι παίζει λίγο ακολουθώντας τον ρυθμό των τραγουδιών που ερμηνεύει η Δωροθέα Μερκούρη. Χρειάζεσαι ένα ποτήρι ουίσκι, χρειάζεσαι να παρηγορήσεις αυτούς τους δύο άνδρες που «ήρθαν στον κόσμο μόνοι και καταδικασμένοι να ζήσουν έναν έρωτα επίγειο». Έναν έρωτα κρυμμένο σε βουνά, σκηνές και μοτέλ, έναν έρωτα που σκίασαν οι εικόνες των ομοφυλόφιλων που ξέσκισαν τα πλήθη.
Οι επί σκηνής μουσικοί είναι οι: Κώστας Σιδηροκαστρίτης ακουστική κιθάρα-κρουστά, Γιάννης Πανηγυράκης ηλεκτρική κιθάρα, Γιώργος Κωστόπουλος κοντραμπάσο