Η Φιλαρμονική της Σκάλας του Μιλάνου στο Ηρώδειο, τα σχέδια για την επόμενη σεζόν και πώς αποκτήθηκαν τα έξι πιάνα Steinway.
Ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών μιλά για τη δουλειά του, για τα μελλοντικά του σχέδια και μοιράζεται βιωματικές ιστορίες από τα πρώτα χρόνια λειτουργίας του οργανισμού.
Με τη Φιλαρμονική Ορχήστρα της Σκάλας του Μιλάνου υπό τον βετεράνο κορεάτη αρχιμουσικό Μιουνγκ Γουν Τσουνγκ θα δώσει εφέτος το «παρών» το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών στο Ηρώδειο. Η ορχήστρα η οποία έχει συνδεθεί με θρύλους του πόντιουμ όπως ο Κλάουντιο Αμπάντο και ο Ρικάρντο Μούτι θα εμφανιστεί στο ρωμαϊκό ωδείο στις 26 Ιουνίου και θα παρουσιάσει την Εισαγωγή από την «Ιταλιάνα στο Αλγέρι» του Ροσίνι, τη Δεύτερη Συμφωνία του Μπετόβεν και την Ενάτη Συμφωνία του Ντβόρζακ, επονομαζόμενη «του Νέου Κόσμου».
Όλα τα παραπάνω δια στόματος του πιανίστα Γιάννη Βακαρέλη, καλλιτεχνικού διευθυντή του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών ο οποίος μιλά με πάθος, ενθουσιασμό αλλά και συγκίνηση. Συναντηθήμε ένα ηλιόλουστο μεσημέρι Παρασκευής στο μόλις ολίγων μηνών M shop café, στη νέα πτέρυγα του Μεγάρου, μια ακόμη φιλόξενη «προσθήκη» σ΄έναν χώρο που από την πρώτη κιόλας στιγμή της λειτουργίας του πριν από 30 και πλέον χρόνια, δε θα ήταν υπερβολή να υποστηρίξει κανείς ότι «έσπρωξε» την ίδια τη χώρα μας πολλά βήματα μπροστά…
Η αντίστροφη μέτρηση για την ολοκλήρωση της πρώτης τριετούς θητείας του Γιάννη Βακαρέλη τον Ιανουάριο του 2023 έχει ημερολογιακώς ξεκινήσει. Θα επιθυμούσε την ανανέωσή της; «Ναι, θα το ήθελα» απαντά. «Με το που αναλάβαμε, πολύ γρήγορα ήρθαν οι καραντίνες και δυστυχώς αναγκαστήκαμε να κλείσουμε. Σημαντικά σχέδια αναφορικά με προγραμματισμό και μετακλήσεις μεγάλων ονομάτων ανατράπηκαν. Μόλις από τον περασμένο Σεπτέμβριο παίζουμε συνεχώς, χωρίς κάποια διακοπή. Αισθάνομαι λοιπόν ότι θα ήταν κρίμα να μείνει η προσπάθεια που ξεκίνησε στη μέση…».
Ο ίδιος δουλεύει αυτόν τον καιρό τόσο για την επόμενη όσο και για την μεθεπόμενη σεζόν. Και δίνει το στίγμα της καλλιτεχνικής περιόδου 2022-2023: «Όπως επιτάσσει η παράδοση του Μεγάρου θα έχουμε 2-3 μεγάλες ορχήστρες. Θα έρθει η Φιλαρμονική του Λονδίνου, είμαστε σε συζητήσεις με την Concertgebouw του Αμστερνταμ. Εφέτος ξεκινήσαμε με βιρτουόζους του πιάνου, του χρόνου θα έχουμε βιρτουόζους του βιολιού. Μπορώ ν΄αναφέρω τη Τζανίν Τζάνσεν, την Πατρίτσια Κοπατσίνσκαγια, τη Γιούλια Φίσερ αλλά και τον Λεωνίδα Καβάκο . Θα έχουμε, επίσης, μεγάλες φωνές όπως η νορβηγίδα σοπράνο Λιζ Ντάβιντσεν και η λιθουανή Ασμικ Γκριγκοριάν που βρίσκονται αυτή τη στιγμή στην κορυφή του παγκόσμιου στερεώματος…»
Θλίψη κι ενθουσιασμός
Εγκατεστημένος μόνιμα στη Γαλλία επί 25 χρόνια, όλον αυτόν τον καιρό ο Γιάννης Βακαρέλης ερχόταν στην Ελλάδα μόνο για λόγους οικογενειακούς ή επαγγελματικούς: για κάποια εμφάνιση στο Μέγαρο, ας πούμε, ή για το Μουσικό Φεστιβάλ Ναυπλίου το οποίο διευθύνει εδώ και περισσότερα από 30 χρόνια. Ωστόσο, λέει ότι δεν είχε φανταστεί ποτέ ότι θα ζούσε μόνιμα στην Αθήνα ούτε ότι θα γινόταν καλλιτεχνικός διευθυντής στο Μέγαρο.
«Δεν έχω σπουδάσει διοίκηση αιθουσών συναυλιών, ούτε πολιτιστική διαχείριση. Πιανίστας είμαι και σ΄όλη μου τη ζωή δίνω συναυλίες» λέει συγκεκριμένα. Ωστόσο, το Μέγαρο στάθηκε πολύ σημαντικός πυλώνας στην καριέρα του κι όλη αυτή τη στήριξη που έλαβε θέλησε να την επιστρέψει τόσο στους καλλιτέχνες όσο και στο κοινό. «Πριν από το Μέγαρο, όλοι όσοι γνωρίζαμε τις αίθουσες συναυλιών που υπήρχαν στην Αθήνα ζούσαμε μια θλίψη μπορώ να πω. Γιατί τα παρασκήνια είναι πολύ σημαντικά στη ζωή ενός καλλιτέχνη. Ουσιαστικά είναι η τελική προετοιμασία προτού πατήσεις το μηδέν για να εκτοξευθεί ο πύραυλος. Αυτή η αντίστροφη μέτρηση όταν γίνεται σε συνθήκες που σε θλίβουν ή αισθάνεσαι ότι δεν υπάρχει κανένας σεβασμός στο πρόσωπό σου, όταν οι αίθουσες είναι σκονισμένες, η ακουστική προβληματική, τα παρασκήνια, τα καμαρίνια, ακόμη και οι τουαλέτες είναι σε μια κατάσταση που απέχει πολύ από το να χαρακτηριστεί καλή…Τί να πω, οι συνθήκες ήταν δύσκολες, ακόμη και τραυματικές. Όταν ήρθαμε σ΄αυτόν τον χώρο, Μέγαρο πραγματικό, παλάτι, όλα μας βοηθούσαν στο να πούμε ότι εδώ θέλουμε να δώσουμε τον καλύτερό μας εαυτό…»
Ο Γιάννης Βακαρέλης είναι από τους πρωτεργάτες του Μεγάρου. Όχι μόνο εγκαινίασε από κοινού με τον Λεωνίδα Καβάκο την αίθουσα Δημήτρης Μητρόπουλος – λίγους μήνες μετά τα θυρανοίξια της τότε Αίθουσας των Φίλων της Μουσικής και νυν Χρήστου Λαμπράκη-αλλά ήταν και ο άνθρωπος ο οποίος επέλεξε και τα πιάνα τα οποία υπάρχουν στο Μέγαρο. «Κατόπιν συνεννόησης με τον Χρήστο Λαμπράκη, τον ιδρυτή του Μεγάρου, έκανα 2-3 ταξίδια στο Αμβούργο, στο εργοστάσιο της Steinway κι επέλεξα τα έξι υπέροχα πιάνα που έχουμε στο Μέγαρο. Λίγο αργότερα μου λέει και πάλι ο Λαμπράκης: Ξέρετε, υπάρχουν και πιανίστες που θέλουν να παίζουν και σε Boesendorfer. Δεν κάνετε κι ένα ταξίδι στη Βιέννη; Πήγα λοιπόν κι εκεί κι επέλεξα το ένα και μοναδικό που υπάρχει εδώ το οποίο είναι και σε εξαιρετική κατάσταση μια που έχει χρησιμοποιηθεί πολύ λίγο, αφού τελικά οι περισσότεροι προτιμούν να παίζουν σε Steinway. Τα πιάνα, ξέρετε, σε αντίθεση με τα βιολιά που όσο περνά ο καιρός γίνονται καλύτερα, με την πάροδο του χρόνου χειροτερεύουν…»
Ρίσκο κι εμπιστοσύνη
Ο Γιάννης Βακαρέλης δεν κρύβει την ικανοποίησή του για τη δυναμική επάνοδο του κοινού στο Μέγαρο μετά τις καραντίνες. «Εφέτος ξεκινήσαμε με τρόπο μάλλον ανορθόδοξο σε σχέση με ό,τι είχε συνηθίσει το κοινό μας. Αρχίσαμε με τρία ρεσιτάλ πιάνου: της Μπουνιατισβίλι, του Κίσιν και του Πογκορέλιτς και δη με διαφορά μόλις τριών ημερών το ένα από το άλλο. Αυτό κάπου το επεδίωξα γιατί ήθελα ο κόσμος ν΄ακούσει τρία πολύ μεγάλα ονόματα σε πολύ σύντομο διάστημα. Ηθελα να δει ότι δεν υπάρχει μόνο μία αλήθεια γιατί ο καθένας απ΄αυτούς τους σπουδαίους ερμηνευτές είχε τη δική του αλήθεια. Όταν όμως εμφανίζονται τόσο συχνά και η μνήμη είναι φρέσκια, ο κόσμος ασκείται στο να πει «α, τελικά προτιμώ αυτόν από τον άλλον».
Εχει όμως τη δυνατότητα ο κόσμος να παρακολουθήσει τρία ρεσιτάλ μέσα σε τόσο σύντομο διάστημα; Του το επιτρέπουν οι τιμές των εισιτηρίων; «Απ΄ό,τι φάνηκε ήρθε ο κόσμος. Τότε παίζαμε με πληρότητα 85% λόγω covid την οποία κατορθώσαμε να φτάσουμε. Κάνουμε και μεγάλη προσπάθεια με τα εισιτήρια να τα κρατάμε σε όσο το δυνατόν λογικότερα επίπεδα, ειδικά ως προς τα κάτω. Θέλουμε να έρθουν στο Μέγαρο νέοι άνθρωποι, φοιτητές, άνεργοι…Μετά ήρθε ο Μπαρενμπόιμ μ΄αυτή την καταπληκτική ορχήστρα, τη Staatskapelle του Βερολίνου όπου σε τέσσερις ημέρες παρουσίασε ισάριθμα προγράμματα, συμφωνίες Σούμαν και Μπραμς. Όχι εύκολο πρόγραμμα κι αυτό. Αναρωτιόμουν αν θα «τραβήξει». Ηρθε όμως ο κόσμος στο Μέγαρο. Ένα από τα πιο σημαντικά πράγματα, θεωρώ, μεταξύ ενός οργανισμού και του κοινού είναι η εμπιστοσύνη. Με το που δημιουργήθηκε το Μέγαρο ο κόσμος το αγκάλιασε. Ηρθε για πολλούς λόγους: από αγάπη για τη μουσική, από περιέργεια, από μόδα…Τώρα μπαίνουμε πλέον στη φάση της ωριμότητας. Αισθάνομαι ότι το Μέγαρο είναι σαν το κουτί του Αλχημιστή που δημιουργεί χαρούμενους ανθρώπους. Όταν είμαι μέσα στην αίθουσα, κλείνουν οι πόρτες, χαμηλώνουν τα φώτα και στη σκηνή εμφανίζεται ένας σπουδαίος μουσικός, αρχίζει να δημιουργείται κάτι απίστευτο μεταξύ αυτού και του θεατή. Όταν βγαίνουν οι άνθρωποι μετά από μιάμιση ώρα, τους βλέπω με χαμόγελο ή μ΄έναν κόμπο στον λαιμό από τη συγκίνηση. Γι΄αυτό λέω ότι το Μέγαρο είναι σαν το κουτί του Αλχημιστή».
Οικονομικά και συνεργασία
Αναφερόμενος στα οικονομικά ο Γιάννης Βακαρέλης μιλά για την καλή συνεργασία με το Υπουργείο Πολιτισμού. «Πάντα γίνονται συζητήσεις για λίγο περισσότερη βοήθεια, αλλά μέχρι στιγμής μας φέρονται πολύ καλά. Μια από τις παράπλευρες απώλειες της πανδημίας ήταν η έλλειψη χορηγιών αλλά νιώθω ότι σιγά σιγά έχουμε να κάνουμε με πιο ευήκοα ώτα. Κι αυτό είναι πολύ σημαντικό γιατί δε θέλουμε να φορτώνουμε τον κρατικό προϋπολογισμό. Ωστόσο, από την εμπειρία μου στο Ναύπλιο θεωρώ ότι δεν είναι τα πολλά χρήματα που κάνουν τη διαφορά. Είναι και θέμα ιδεών, να στίψεις το κεφάλι σου να κατεβάσεις ιδέες. Τα σφιχτά οικονομικά σ΄αναγκάζουν να βρεις τρόπους. Όταν έχεις απειρα χρήματα, όλα εύκολα είναι…»
Με δεδομένη την πολύχρονη σχέση του με το Μέγαρο αισθάνεται ότι έχει αλλάξει κάτι τώρα που πλέον ο οργανισμός βρίσκεται κάτω από την ομπρέλα του Δημοσίου; «Αυτή ήταν μια ερώτηση που έκανα και ο ίδιος στον εαυτό μου προτού αναλάβω. Υπήρξαν και φίλοι που μου έλεγαν «μα καλά, θα πας να μπλέξεις με το Δημόσιο;» Εντούτοις το Δημόσιο δεν είναι μια οντότητα περίεργη που έχει έρθει από άλλο αστρικό σύστημα. Ανθρωποι είναι. Και ο ενθουσιασμός λειτουργεί το ίδιο τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα. Κάνουμε πολλές συναντήσεις με τους συνεργάτες, ανταλλάσσουμε ιδέες, όλοι συμμετέχουν κι όλοι είναι μέρος του ό,τι συμβαίνει εδώ…»