Όσο στα ελληνικά θεατρικά δρώμενα διχάζει ακόμα η Αντιγόνη που παρουσιάστηκε στην Επίδαυρο τον Αύγουστο, επιστρέφουμε στη ρίζα μιας ανατροπής με ουσία και λόγο στο έργο του Σοφοκλή. Πάμε στο 1922, στην Αντιγόνη του Κοκτώ, με σκηνικά Πικάσο και κοστούμια Chanel.
Στη σκηνή του θεάτρου L’ Atelier στο Παρίσι, τελικές πρόβες της Αντιγόνης που έγραψε ο Κοκτώ, πατώντας πιστά στο κείμενο και την ουσία του Σοφοκλή και οδηγώντας το έργο στην avant garde εκδοχή του.
Μια δραματική όπερα, σε μία πράξη. Η Gabrielle Chanel καπνίζει εκνευρισμένη και στριφογυρίζει. Στη σκηνή, η Génica Athanasiou υποδύεται την Αντιγόνη, ο ίδιος ο Κοκτώ είναι ο κορυφαίος του Χορού.
Η Αντιγόνη φοράει ένα εκπληκτικό φόρεμα της Chanel, για το οποίο εκλήθη ειδική υφάντρα να κάνει μια συγκεκριμένη, εξαιρετικά σπάνια, λόγω δυσκολίας, ύφανση.
Πληθωρικό το φόρεμα, καλύπτει το πάτωμα, είναι έργο τέχνης, σε λευκό και καφέ, θυμίζει τα χρώματα, τις γραμμές και το ύφος αρχαιοελληνικών αμφορέων.
Η Chanel όμως ζηλεύει. Φρικτά. Πιστεύει ότι τα σκηνικά και οι μάσκες που έχει δημιουργήσει ο φίλος της -σχεδόν μέντοράς της- Πικάσο την επισκιάζουν. Ανεβαίνει στη σκηνή με ένα ψαλίδι και ανοίγει στη μέση το φόρεμα. Η γυναίκα που το έπλεξε τη βλέπει έντρομη. Ξεσπά σε κλάματα.
Mια παράσταση στρωμένη με σκάνδαλα και εντάσεις
Η «Αντιγόνη» του Κοκτώ που αναδύθηκε από τη Σοφόκλεια επικράτεια ήταν μια παράσταση που από την αρχή προκάλεσε σκάνδαλα, εντάσεις, προβοκάτσιες. Πριν οδηγηθεί στην αποθέωση και ανοίξει τον δρόμο για την Αντιγόνη του Ανούιγ μερικά χρόνια αργότερα.
Με τα σημερινά δεδομένα, σαστίζει κανείς με την εκπληκτική σύμπραξη αυτών των συντελεστών, που έχουν καθορίσει τους μύθους του 20ού αιώνα, και ακόμα μας θρέφουν.
Ηταν ο Κοκτώ αυτός που γνώρισε την Gabrielle Chanel με τον Πικάσο και αμέσως έγιναν φίλοι, με τη σχεδιάστρια να επηρεάζεται καθοριστικά από την εκρηκτική δημιουργία του ζωγράφου.
Ο κυβισμός, οι γεωμετρικές γραμμές, η χρωματική γκάμα του λευκού μαύρου και μπεζ, οι γωνίες στα ρούχα, ήταν όλα αποτέλεσμα αυτού του πλατωνικού της coupe de foudre με τον Πικάσο. Η γυναίκα του εκείνη την εποχή, η περίφημη Ρωσίδα χορεύτρια Ολγα Koκλόβα, έγινε η μούσα της και την έντυνε αποκλειστικά στο ατελιέ της.
Δεν μπορώ να φανταστώ κακοντυμένες τις κόρες του Οιδίποδα
Η γνωριμία τους εντοπίζεται περίπου στο 1915. Δυο χρόνια μετά, ενώ βρίσκεται στην Πομπηία, ο Ζαν Κοκτώ συνειδητοποιεί αυτό που καιρό τώρα τον κέντριζε ως μια επερχόμενη αποκάλυψη. Πρέπει να πάρει την Αντιγόνη του Σοφοκλή και να την κάνει δική του. Mίκρυνε το έργο σε μια πράξη, αυτό που ίδιος χαρακτήρισε «συστολή του έργου». Περιέγραψε τη μέθοδο που ακολούθησε «σαν να παίρνω φωτογραφίες της Ελλάδας από ένα αεροπλάνο». Εδωσε έμφαση στα ψυχολογικά στοιχεία και στα λεκτικά σχήματα του έργου και είδε την Αντιγόνη με έναν ρομαντισμό που πατά στην αντίσταση. Σαν την Ζαν ντ΄Αρκ, σαν τον Ρουσώ. Εδωσε έμφαση στην αγνότητα της Αντιγόνης, απέναντι σε μια κοινωνία διαβρωμένη, σε κατάσταση σήψης.
Ο Arthur Honegger έγραψε τη μουσική της avant garde όπερας. O Πικάσο δημιούργησε ένα λιτό σκηνικό σε ένα ήσυχο μπλε μωβ χρώμα πάνω σε ύφασμα, με κίονες δωρικού ρυθμού και πολλές μάσκες με πρόσωπα ανδρών, γυναικών και παιδιών. Μάλιστα, η μία προοριζόταν για τον ίδιο τον Κοκτώ, που ερμήνευσε τον ρόλο του κορυφαίου του Χορού. Ο Κοκτώ χαρακτήρισε τα σκηνικά ως «μια ολύμπια ατμόσφαιρα». Αποφάσισαν μαζί ότι δεν υπήρχε πιο ιδανική για τα κοστούμια από την Gabrielle Chanel. «Δεν θα μπορούσα ποτέ να φανταστώ τις κόρες του Οιδίποδα κακοντυμένες».
Η Chanel έγινε Ελληνίδα παραμένοντας η Chanel
Με τα κοστούμια για την Αντιγόνη, η Chanel εισέρχεται ουσιαστικά στην καλλιτεχνική σκηνή του avant garde. Είναι η πρώτη που αποδεικνύει έμπρακτα τον τρόπο με τον οποίο η μόδα μπορεί να εισέλθει και να ενταχθεί στο χώρο της Τέχνης, ακόμα και της φιλοσοφικής Τέχνης.
Η Vogue παραληρεί. Γράφει στην κριτική της «Η Chanel έγινε Ελληνίδα παραμένοντας η Chanel». Ο φόβος της ότι θα την επισκιάσει ο Πικάσο διαψεύδεται. Τα ρούχα της γίνονται μέρος της κληρονομιάς της μόδας και του θεάτρου. Οι φωτογραφίες που έβγαλε ο Man Ray με την Αθανασίου να φοράει τα ρούχα της παράστασης είναι έργα τέχνης (ανήκουν πλέον στο Centre Pompidou).
Όμως δεν ήταν μόνο αυτή η ένταση που σημάδεψε την παραγωγή. Κάθε άλλο. Στην πρεμιέρα της παράστασης στο Παρίσι, ο Αντρέ Μπρετόν, μαζί με μια ομάδα φίλων του σουρεαλιστών, αποφασίζει να καταστρέψει την παράσταση. Να κάνει σαματά. Πηγαίνουν στην παράσταση και αρχίζουν να την αποδοκιμάζουν, να φωνάζουν. Ο Μπρετόν δηλώνει απογοητευμένος, λέει ο Κοκτώ «είναι απελπιστικά μπουρζουά». Το κοινό δεν αντιλαμβάνεται τι συμβαίνει, ξεσπά σε χειροκροτήματα.
Ο Κοκτώ, πάνω στη σκηνή, οργισμένος, φωνάζει πίσω από τη μάσκα: «Μη γελάτε. Δεν είναι Κοκτώ αυτό. Είναι υπέροχο. Είναι Σοφοκλής».
Τον κατηγορούν ότι δημιούργησε μια παράσταση με δανεικά χρήματα. Με το κείμενο του Σοφοκλή. Απαντά «αυτό που έκανα είναι ότι έβαλα ξανά σε κυκλοφορία τα αρχαία νομίσματα». Θριαμβεύει.
Από το 1922 στην Επίδαυρο του 2022
Μια θαυμάσια ιστορία, μοιάζει τόσο επίκαιρη, αν και συνέβη 100 χρόνια πριν. Ερχεται να μας συναντήσει ξανά, σε μια στιγμή απολύτως κομβική για τον τρόπο που βλέπουμε και ανεβάζουμε τις αρχαίες τραγωδίες, σήμερα, το 2022. Μετά από ένα καλοκαίρι στην Επίδαυρο με τόσο έντονα, ζωντανά debate.
Πώς αγγίζεις ένα ιστορικό κείμενο, ποια τα όρια της παρέμβασης, πότε γίνεται του σκηνοθέτη και όχι του συγγραφέα, πόσο αφήνεις την τηλεόραση και τους αστέρες να λιανίσουν τους ίδιους τους ήρωες, σε ποιους ανήκουν τα κείμενα αυτά;
Το δικαίωμα του Μπρετόν, το δικαίωμα του Κοκτώ, ισότιμα στη σχέση σκηνής και θεατή. 100 χρόνια μετά η Αντιγόνη του Κοκτώ παραμένει ένα κεντρικό σημείο αναφοράς. Μάλιστα, θα παρουσιαστεί με υλικό που δεν έχουμε δει ξανά στην έκθεση Picasso/Chanel, που διοργανώνει το Thyssen-Bornemisza National Museum στη Μαδρίτη, από τον Οκτώβριο.