Μια σκληρή αντιδικία με τα διεθνή φώτα στραμμένα επάνω της και την πολιτική σκηνή της Ελλάδας σε αναβρασμό ήταν αυτή στο Στρασβούργο το 2000 για την αποζημίωση που ζητούσε ο τέως βασιλιάς για τη λεγόμενη βασιλική περιουσία.
28 Νοεμβρίου 2002. «Κάνοντας μια ισορροπημένη δήλωση στην κρατική τηλεόραση, ο πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης απέτρεψε τις περιττές θριαμβολογίες για την απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου στο Στρασβούργο για τη λεγόμενη βασιλική περιουσία, τοποθετώντας το ζήτημα στις ορθές του διαστάσεις: λήξη μιας εκκρεμότητας που ταλαιπώρησε επί μακρόν τη δημόσια ζωή του τόπου και δέσμευση για τη μετατροπή του Τατοΐου σε εθνικό πάρκο, προσιτό στους πολίτες για άθληση και ψυχαγωγία».
Όσα διεκδικούσε ο τέως βασιλιάς στο Στρασβούργο
Έτσι περιγράφει ο Νίκος Αλιβιζάτος την ανακοίνωση του πρωθυπουργού μετά την ιστορική απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, στο βιβλίο του «Η βασιλική περιουσία στο Στρασβούργο» (Εκδόσεις Σάκκουλα), μέλος της ομάδας των διαπρεπών νομικών που εκπροσώπησαν το Ελληνικό Δημόσιο (για πρώτη φορά στο Στρασβούργο εκπροσωπώντας την κυβέρνηση και όχι αγωγές πολιτών εναντίον της).
Όλα ξεκίνησαν στις 21 Οκτωβρίου του 1994, όταν προσέφυγε εναντίον της Ελλάδας στο Στρασβούργο ο τέως βασιλιάς. Την προσφυγή κατέθεσαν στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ο Κωνσταντίνος, η Άννα-Μαρία, τα πέντε παιδιά τους, η πριγκίπισσα Ειρήνη και η θεία του πριγκίπισσα Αικατερίνη. Δεν συμμετείχε η βασίλισσα Σοφία, αφού είχε από παλιά παραιτηθεί των δικαιωμάτων της στην περιουσία. Η επιτροπή έκρινε παραδεκτή την προσφυγή μόνο των Κωνσταντίνου, Ειρήνης και Αικατερίνης.
Η προσφυγή αφορούσε στην απαλλοτρίωση χωρίς αποζημίωση του κτήματος στο Τατόι (42.000 στρ.), του Mon Repos στην Κέρκυρα (230 στρ.) και του Πολυδενδρίου στην Αγιά Λάρισας (33.000 στρ.), αλλά και στοιχείων κινητής περιουσίας. Συγκεκριμένα, ζητούσε μόλις το 10% από το Τατόι, συμπεριλαμβανομένων των κτισμάτων και του περιβάλλοντος χώρου που ήταν δασικός, άρα και οικοδομήσιμος. Ήταν τότε μια δίκη ιστορική, αφού αφορούσε στη σημαντικότερη περιουσιακή υπόθεση που είχε φτάσει στο Στρασβούργο, όπως επισημαίνει ο κύριος Αλιβιζάτος. Το συνολικό ποσό που ζητούσε ο τέως βασιλιάς ήταν 168,7 δισ. δραχμές.
«Ντροπή, παίρνουν το σπίτι και τους τάφους των γονιών μου!»
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων εκδίκασε τελικά ως δίκαιη ικανοποίηση στους προσφεύγοντες μόλις το 1/40 του συνολικού ποσού που ζητούσαν, δηλαδή 4,7 δισεκατομμύρια δραχμές.
Λίγες μέρες αργότερα, μιλώντας στην Έλλη Στάη και στον ANT1, έλεγε ο τέως βασιλιάς: «Είναι ντροπή να παίρνει η κυβέρνηση το σπίτι μου, τα κειμήλια, τους τάφους των γονιών μου και μετά να βάζει και τον λαό να πληρώσει χρήματα». Κατηγορούσε, δηλαδή, την κυβέρνηση Σημίτη ότι υποχρέωσε τους Έλληνες πολίτες να πληρώσουν τα 4,7 δισεκατομμύρια δραχμές.
Λίγο μετά την ιστορική δικαστική απόφαση, στις 7 Μαρτίου του 2003, το σύνολο του κτήματος του Τατοΐου πέρασε και επισήμως στον έλεγχο του Ελληνικού Δημοσίου: 42.000 στρέμματα, δασική έκταση, με τον ιστορικό πυρήνα να καλύπτει περί τα 1.600 στρέμματα και τις καλλιέργειες 1.200 στρέμματα.
Είναι χαρακτηριστικό ότι λίγους μήνες μετά, τον Σεπτέμβριο του 2003 δηλαδή, το Συμβούλιο Νεότερων Μνημείων του υπουργείου Πολιτισμού εξετάζει ένα προς ένα τα κτίσματα που βρίσκονται στον ιστορικό πυρήνα (κάποια άρχισαν να οικοδομούνται από το 1870) και κηρύσσει ομόφωνα τα 27 κτίρια διατηρητέα, ανεξάρτητα από τη διαβάθμιση της αρχιτεκτονικής τους αξίας. Η απόφαση αυτή βασίστηκε στην πλήρη μελέτη και συνδρομή της Ελληνικής Εταιρείας Περιβάλλοντος και Πολιτισμού και του ιστορικού του Τατοΐου Κώστα Σταματόπουλου.
Ο τέως βασιλιάς έκανε δηλώσεις το βράδυ που ανακοινώθηκε η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου (28/11/2002). Σε δύο διαφορετικά ελληνικά κανάλια, ο Κωνσταντίνος επανέλαβε (από το Μεξικό όπου βρισκόταν) ότι δεν ζήτησε ποτέ χρήματα αλλά μόνο το σπίτι του, και ότι μόνον επειδή το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο τού ζήτησε να υποβάλει αποτίμηση της περιουσίας του κατέθεσε κι αυτός γραπτή αποτίμηση.
Όμως, όπως αποκάλυψε ο καθηγητής Αλιβιζάτος, την αποτίμηση αυτή ο τέως την υπέβαλε τον Απρίλιο του 2000, δηλαδή 7 μήνες πριν το ζητήσει το δικαστήριο: «Κοντολογίς, ήταν τόση η επιθετικότητα και η επιμονή των προσφευγόντων και για την τελευταία δραχμή που θα μπορούσαν να διεκδικήσουν, ώστε μόνον χαμόγελα προκαλούσε ο οψιγενής ισχυρισμός του τέως βασιλιά ότι δήθεν τις αποτιμήσεις του τις είχε υποβάλει στο δικαστήριο μόνο γιατί το τελευταίο τού το είχε ζητήσει και ότι στην πραγματικότητα δεν ενδιαφερόταν ο ίδιος για τίποτε άλλο εκτός από την επιστροφή του "σπιτιού" του» (Ν. Κ. Αλιβιζάτος, 2003, σελ. 73).
Το «ριφιφί» του 1991
Βέβαια, έχει ενδιαφέρον το ζήτημα της κινητής περιουσίας και όσων διεκδικούσε ο τέως, ο οποίος, όπως αναφέρεται στο βιβλίο, κάποιες φορές κατά τη διάρκεια της δίκης κινήθηκε οργισμένος προς την ελληνική πλευρά. Ας πάμε όμως στο τελευταίο Σαββατοκύριακο της Αποκριάς το 1991...
Το Σάββατο 16 Φεβρουαρίου του 1991, στο άδειο, παγωμένο λόγω βαρυχειμωνιάς κτήμα Τατοΐου, καταφθάνουν έξι νταλίκες, με εννέα κοντέινερ. Σχεδόν 24 ώρες μετά, το απόγευμα της Κυριακής, αναχωρούν για το λιμάνι του Πειραιά, μεταφέροντας βάρος 32 τόνων: τα πλέον πολύτιμα αντικείμενα της κινητής περιουσίας της πρώην βασιλικής οικογένειας. Για την ακρίβεια, δεν επρόκειτο μόνο για ανεκτίμητης αξίας έργα Τέχνης, κοσμήματα, έπιπλα, έγγραφα που βρίσκονταν ανέκαθεν στο Τατόι, αλλά και για αντικείμενα που είχαν μεταφερθεί εκεί από το σύνολο των ακινήτων της βασιλικής οικογένειας. Μέσα στη νύχτα φορτώνονται στο πλοίο που αναχώρησε αμέσως για την Αγγλία. Το 2007, δηλαδή περίπου 17 χρόνια αργότερα, κάποια από αυτά εμφανίστηκαν στην πολύκροτη δημοπρασία του Oίκου Christie's.
Θεωρούσε πολιτικά υποκινούμενη τη δικαστική απόφαση
Όπως γράφει ο Νίκος Αλιβιζάτος, αναφερόμενος στη δίκη στο Στρασβούργο, «διαπιστώσαμε τότε ότι πολλά από τα αντικείμενα που διεκδικούσε στο Στρασβούργο ο τέως βασιλιάς βρίσκονταν στην πραγματικότητα από μακρού στα χέρια του».
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση ενός πίνακα του George Scott, μιας ελαιογραφίας που παρίστανε τον Κωνσταντίνο Α’ έφιππο στους βαλκανικούς πολέμους. Η ελληνική πλευρά είχε εξασφαλίσει από το αρχείο του υπουργείου Οικονομικών αντίγραφο της άδειας που έδωσε η κυβέρνηση Μητσοτάκη για την απομάκρυνση των αντικειμένων, όπου με σφραγίδα της Εθνικής Πινακοθήκης υπήρχε αναφορά σε πίνακες και έργα που περιλαμβάνονταν στα αντικείμενα που απομακρύνθηκαν. Επίσης, εντοπίστηκε αντίγραφο της φορτωτικής και έγινε σύγκριση με τις καταστάσεις του οίκου Christie’s.
Ο ίδιος ο τέως βασιλιάς υπονόησε μάλιστα σε συνεντεύξεις του ότι η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου ήταν πολιτικά υποκινούμενη. Και τόνισε ότι το σπίτι του δεν του το πήρε η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, αλλά «το σπίτι μου το πήρε η χούντα».