Ο «Άγγελος της Φωτιάς», η «Τόσκα», ο «Ριγκολέτο». Ο διεθνώς αναγνωρισμένος βαρύτονος Δημήτρης Τηλιακός μιλάει στο iefimerida για τις επικείμενες εμφανίσεις του στην Ελλάδα και στον κόσμο, αλλά και για την επίδραση της πανδημίας στον χώρο του θεάματος.
Τον προσεχή Μάρτιο ο Δημήτρης Τηλιακός ετοιμάζεται να αντιμετωπίσει μία ακόμη μεγάλη πρόκληση στην καριέρα του. Θα πρωταγωνιστήσει στον «Αγγελο της Φωτιάς» (ή «Φλογερό Αγγελο», όπως έχει επίσης μεταφραστεί στα ελληνικά) του Σεργκέι Προκόφιεφ, που θα παρουσιαστεί στο ιστορικό θέατρο Ρεάλ της Μαδρίτης, όπου ο ίδιος επιστρέφει μία δεκαετία, περίπου, μετά την τελευταία του εμφάνιση εκεί. Γραμμένη το 1922 η όπερα έκανε πρεμιέρα το 1955, μετά τον θάνατο του συνθέτη, και οι περιπέτειές της ώσπου να βρει τον δρόμο της στη διεθνή σκηνή είναι ανάλογες, θα μπορούσε να πει κανείς, με όσα σκοτεινά περιλαμβάνονται στην υπόθεσή της. Εν προκειμένω, ο διεθνώς αναγνωρισμένος βαρύτονος από τη Ρόδο θα συνεργαστεί μ΄έναν από τους διασημότερους ευρωπαίους σκηνοθέτες: τον ισπανό Καλίξτο Μπιέιτο, γνωστό για τις ριζοσπαστικές προσεγγίσεις του σε κλασικά λυρικά έργα.
Αργότερα, τον Ιούνιο, ετοιμάζεται να ερμηνεύσει τον πρώτο του «Ριγκολέτο» του Βέρντι, επί ελληνικού εδάφους, στην μεγάλη παραγωγή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών στο Ηρώδειο. Για όλ΄αυτά μιλά στο iefimerida σχολιάζοντας, παράλληλα, το πώς έχει επηρεάσει η πανδημία τον χώρο του θεάματος…
Μιλήστε μας λίγο για τον «Αγγελο της Φωτιάς»
Είναι μια τεράστια πρόκληση η οποία πρωτίστως μου δημιούργησε άγχος και στη συνέχεια χαρά. Κι αυτό γιατί ο Ρούπρεχτ είναι πολύ δύσκολος ρόλος, τόσο μουσικά όσο και δραματουργικά. Κατ΄αρχάς δεν είμαι ρωσόφωνος, δεν έχω άμεση πρόσβαση στη γλώσσα, έχω πάρει μαθήματα προκειμένου να μπορέσω να τραγουδήσω και ασφαλώς έχω ξανατραγουδήσει στα ρώσικα. Ωστόσο σ΄αυτό το έργο, το οποίο είναι πραγματικά μοναδικό, είναι τέτοια η μουσική γλώσσα ώστε τραγουδιστικά μένει κανείς έωλος, δεν έχει βοήθεια από πουθενά. Γι΄αυτό άλλωστε και χρειάστηκαν περισσότεροι από τρεις μήνες μελέτης. Ωστόσο τώρα υπερισχύει η χαρά και η προσμονή για τις παραστάσεις μου, που αρχίζουν στις 23 Μαρτίου και θα συνεχιστούν ως τις 4 Απριλίου.
Πρώτη φορά συνεργάζεστε με τον Καλίξτο Μπιέιτο;
Ναι και με τον σκηνοθέτη και με τον μαέστρο, τον Γουστάβο Χιμένεθ. Για τον Μπιέτο γνωρίζω ασφαλώς ότι είναι ένας καλλιτέχνης του οποίου οι παραγωγές έχουν το στοιχείο της πρόκλησης αλλά προσωπικά αγαπώ τις προκλήσεις. Αλλωστε θεωρώ ότι ο διαχωρισμός ανάμεσα στις κλασικές και στις μοντέρνες παραστάσεις σήμερα είναι παρωχημένος. Τόσο τον καλλιτέχνη όσο και τον θεατή τον ενδιαφέρει πλέον η ουσία όχι η ταμπέλα. Υπάρχουν φαινομενικά κλασικές παραστάσεις, εννοώ αναφορικά με τα σκηνικά και τα κοστούμια, οι οποίες στην πραγματικότητα πολύ μοντέρνες και βεβαίως το αντίστροφο.
Η πρόκληση τι σημαίνει αλήθεια για σας;
Eίναι συνδυασμός πολλών πραγμάτων. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, πέρα από το μουσικό κομμάτι, μιλάμε για μια όπερα στην οποία όσα συμβαίνουν είναι καθαρά συμβολικά. Πραγματεύεται τη φαντασίωση, τη μαγεία, τη βασκανία, τον διαχωρισμό μεταξύ ορθολογισμού και μεταφυσικής θεώρησης του κόσμου …Ολ΄αυτά λέω ότι είναι συμβολικά, γιατί άπτονται του σήμερα. Ο Ρούπρεχτ συναντά τη Ρενάτα, η οποία είναι μια γυναίκα κυριευμένη από πνεύματα και του εξιστορεί το παιδικό της τραύμα: όταν ήταν έφηβη, κυριεύθηκε από τον Άγγελο της Φωτιάς, ο οποίος την έκανε δική του κι από τότε είναι στοιχειωμένη απ΄αυτή την ύπαρξη. Μπορούμε να φανταστούμε, νομίζω, τι σημαίνει αυτό σήμερα για μια γυναίκα, η οποία έχει υποστεί έναν βιασμό, για μια γυναίκα που έχει καταστραφεί η παιδική της ηλικία. Θεωρώ ότι θα ήταν ανόητος όποιος δεν μετέφερε σκηνοθετικά το περιεχόμενο της όπερας στην εποχή μας. Ο Ρούπρεχτ, από την άλλη, είναι ορθολογιστής, αντιλαμβάνεται τον κόσμο μέσω της επιστήμης. Τελικά, όχι μόνο δε θα πείσει τη Ρενάτα ν΄ακολουθήσει αυτόν τον δρόμο, αλλά λόγω του έρωτά του για την ηρωίδα θα παρασυρθεί ο ίδιος από τη μεταφυσική. Έχει πολύ ενδιαφέρον το πώς ταλανίζεται αυτός ο χαρακτήρας. Συνεχώς αναρωτιέται, ρωτά τους άλλους, αναζητά την αλήθεια Σ΄ένα σημείο, πλέον, κορυφώνεται το ερώτημα του Ρούπρεχτ και του κάθε ανθρώπου, νομίζω, σε φιλοσοφικό επίπεδο σχετικά με το τί είναι η ζωή, τί είναι ο θάνατος συναντώντας σ΄ένα καφενείο τον Φάουστ και τον Μεφιστοφελή.
Η κατάσταση που ζούμε, η πανδημία, σε τι βαθμό έχει επηρεάσει τον κόσμο του θεάματος και πιο συγκεκριμένα της Όπερας;
Φυσικά και μας έχει επηρεάσει. Εχει επηρεάσει τις ψυχές μας, τις συμπεριφορές μας. Στο κάτω κάτω τι είναι η Όπερα; Οι συμπεριφορές, ο τρόπος που βλέπουμε τα πράγματα, το πώς προβάλλουμε ό,τι βλέπουμε και ό,τι νιώθουμε μέσα σ΄αυτό που κάνουμε, στο θέατρο και στη μουσική. Τα πάντα έχει επηρεάσει η πανδημία. Το σε ποια κατεύθυνση τα έχει επηρεάσει δεν είναι εύκολο να το πει κανείς. Το δεδομένο είναι ότι στην τέχνη μας εγγράφεται ό,τιδήποτε συμβαίνει στη ζωή. Αντανακλάται σ΄αυτήν ό,τι βιώνουμε, ό,τι αισθανόμαστε. Πάντα συνέβαινε αυτό. Όταν δεν υπήρχε η πανδημία υπήρχε ίσως ο πόλεμος, η πείνα, η οικονομική κρίση. Ολ΄αυτά είχαν κι έχουν αντίκτυπο σ΄αυτό που κάνουμε. Τώρα το πού θα μας οδηγήσει όλη αυτή η διερεύνηση και κατά πόσο είναι ουσιαστική, αυτό πλέον αφορά τον καθέναν από μας…
Το κοινό πώς έχει επιστρέψει, άραγε, στους χώρους της τέχνης μετά την καραντίνα; Πώς το αντιλαμβάνεστε ως καλλιτέχνης;
Πριν από λίγες ημέρες ήμουν στη Στουτγκάρδη και τραγουδούσα «Τόσκα». Το θέατρο ήταν γεμάτο, οι θεατές όλοι εμβολιασμένοι…Το κοινό έχει πολύ μεγάλη δίψα να επιστρέψει, να δει και ν΄ακούσει αυτό που στερήθηκε. Το νιώθεις πλέον γιατί η ενέργεια είναι συγκλονιστική…
Τι σημαίνει, αλήθεια, για σας η φράση «επιστροφή στην κανονικότητα» που ακούγεται κατά κόρον από την έναρξη της πανδημίας;
Προσωπικά η κανονικότητα πάντα με κάνει να αισθάνομαι άβολα. Δεν ξέρω τι σημαίνει ο όρος και ποιος τον ορίζει. Τί πάει να πει κανονικότητα; Αν εννοούμε το να μπορούμε να κυκλοφορούμε ελεύθεροι και χωρίς τον φόβο της πανδημίας σαφώς αυτό σημαίνει πολλά για μένα, όπως και για όλους μας προφανώς. Πέραν αυτού όμως κανονικότητα σε ποια κατεύθυνση; Είναι ένα θέμα το οποίο κατά καιρούς μου έχει δημιουργήσει πολλά ερωτηματικά.
Ακούστε τον Δημήτρη Τηλιακό να ερμηνεύει Don Giovanni «Deh vieni alla finestra..»:
Για παράδειγμα;
Ίσως κάποιοι θέλουν να αισθάνονται ότι επιστρέφουν σε μία ζώνη μέσα στην οποία μπορούν να βολευτούν, να εξασφαλίσουν κάτι το οποίο δεν εξασφαλίζεται. Στην ουσία κανονικότητα δεν υπάρχει. Η ζωή μας είναι μονίμως σε μία αναζήτηση και σχεδόν πάντα απειλείται από κάτι. Το ζήτημα είναι οι ισορροπίες που έχουμε δημιουργήσει μέσα μας και κατά πόσο είμαστε έτοιμοι ν΄αντιμετωπίσουμε τις δυσκολίες. Είναι ένας συνεχής αγώνας, οπότε η κανονικότητα με αφήνει λίγο αδιάφορο…
Να πούμε τώρα μια κουβέντα για τον «Ριγκολέτο» που έρχεται το Καλοκαίρι στο Ηρώδειο;
Είναι ένας ρόλος τον οποίον έχω ερμηνεύσει επανειλημμένως στην καριέρα μου, όμως είναι η πρώτη φορά που θα τον τραγουδήσω στην Ελλάδα. Έχουν προηγηθεί η Δρέσδη, το Μπαλσόι της Μόσχας, η Στουτγκάρδη, οι Βρυξέλλες. Χαίρομαι πάρα πολύ γι΄αυτή την παραγωγή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, η οποία θα παρουσιαστεί στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών στο Ηρώδειο. Θα διευθύνει ο Λουκάς Καρυτινός και θα σκηνοθετήσει η Κατερίνα Ευαγγελάτου. Γενικότερα περιλαμβάνει μια ωραία ομάδα συντελεστών και το περιμένω με ανυπομονησία.
Αλήθεια, νιώθετε διαφορετικά όταν εμφανίζεστε στην Ελλάδα;
Ε, ναι , υπάρχει διαφορά γιατί είναι η πατρίδα μου και το συναισθηματικό φορτίο είναι μεγαλύτερο. Ειδικά το Ηρώδειο όπου τραγουδάς βλέποντας την Ακρόπολη… Όλ΄αυτά είναι στοιχεία τα οποία σαφώς παίζουν ιδιαίτερο ρόλο. Δε φτάνουν αυτά φυσικά…
Σ΄έναν ρόλο που έχετε ερμηνεύσει επανειλημμένως, όπως εν προκειμένω ο Ριγκολέτο, αισθάνεστε ότι υπάρχουν καινούρια πράγματα ν΄ανακαλύψετε;
Φυσικά. Κι αυτό είναι ένα έργο που χωρά πολλές αναγνώσεις. Δημιουργείται καμιά φορά η εντύπωση του καλού Ριγκολέτο, η οποία κατά τη γνώμη μου είναι λανθασμένη. Να μην ξεχνάμε ότι κι αυτός ό ήρωας κάνει πράγματα επικίνδυνα, κρατά κλεισμένη την κόρη του -από φόβο φυσικά. Σήμερα έρχονται οι σκηνοθέτες να φωτίσουν αυτές τις δραματουργικές πτυχές των ρόλων…