Δεν είναι πια η Βερενίκη του Ρακίνα. Είναι η Ιζαμπέλ Ιπέρ, η συνεκδοχή του θεάτρου, όπως υπενθύμισε η χρυσή επιγραφή στο φόντο της Σκηνής στη Στέγη. Στην παράσταση του Ρομέο Καστελούτσι, η τραγωδία αποσυντίθεται σε ήχο, εικόνα, φθορά. Το πένθος δεν αναπαρίσταται – κατοικείται. Και στο κέντρο, ακίνητη, σιωπηλή, σχεδόν ιερή: η Ιπέρ.
Τι συμβαίνει όταν μια τραγωδία δεν ανεβαίνει για την ηρωίδα της, αλλά για τη σταρ που την υποδύεται; Στην αυστηρή και ηχητικά διαταραγμένη Βερενίκη του Ρομέο Καστελούτσι, το κείμενο του Ρακίνα από τον 17ο αιώνα γίνεται ο σκελετός για κάτι πολύ πιο ασαφές, πιο διανοητικό - και πολύ πιο επικίνδυνο.
Στο κέντρο της παράστασης που έστησε ο Ρομέο Καστελούτσι κρατώντας μόνο τα λόγια της Βερενίκης και όχι των υπολοίπων ηρώων από το κείμενο του Ρακίνα, βρίσκεται η Ιζαμπέλ Ιπέρ, που δεν υποδύεται τόσο την πριγκίπισσα Βερενίκη, όσο την κατοικεί. Ακίνητη, παγωμένη, σχεδόν μνημειώδης, δεν ερμηνεύει την εγκαταλελειμμένη βασίλισσα, γίνεται εικόνα του πένθους, ένα είδωλο της παγωμένης θλίψης.

Ο Καστελούτσι αντιστρέφει τη διαδικασία της κάθαρσης
Στο θέατρο του Καστελούτσι, η γλώσσα είναι ύποπτη, «τα πάντα γύρω από αυτήν είναι πεδίο μάχης» όπως λέει και ο ίδιος ο δημιουργός υιοθετώντας την φράση του Μπαρτ. Στην παράσταση, ο λόγος συχνά φτάνει προ-καταγεγραμμένος, αποσπασματικός, αλλοιωμένος — σαν να περνά μέσα από τη μνήμη ή την επιτήρηση. Τα κοστούμια που σχεδίασε η Ιris van Herpen, δεν υποστηρίζουν απλώς, γίνονται μεγεθυντικός φακός στο μεγαλείο της ερμηνείας. Η φωνή της Ιπέρ αιωρείται, αποκομμένη από το σώμα της, ένα ηχητικό κατάλοιπο μίας άλλης εποχής. Σαν να έρχεται από ένα αρχείο.
Οι κινήσεις της είναι ελάχιστες, τελετουργικές. Δεν είναι χαρακτήρας, είναι παρουσία: ο άνθρωπος, η Βερενίκη, μετασχηματισμένη σε σύμβολο, σε αισθητικό αντικείμενο, σε μνημείο. Αν η τραγωδία παραδοσιακά μάς οδηγεί στην κάθαρση, ο Καστελούτσι αντιστρέφει τη διαδικασία. Δημιουργεί έναν χώρο αφαίρεσης, ευλαβούς απόστασης. Δεν συμμεριζόμαστε τη Βερενίκη. Την παρατηρούμε, σαν έκθεμα σε μουσείο.

Και μέσα σε αυτήν την λεπτοδουλεμένη σιγή, με τις ηχητικές εξάρσεις που λειτουργούν σαν υπότιτλοι πριν αρχίσει ένα νέο κεφάλαιο, έρχονται οι καινοτομίες του Καστελούτσι, ένα σκούντηγμα από την ποίηση στον ρεαλισμό και το αλλόκοτο, το παράδοξο. Όπως ο επαναλαμβανόμενος, ήχος μιας μπάλας του μπάσκετ, με το παρκέ να τρίζει κάτω από τα υποδήματα. Οικείο αλλά ξένο με την σκηνή, απροσδόκητο, ενοχλητικός εισβολέας στην ατμόσφαιρα του έργου.
Ο Τίτος, οι συγκλιτικοί και το σύμβολο μίας μπάλας του μπάσκετ
Αναπηδά εκτός σκηνής, ασταμάτητα. Δεν ανήκει στην πλοκή. Δεν εξηγείται. Δεν ενσωματώνεται. Αλλά είναι αδιαμφισβήτητα εκεί — μια βάναυση εισβολή του καθημερινού στο υψηλό. Γίνεται ένα είδος ακουστικής βίας: ρυθμική, ανταγωνιστική, χωρίς νόημα. Εμπαίζει την ποίηση του Ρακίνα, υπονομεύει τη σιωπή που τόσο δεξιοτεχνικά διαχειρίζεται η Ιπέρ. Είναι το παράλογο του παρόντος που αιμορραγεί μέσα στη στάση του παρελθόντος. Δεν μπορείς να το αγνοήσεις. Δεν μπορείς να το εντοπίσεις. Όπως το πένθος, αντηχεί σε έναν χώρο χωρίς ορατή πηγή.
Εμφανίζεται μαζί με τον Τίτο στην σκηνή η μπάλα, σαν να συμβολίζει την επιθετικότητα της ανδρικής λογικής, τη σκληρή ενέργεια της πολιτικής που εξορίζει την ιδιωτική σφαίρα του έρωτα. Ή ίσως εκπροσωπεί τον θόρυβο της σύγχρονης ζωής — που διαρκώς εισβάλλει στον ιερό χώρο της τραγωδίας. Ή ίσως είναι απλώς μια πράξη σκληρότητας, ένα κάλεσμα του Καστελούτσι: ο ήχος ενός κόσμου που συνεχίζει, αδιάφορος για τη βασίλισσα που περιμένει.

Αλλά η πιο ριζοσπαστική χειρονομία δεν είναι η μπάλα. Είναι η ίδια η Ιπέρ. Αυτό που σκηνοθετεί ο Καστελλούτσι δεν είναι η Βερενίκη ως δράμα, αλλά η Βερενίκη ως κατάσταση. Και η Ιπέρ γίνεται το σκεύος του. Η φήμη της, η μοναδική της παρουσία, η υπερφυσική αυτοσυγκράτηση — μετατρέπουν τη σκηνή σε είδος ιερού. Η Ιπέρ ως Βερενίκη σκύβει και φιλά τον εαυτό της στον χρυσό καθρέπτη.
Η οριακή ερμηνεία της Ιπέρ
Το κείμενο είναι αφορμή, ένα κάδρο. Δεν βλέπουμε τον Ρακίνα. Βλέπουμε την Ιπέρ να αντιστέκεται στο συναίσθημα, να επιβάλλει αργούς ρυθμούς, να αρνείται την παραδοσιακή εκφορά. Όταν στην διαδικτυακή συνέντευξη που είχαμε μια ομάδα δημοσιογράφων με τον Καστελούτσι πριν την παράσταση, μας επαναλάμβανε ότι η Ιπέρ είναι η Βερενίκη «χωρίς αυτήν δεν υπάρχει η παράσταση», δεν έκανε μια αβρή δήλωση θαυμασμού για το φαινόμενο που είναι η Ιπέρ, όπως νόμιζα. Μας έλεγε την γυμνή, απόλυτη αλήθεια. Η παράσταση αυτή δεν θα είχε νόημα ύπαρξης, δεν θα είχε βάρος και αντίκρισμα αν δεν ήταν σκηνή, σε αυτή την οριακή ερμηνεία, πάνω στην κόψη του ξυραφιού, η Ιζαμπέλ Ιπέρ.
Αυτή η στρατηγική συνάδει με τη γενικότερη θεώρηση του Καστελούτσι για την τραγωδία. Η σκηνή δεν είναι χώρος αφήγησης, αλλά αντιπαράθεσης ιδεών και αισθήσεων. Τα κλασικά κείμενα δεν τα αντιμετωπίζει ως ιερά, αλλά ως πρώτη ύλη — προς αποδόμηση, αφαίρεση, επαναφόρτιση.
Η τραγωδία, στα χέρια του, γίνεται αισθητηριακή δοκιμασία: ήχος, φως, εικόνα και χειρονομία συνδυάζονται όχι για να αφηγηθούν, αλλά για να προκαλέσουν μια κατάσταση διαύγειας. Δεν θέλει να καταλάβουμε. Θέλει να αντέξουμε.

Και ύστερα — στο τέλος — η Ιπέρ σκοντάφτει. Η τελική σκηνή, απογυμνωμένη από μεγαλείο, είναι σχεδόν ανυπόφορη στην αμεσότητά της. Οι λέξεις πέφτουν από το στόμα της σαν μαραμένα πέταλα, βαριές και νεκρές. Το σκηνικό, κάποτε αψεγάδιαστο, είναι πλέον γεμάτο μαραμένα άνθη — σύμβολα όχι ομορφιάς, αλλά φθοράς. Η Ιπέρ, κάποτε απόλυτα ελεγχόμενη, τώρα παραπαίει. Σαν να έχει χάσει όχι μόνο τον Τίτο, αλλά και τη φωνή της. Αυτό που απομένει είναι ένα σώμα άδειο, μια φωνή αχνή. Η Βερενίκη δεν φεύγει. Διαλύεται. Αποσυντίθεται
Στη Βερενίκη του Καστελλούτσι, η τραγωδία δεν είναι απλώς η άρνηση του έρωτα. Είναι η διάβρωση του νοήματος, η κατάρρευση της γλώσσας, η μεταμόρφωση του ζωντανού σε σύμβολο. Μια βασίλισσα γίνεται γυναίκα. Μια γυναίκα γίνεται εικόνα. Μια εικόνα γίνεται σιωπή.

Η Ιπέρ ως δίχτυ ασφαλείας
Ο Καστελούτσι, έβαλε όσα περισσότερα εμπόδια, στροφές, ανηφόρες μπορούσε στον θεατή που παρακολούθησε την παράσταση επί 80 λεπτά στην ασφυκτικά γεμάτη Κεντρική Σκηνή της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση. Απαιτούσε να έχει ο θεατής υπομονή, αντοχή, μυαλό ανοιχτό στις παρεμβάσεις πάνω στο σώμα του Ρακίνα, διάθεση να κατανοήσει. Να δικαιολογήσει.
Έκανε ο Καστελούτσι μια νέα σκηνική χειρονομία, αυτή τη φορά με το δίχτυ ασφαλείας που είναι η Ιζαμπέλ Ιπέρ. Ό,τι και αν έκανε, όσο και αν ενόχλησε, δεν μπορούσες παρά να θαυμάσεις την Ιπέρ, ακόμα και όταν της παραμόρφωνε την φωνή.
Αλλωστε στο τέλος αντί για το εγώ η Βερενίκη, βγήκε από το στόμα της Ιπέρ ένα «εγώ η Ιζαμπέλ». Πίσω, στις κουρτίνες που ριγούσαν, με χρυσά γράμματα ήταν γραμμένη μεταξύ άλλων η φράση «η Ιζαμπέλ Ιπέρ είναι η συνεκδοχή του θεάτρου».