Βαγγέλης Παπαθανασίου, ο Ελληνας που καθόρισε διεθνώς την ηλεκτρονική μουσική, ενσωματώνοντας σε αυτήν προαιώνιους και συμπαντικούς κώδικες.
Ένας άνθρωπος σοφός και μαζί ροκ σταρ, γκουρού και κοσμοπολίτης, απόμακρος και ευζωιστής.
«Γιατί χρειαζόμαστε τη μουσική; Γιατί είναι η γλώσσα που μιλάνε όλοι, αν όχι στο σύμπαν, τουλάχιστον σίγουρα στη Γη. Δεν μιλάς κινέζικα ή ελληνικά, αλλά σίγουρα “μιλάς” τη μουσική. Γιατί σφυρίζεις, γιατί σιγοτραγουδάς λα, λα, λα, λα όταν είσαι δύο χρονών; Γιατί άρχισα να ασχολούμαι με τη μουσική όταν ήμουν μόλις τεσσάρων ετών; Ποιος μου το έμαθε αυτό;».
Χαμηλόφωνα, με ένα μειδίαμα, ο Βαγγέλης Παπαθανασίου ψιθυρίζει το νόημα, το ταυτισμένο με την ύπαρξη του ανθρώπου νόημα της μουσικής. Όπως το καθόρισε και το καθάρισε, το έκανε διαυγές και ξεκάθαρο σε όλο τον κόσμο, από τα χρόνια της δεκαετίας του ’70, το Aphrodite’s Child και τους Forminx, ως τους οσκαρικούς «Δρόμους της Φωτιάς» τo 1981 ή το «Βlade Runner». Αλλά κυρίως μέσα από άλλους δρόμους.
Ναι, αδιαμφισβήτητα, διαβάζοντας το όνομα «Βαγγέλης Παπαθανασίου» αρχίζεις ενστικτωδώς να τραγουδάς την εισαγωγή του soundtrack για την ταινία «Οι Δρόμοι της Φωτιάς» -το λα λα λα λα λα, που θα έλεγε και ο ίδιος. Και όμως, δύο από τα τελευταία έργα που έγραψε, αναδύθηκαν, εξέπεμψαν σε όλο τον κόσμο -το σύμπαν, όπως του άρεσε να λέει- μέσα από δύο τόπους ιερούς και προαιώνιους: την Επίδαυρο και τον ιερό ναό του Ποσειδώνα στο Σούνιο. Το 2019 και το 2020, με έναν τρόπο καρμικό, με έναν τρόπο που σφραγίζει το δημιουργικό του σύμπαν και την Ιστορία, τα έργα του Βαγγέλη Παπαθανασίου έγιναν ύμνοι χαράς και ζωής στο show μόδας της Μαίρης Κατράντζου στο Σούνιο και στην παράσταση Τhe Thread στην Επίδαυρο. Για να ακολουθήσει έναν χρόνο μετά μουσική για τη NΑSA. Συνθέσεις του που έγιναν αποχαιρετισμοί στην επίγεια εμπειρία.
Αποκωδικοποιώντας τη μουσική του Βαγγέλη, όπως τον Πυθαγόρα
Η είδηση του θανάτου του μέγιστου Ελληνα της διεθνούς μουσικής, του βραβευμένου με Οσκαρ Ευάγγελου Οδυσσέα, που έγινε γνωστός ανά τη Γη ως Vangelis, αυτά τα συγκλονιστικά ακούσματα μού έφεραν στο νου.
Ο Ευάγγελος Οδυσσέας, που γεννήθηκε το 1934 στην Αγριά του Βόλου, έγινε πρέσβης της ηλεκτρονικής μουσικής ο Vangelis, έφερε ατόφιους μέσα του τους κώδικες της μουσικής στη διαχρονία της, με σπερματικές απηχήσεις του Ιάννη Ξενάκη, των ήχων του εσώτερης Ελλάδας, των μοιρολογιών, της αρχαίας λίρας.
«Αν αποκωδικοποιήσουμε τη μουσική του Βαγγέλη είναι σαν να αποκωδικοποιούμε τον Πυθαγόρα», θυμάμαι τη Μαίρη Κατράντζου να μου λέει μια μέρα μετά το show στο Σούνιο, όπου προσωπικότητες από όλο τον κόσμο και διεθνή μέσα ενημέρωσης έγιναν μάρτυρες ενός μοναδικού γεγονότος, με τη μουσική του Παπαθανασίου να ηχεί σαν τον παλμό του ιερού ναού. Δεν θα μπορούσε κάποιος καλύτερα να εκφράσει αυτό που ήταν ο Βαγγέλης Παπαθανασίου.
«Eίναι ένας σοφός άνθρωπος. Συζητούσα με τον Βαγγέλη Παπαθανασίου πόσο απίστευτο ήταν που υπήρχε στην αρχαία Ελλάδα αυτή η δυαδικότητα: το χάος και η αρμονία. Η νέμεσις και η κάθαρσις. Το blueprint αυτών των εννοιών μας το έδωσαν 2.500 χρόνια πριν οι αρχαίοι Ελληνες» μου έλεγε η Μαίρη Κατράντζου σε αυτή τη συνέντευξη για το Βlue Magazine. «Θα του είμαι αιώνια ευγνώμων. Η μουσική που έγραψε είναι σαν ένας ύμνος χαράς. Σε ανυψώνει.»
Η είδηση ότι έφυγε από τη ζωή το απόγευμα της Τρίτης, στο Παρίσι όπου ζούσε εδώ και δεκαετίες, πάγωσε το διεθνές κοινό. Μας ξάφνιασε, μας αιφνιδίασε. Με κάποιον τρόπο η έννοια του θανάτου είναι εντελώς ασύμβατη με καλλιτέχνες τόσο σπουδαίους. Στην περίπτωση του Βαγγέλη, το γεγονός ότι ζούσε μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, έδινε σπανιότατα συνεντεύξεις (θυμάμαι τον Οbserver πριν περίπου δέκα χρόνια να πανηγυρίζει που εξασφάλισε μια συνομιλία μαζί του). Ηταν σαν η μουσική του να είναι το ίχνος του στη γη.
Το «τραύμα» από το Γυμνάσιο με τα κλεμμένα έργα
Η εικόνα του βεβαίως ήταν εμβληματική, ξεχωριστή: μια χίπικη απεικόνιση, με τα μακριά λευκά γένια, τα μάτια που άστραφταν όσο και να το σώμα είχε πάντα μια στάση νωχελική. Ακόμα και όταν ο ίδιος ήταν στο πιάνο, οι σωματικές εκρήξεις ήταν λίγες, μετρημένες. Κάθε φορά που έπαιζε πιάνο ήταν σαν να προσεύχονταν, σα να συνομιλούσε με τις δυνάμεις του σύμπαντος. Υπνωτισμένος και υπνωτικός.
Δεν σπούδασε ποτέ μουσική, δεν διδάχθηκε νότες -το έλεγε περήφανα αυτό-, σπούδασε μόνο Καλές Τέχνες και υπήρξε ως τέλος σπουδαίος ζωγράφος, μαγικός, κάθε φορά που έπιανε μολύβι και σχεδίαζε πάνω στο χαρτί. Ακόμα και οι παρτιτούρες του έμοιαζαν με σχέδια, παράδοξα σχήματα και σχηματισμοί. Ζωγράφιζε από μικρός, θέματα σκοτεινά κυρίως.
Ένα «τραύμα» που έφερε για πάντα συνέβη στο Γυμνάσιο: όταν πήγε στην έκθεση ζωγραφικής του σχολείου του, διαπίστωσε ότι κάποιος είχε κλέψει όλα τα έργα του. Ποτέ δεν έμαθε ποιος. Ενιωσε όμως συντετριμμένος. Και ήταν αυτή μια ιστορία θλιβερή που ως το τέλος της ζωής του αφηγείτο με ένα διαρκές ξάφνιασμα για τις προθέσεις και την ταυτότητα του «κλέφτη».
Αλλά μουσική δεν χρειάστηκε να διδαχθεί «είναι σαν το οξυγόνο. Το έχεις μέσα σου, από την πρώτη στιγμή». Ελεγε ότι «το πιάνο του ήταν ο πρώτος μου φίλος. Δεν θυμάμαι πότε άρχισα να κάθομαι στο πιάνο, γεγονός που σημαίνει ότι ξεκίνησα όταν ήμουν εξαιρετικά μικρός». Η μητέρα του έπαιζε πιάνο και τραγουδούσε. «Επειδή είχα καλό αυτί, τη συνόδευα από παιδί. Δεν ξεχνώ αυτές τις στιγμές». Δεν έπαιζε με τους φίλους του, προτιμούσε το πιάνο «γιατί με αυτό είχα πολλές, ενδιαφέρουσες συζητήσεις. Το έχω κρατήσει εκείνο το πρώτο μου πιάνο». Στην κουζίνα, κατέβαζε τα ποτήρια και τα μαγειρικά και τα χρησιμοποιούσε για να παράγει ήχους, να δημιουργεί μουσική.
H μουσική δίνει σχήμα στο σύμπαν
Ο Ολιβερ Στόουν, έλεγε πως αγαπούσε να ακούει ξανά και ξανά τη μουσική του Βαγγέλη γιατί «έφερε μέσα της μια βαθιά ευγένεια. Και ξυπνούσε την ευγένεια σε κάθε ακροατή της». Ηταν ένας από τους κώδικες που έφερε το δημιουργικό του σύμπαν «η μουσική δεν ανήκει σε κανέναν, είναι κώδικας η μουσική. Κάνει το σύμπαν να κινείται, του δίνει σχήμα» έλεγε ο Βαγγέλης. Πολυφωνικά, μοιρολόγια, ήχοι αρχαίοι Ελληνικοί, διαπερνούσαν τη μουσική του, γίνονταν μέρος του ήχου που γεννιόταν μέσα από την χρήση της τεχνολογίας με τον μοναδικό τρόπο του Βαγγέλη.
Με τη μουσική δεν ένιωσα ποτέ μόνος
«Είναι σπάνιος τύπος», έλεγε για αυτόν ο Ρομάν Πολάνσκι. «Τόσο γενναιόδωρος, κυρίως με τους φίλους του». Καθόλου και ποτέ ελιτιστής, καθόταν στο πιάνο όποτε μια παρέα τού το ζητούσε, παίζοντας αυτά που του ζητούσαν, γελώντας, από καρδιάς. «Δεν προσπαθεί να προβάλει τον εαυτό του με τη μουσική που γράφει για τις ταινίες. Θέλει μόνο να προβάλει την ιστορία και τα συναισθήματα που του προκαλεί», πρόσθετε ο Πολάνσκι.
Ο,τι έκανε, το έκανε με πάθος. Φαγητό, ταξίδια, τσιγάρα -ο τρόπος που ρουφούσε τον καπνό μέχρι την άκρη του φίλτρου-, όχι λαίμαργα, αλλά νωχελικά και ηδονικά, oδηγούσε Rolls Royce. Οι φίλοι του ήταν η περιουσία του -αυτός που ως παιδί δεν έπαιζε, μεγαλώνοντας έγινε ο πιο δοτικός και αφοσιωμένος φίλος. Το να είσαι πιστός στον άνθρωπο που έχεις επιλέξει ως φίλο, συνεργάτη, σύντροφο ήταν για τον Βαγγέλη Παπαθανασίου υπέρτατη αξία.
Πληθωρικός στη δημιουργία του, χειμμαρώδης, από τα σήματα της ΕΡΤ ως τις εμβληματικές κινηματογραφικές ταινίες, από τη μουσική για τη NASA, ως την ανάβαση στον Ιερό Ναό του Ποσειδώνα στο Σούνιο. Ομως ερμητικός και προσεκτικός σε αυτούς που επέτρεπε να βρεθούν δίπλα του -όσοι όμως περνούσαν την πόρτα της ψυχής του, αφοσιώνονταν σε αυτούς. Μισούσε να διαβάζει στις εφημερίδες πράγματα για τη ζωή του που δεν ίσχυαν «γράφουν ότι μισώ τα αεροπλάνα. Πόσο ψέμμα, αγαπώ να πετάω και μάλιστα σχεδόν πάντα πηγαίνω στο cockpit».
Eνιωθε θλίψη, σχεδόν πόνο, για το γεγονός ότι οι γονείς του δεν πρόλαβαν να τον δουν να αγγίζει την κορυφή, τα Οσκαρ, αν και έζησαν μέρος της διεθνούς του πορείας. Τελικά, δεν πήγε ούτε ο ίδιος στην απονομή των Οσκαρ -δεν τον ενδιέφερε ποτέ αυτού του είδους η προβολή και επιβεβαίωση.
«Τα δάχτυλά μου έχουν τρέξει μίλια και μίλια πάνω στα πλήκτρα. Παίζω για ώρες, δουλεύω σαν αθλητής, με τα δάχτυλα, το μυαλό μου, με όλο το σώμα. Οταν έχεις τη μουσική δεν είσαι ποτέ μόνος. Η μοναξιά έρχεται από άλλα πράγματα. Η κοινωνία προκαλεί όλο και περισσότερη μοναξιά. Ας είμαστε προετοιμασμένοι για το πώς θα την αντιμετωπίσουμε με τους κατάλληλους μικρούς ψυχολογικούς μηχανισμούς για να την αποφύγουμε, ή έστω να την αποδεχτούμε».