«Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα»: Διαβάσαμε τη γενναία αυτοβιογραφία του Διονύση Σαββόπουλου -Βέλη στον ίδιο του τον εαυτό - iefimerida.gr

«Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα»: Διαβάσαμε τη γενναία αυτοβιογραφία του Διονύση Σαββόπουλου -Βέλη στον ίδιο του τον εαυτό

Διονύσης Σαββόπουλος
Διονύσης Σαββόπουλος

Tρεις φορές ξεγυμνώθηκε τελείως ο Διονύσης Σαββόπουλος μπροστά στα μάτια τρίτων. Οι δυο περιγράφονται μέσα στην αυτοβιογραφία του «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα» (εκδόσεις Πατάκη). Στιγμές ιατρικής ανάγκης, αμήχανης παραδοχής της ευαλωτότητας. Η τρίτη φορά, της μεγαλύτερης απογύμνωσης, είναι η ίδια η συγγραφή του βιβλίου.

Οι σελίδες του Διονύση Σαββόπουλου που μιλάνε για τα σφάλματά του, για αυτά που μετανιώνει, για τα οποία θα ήθελε να γυρίσει πίσω τον χρόνο. Που ζητάει άφεση αμαρτιών, ξέροντας ότι δύσκολα θα την πάρει – νιώθοντας ότι δεν την αξίζει. Συμπεριφορές προς μύθους του τραγουδιού, αλλά κυρίως προς τα παιδιά του.

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Η κάτω καμπύλη της σχέσης του με την Άσπα – το ενδιάμεσο από το «Άσπα κάνε λίγο υπομονή χαρά μου» του 1979 ως το «για αυτό και η κυρά Άσπα του Διονύση πάντα υποχωρώντας τον καθοδηγεί» του 1989.

Τότε που είχαν αρχίσει να τον αποκαλούν προδότη, να γράφουν συνθήματα στους τοίχους του σπιτιού του, να τον ξεφωνίζουν διαβάτες στον δρόμο  επειδή έκανε στροφή στην Δεξιά «μπαϊλντισμένος με τον ψευτοπροοδευτισμό της εποχής και την αλαζονεία του. Ήταν ένας προοδευτισμός νεφελώδης, αντιπαραγωγικός, πολύ κουλτουριάρης κι εντελώς αντιπνευματικός. Δυστυχώς η Αριστερά αφέθηκε να παρασυρθεί από εκείνον τον φτηνιάρικο προοδευτισμό».

Σαν άγιος Σεβαστιανός

Θα ήθελα να ρωτήσω τον Διονύση Σαββόπουλο γιατί αποφάσισε να γράψει αυτό το βιβλίο τώρα, σήμερα. Δεν ξέρω αν ανήκει ακριβώς στο είδος (genre) της αυτοβιογραφίας, διότι αυτό που κρατά δεμένες τις σελίδες στη ράχη του βιβλίου δεν είναι τόσο η εξιστόρηση μιας ζωής, όσο στιγμιότυπων της. Βουτά ο Σαββόπουλος στο βίωμα και στη μνήμη, χωρίς γραμμική αφήγηση, χρονολογική, αιτιολογική. Βουτάει στα νερά κυρίως του μόχθου, του αγώνα, της ματαίωσης, του κρυπτικού τοπίου της ζωής του.

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Καταδύεται κυρίως στα νερά τα σκούρα που τον κάνουν να μετανιώνει, να θέλει να απολογηθεί, με τρόπο που κανένας ψυχίατρος, κανένας ιερέας εξομολογητής δεν μπορεί να του προσφέρει.

Ο Σαββόπουλος δεν θέλει τείχη γύρω από την εξομολόγηση για την ζωή του. Απλώνει τα χέρια σαν Άγιος Σεβαστιανός για να δεχθεί τα βέλη που ο ίδιος στέλνει στον εαυτό του. Κάπως ξηλώνει το φωτοστέφανο γύρω από το κεφάλι του ή μάλλον του προσθέτει αγκάθια. Δεν βλέπω συχνά τέτοιες «αυτοβιογραφίες» που ο γράφοντες δεν επιχειρούν να δικαιολογηθούν, αλλά αντίθετα ανοίγουν κι άλλο την ψυχή τους, την καρδιά τους.

Η διάψευση της Αριστεράς, η εμπλοκή του σε πολιτικά μονοπάτια που τον έκαναν να λιθοβοληθεί, η εξωτική παρουσία του στον χώρο της νύχτας, η σκληρότητα απέναντι στα παιδιά του, όλα ξεγυμνώνονται. Τι να γράψει για αυτόν ο βιογράφος του μέλλοντος, τι λίθους να πετάξουν πια οι χρήστες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης όταν ο ίδιος το κάνει πρώτος;

Η φωτογραφία στο «αυτί » του βιβλίου, από την Ελένη Καλέση
Η φωτογραφία στο «αυτί » του βιβλίου, από την Ελένη Καλέση
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Ο ασήκωτος χρόνος στο μπλε κρεβάτι

Αρχίζοντας την ανάγνωση του βιβλίου, ήδη από τις πρώτες σελίδες, έχω την αίσθηση ότι είναι σαν ένα χειρόγραφο του Ταχτσή. Αυτή η ζεστή αφήγηση της ζωής, των καθοριστικών προσώπων, στις γειτονιές και στα σπίτια, ο τρόπος να παρατηρεί και να παραθέτει. Φυσικά τον γνωρίζουμε ως στιχουργό, όμως και ο αφηγηματικός του τρόπος είναι υπέροχα οικείος και χυμώδης.

Τότε που έχασε τους γονείς του στον δρόμο και δεν μπορούσε να μιλήσει ακόμα και ήταν σαν κλεισμένος σε έναν εφιάλτη. Να λοιπόν γιατί στον βίο του υπήρξε χειμαρρώδης, διότι εκείνη την κρίσιμη στιγμή της παιδικής ηλικίας δεν μπορούσε να μιλήσει. «Δεν ξέρετε τι ευγνωμοσύνη νιώθω που μιλάμε οι άνθρωποι και έχουμε φωνή και έχουμε λέξεις.» Κι όμως ξέρουμε κύριε Σαββόπουλε.

Ο υποχρεωτικός ύπνος στο μπλε κρεβάτι σε μια γωνιά του οικογενειακού υπνοδωματίου, εκεί όπου έπρεπε να μένει ξύπνιος μέχρι να σηκωθούν οι γονείς του. Εκεί σε αυτές τις ανήσυχες ώρες που δεν περνούσαν έγινε συνθέτης, τραγουδοποιός. «Σκάρωνα λοιπόν τραγουδάκια από τότε σε εκείνο το μπλε κρεβατάκι. Και ο ασήκωτος χρόνος ξαφνικά γινόταν ελαφρύς. Εξαερωνόταν... Ακινητοποιημένος στο κρεβάτι έπιανα δουλειά σαν κάλφας στη μεγάλη συντεχνία των τραγουδοποιών όπως είναι ο Μάρκος Βαμβακάρης ή ο Ζωρζ Μπρασσένς, που ούτε τους ήξερα ακόμα. Το αστείο είναι ότι κάπως έτσι γινόταν κι όταν μεγάλωσα πια και μπήκα στη δουλειά. Έφτιαχνα τραγούδια στις αφυπνίσεις μου ώσπου οι μεγάλοι να με αναλάβουν».

Έτσι εκκινεί το βιβλίο, με μεγάλα ξαφνικά άλματα σε περιστατικά του μέλλοντός του, όπως η θρυλική συναυλία στο ΟΑΚΑ. Η μεγάλη του απογοήτευση που όμως γοήτευσε το κοινό. «Ο ήχος ήταν χάλια. Περιμέναμε ηχητικό σύστημα από το Λονδίνο, αλλά κόλλησαν στο τελωνείο και η παραγωγή τελευταία στιγμή έτρεψε να φέρει κάτι μεγάφωνα από μια ακυρωμένη συναυλία του Μητροπάνου στα Τρίκαλα».

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Φωτό Κωνσταντίνος Τσακαλίδης, Sooc
Φωτό Κωνσταντίνος Τσακαλίδης, Sooc

Άγγελος Εξάγγελος και Ντύλαν στο στρατόπεδο

Αλλά και «όλα πήγαν στραβά. Τσακωθήκαμε με τον Νταλάρα εξαιτίας μιας γαϊδουριάς μου δράττομαι της ευκαιρίας να το παραδεχτώ, μέχρι και στις εφημερίδας βγήκαμε τότε. » Και «τα φώτα με στράβωναν, ήμουν σαν τον Οιδίποδα στη μέση ενός αχανούς τόπου. Ανέβηκα σε ένα αερόστατο για να φύγω αλλά το αερόστατο δεν έφυγε ποτέ. Το κρατούσαν φουσκωμένο μεν, αλλά δεμένο με σχοινιά στη γη γιατί φοβόντουσαν δεν είχαν φροντίσει να μάθουν για τα ρεύματα του αέρα εκείνης της ημέρας».

Είκοσι κεφάλαια απαρτίζουν το κεφάλαιο και κυλάνε χύμα, γίνονται γέφυρες σε εποχές και πρόσωπα. Το φευγιό από το σπίτι στη Θεσσαλονίκη γιατί ο πατέρας του ζήτησε να μάθει γιατί άργησε να επιστρέψει το βράδυ -τέσσερα χρόνια έκανε να τους δει- η ζωή στην Αθήνα, ύπνος στα παγκάκια, πείνα χωρίς προηγούμενο – η σκηνή που μαζί με τον Μάνο Λοϊζο πάνε σε κηδεία για να χορτάσουν με κόλλυβα και παξιμαδάκια είναι χαρακτηριστική, δουλειά σε οικοδομές, ύπνος σε πατώματα, αγωνία για ένα μεροκάματο, η γνωριμία με την Άσπα, το κυνήγι της χούντας, η φυλακή, το φευγιό με πλαστό διαβατήριο στο Μιλάνο και μετά στο Παρίσι, ο Μάης του 1968 και η λαχτάρα για επιστροφή στην Ελλάδα, η πρώτη επιτυχία, το διακριτικό φλερτ του Κωνσταντίνου Καραμανλήμε την Άσππα.

Φυσικά και ο στρατός.  «Με κουρέψανε γουλί κι εγώ τους έκανα τον χαζό , πράγμα που δεν μου είναι δύσκολο μου βγαίνει πολύ φυσικά… Τρεις μήνες στον θάλαμο δεν έκλεισα μάτι. Για να κρατήσω το μυαλό μου απασχολημένο, πήγαινα πάνω κάτω και μετέφραζε το Wicked Messengers του Ντύλαν. Το “Άγγελος Εξάγγελος εκεί το έγραψα”. Yποτίθεται ότι τα πόδια είναι το πιο δυνατό στοιχείο σε έναν μαντατοφόρο εξάγγελο, αλλά αυτός είναι αδύναμος, για αυτό του έδωσα δεκανίκι, για να γίνει πιο δυνατή η εικόνα. Αυτός ο μαντατοφόρος μας έλεγε ό,τι θέλουμε να ακούσουμε και οπτέ την αλήθεια».

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Έτσι φτιάχτηκε, νύχτα στο κρεβάτι, το πρωί στις βόλτες στο στρατόπεδο αυτό το τραγούδι ορόσημο που μηχανικά όλο και περισσότερο τραγουδάμε εσχάτως: «αφού δεν θα’ χε νέα ευχάριστα να πει, καλύτερα να μην μας πει κανένα».

Πατριδογνωσία, λέξη που ταιριάζει στον ποταμό των τραγουδιών του Σαββόπουλου, ταιριάζει και στο βιβλίο αυτό. Και εκεί που νομίζαμε ότι μας τα έχει πει όλα, θέλει να μας πει κι άλλα, βαθιά. Να εξομολογηθεί. Να ζητήσει άφεση αμαρτιών; Ζητά συγνώμη στον Νταλάρα, όπως είδαμε πριν. Ζητάει συγνώμη στην Βέμπο και στον Μίμη Τραϊφόρο που τους σνόμπαρε όταν πήγαν να τον ακούσουν στο «Ροντέο». Αλλά κυρίως στα παιδιά του.

φωτό, Κωνσταντίνος Τσακαλίδης Sooc
φωτό, Κωνσταντίνος Τσακαλίδης Sooc

Να ανοίξει η γη να τον καταπιεί

Τον ρωτάει ο μικρός του γιος πώς θα τα πει αυτά. Και απαντάει «Θα πω: το’ χω βάρος που χτυπούσα τα παιδιά μου όταν ήταν μικρά κι όταν μεγάλωσα ζήτησα να με συγχωρέσουν αλλά μου το κάναν δύσκολο και… -Και άρχισα να ξαναβαράω, πετάχτηκε ο μικρός».

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Το περιγράφει ακόμα πιο αναλυτικά. «Χαστούκιζα τα παιδιά μου όταν ήταν μικρά. Ναι. Μερικές φορές τα χαστούκισα. Εύχομαι να ανοίξει η γη να με καταπιεί τώρα που το λέω. Ντρέπομαι. Ντρέπομαι που θα με διαβάζετε όλοι τώρα. “Καλλιτέχνης”, σου λέει ο άλλος, “άνθρωπος με ευαισθησίες…”. Τα μάλωνα κι από πάνω, ουρλιάζοντας σαν στρίγκλα. Με κοίταζαν κατατρομαγμένα τα πουλάκια μου. Τα λάτρευα. Περπατούσαμε χεράκι, χεράκι, πρώτα με τον μεγάλο και λίγα χρόνια μετά με τον μικρό. Ανεβαίναμε στη μεγάλη ρόδα του λούνα παρκ και χαζεύαμε. Τους έδειχνα τα ωραία σπίτια, μετά καθόμασταν στο δασάκι να καπνίσω ένα τσιγάρο. Γυρνούσαμε σπίτι με βήμα ζωηρό. Τους μάθαινα κολύμπι, τους μάθαινα ποδήλατο. Ισορροπούσαν στο τιμόνι και η χαρά έτρεχε από τα μπατζάκια τους. Λάμπανε σαν άγγελοι. Βγαίναμε με την κιθάρα για τα κάλαντα, στολίζαμε το χριστουγεννιάτικο δέντρο, αγκαλιαζόμασταν και χοροπηδούσαμε στις γιορτές».

Και μετά οι απιστίες. «Ήμουν ένας πατριαρχικός τύπος που βασανιζόταν από την ίδια την πατριαρχικότητα. Έτσι ήμουν τότε. Βουλιάζαμε. Απομακρυνόμασταν και δεν το ομολογούσαμε για να μην απομακρυνθούμε ακόμα περισσότερο. Όλα αυτά 40 χρόνια πριν. Τώρα η θάλασσα ηρέμησε», γράφει ο Διονύσης Σαββόπουλος.

Τι ξεγύμνωμα, συνειδητό. Όχι σαν τα άλλα στο βιβλίο. Όπως όταν νοσηλευόταν με καρκίνο στον πνεύμονα και κορωνοϊό. «Ξυπνώ ένα βράδυ μούσκεμα. Είχα βρέξει εσώρουχα, πιτζάμες, σεντόνια, χάλια τα ‘χα κάνει. Τώρα; Πρέπει να φωνάξω τις νοσοκόμες; Πρέπει να με δουν έτσι; Είμαι ο… ο Σαββόπουλος. Δεν γίνεται. Γίνεται! Τι άλλο να έκανα, χτύπησα το κουδούνι. Κατέφθασε πρώτα η μία, είδε τι έγινε και φώναξε και τις άλλες. Ανέκφραστες και άψογες όλες τους: – Σηκωθείτε, κύριε Σαββόπουλε. Να γδυθώ; Έβγαλα αμήχανος τις πιτζάμες. Με ελέγξανε: – Βγάλτε και τα εσώρουχά σας. Τα ‘βγαλα και στάθηκα στη γωνιά ντροπιασμένος, κρύβοντας με τις παλάμες μου ό,τι μπορούσα. Ένας γυμνοσάλιαγκας ήμουν, ένα τίποτα. Κι όπως ήμουν έτσι να ανοίξει η γη να με καταπιεί, ένιωσα ξάφνου σαν να μην έχει σημασία πια, σαν να 'φυγε ένα βάρος από πάνω μου, ανάσανα, κι αφέθηκα στα χέρια των γυναικών. Με πλύνανε, μου βγάλαν να φορέσω καινούργιες πιτζάμες, με ξάπλωσαν στα καθαρά σεντόνια και με σκέπασαν. – Χρόνια πολλά, μου είπαν φεύγοντας οι αδελφές. Είχε έρθει το Πάσχα».

Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στο 
ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ
Tο iefimerida.gr δημοσιεύει άμεσα κάθε σχόλιο. Ωστόσο δεν υιοθετούμε τις απόψεις αυτές καθώς εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Σχόλια με ύβρεις διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ