Η ζήλια του Κωνσταντάρα, η φιλαρέσκεια της Βασιλειάδου, τα ταχυδακτυλουργικά του Σακελλάριου. Στο «Backstage του ελληνικού σινεμά» ο Μάκης Δελαπόρτας αποκαλύπτει παρασκηνιακές σκηνές όπως του τις αφηγήθηκαν οι ίδιοι οι λαμπεροί αστέρες.
Πόσο ζηλιάρης ήταν ο Λάμπρος Κωνσταντάρας; Πόσο φιλάρεσκη ήταν η «άσχημη» του σινεμά Γεωργία Βασιλειάδου; Σε ποιά ταινία γεννήθηκε ο έρωτας της Αλίκης Βουγιουκλάκη με τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ ύστερα από μια σκηνή φιλιού; Πόσο ριψοκίνδυνος ήταν ο Βέγγος; Πώς κυνήγησε η Χούντα τον Αλέκο Αλεξανδράκη για τα αριστερά του φρονήματα; Με ποιόν ταχυδακτυλουργικό τρόπο ο Σακελλάριος έκανε τους 16 ναύτες 100 στην παρέλαση της Αλίκης στο Ναυτικό; Πώς η Λάσκαρη μάγεψε τις Κάννες και γιατί η Βλαχοπούλου προτιμούσε το ψάρεμα από το γύρισμα;
Αυτές κι άλλες πολλές , ακόμη, ιστορίες αφηγείται ο Μάκης Δελαπόρτας στο βιβλίο του «Tα Backstage του ελληνικού σινεμά» που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Αγκυρα και μας ταξιδεύει στον μαγικό κόσμο του «δικού μας Χόλιγουντ» όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο συγγραφέας.
Παρασκηνιακές σκηνές- πότε διασκεδαστικές και πότε δακρύβρεχτες- έτσι όπως τις αφηγήθηκαν στον Μάκη Δελαπόρτα οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές της «χρυσής εποχής» του ελληνικού κινηματογράφου και τις καταγράφει στο βιβλίο μεταφέροντας τον αναγνώστη νοερά σε ιστορικά στούντιο και πλατό και δίνοντάς του την ευκαρία να «συναντήσει» γνώριμα, αγαπημένα πρόσωπα «χωρίς φκιασίδια, φώτα και μακιγιάζ, λίγο προτού μεταμορφωθούν από κοινοί θνητοί σε λαμπερά, μυθικά πρόσωπα».
Πίσω από τις κάμερες, γράφει ο συγγραφέας στον Πρόλογο του βιβλίου, ένας ολόκληρος κόσμος ζούσε, παλλόταν και κατέθετε ψυχή και μεράκι για τη δημιουργία μιας ταινίας. «Και το κοινό πάντα πάντα εκεί, στην πλατεία αναπαυτικά καθισμένο να ταξιδεύει στ΄όνειρο μέσα από τις ιστορίες των «μάγων» της μεγάλης οθόνης. Αλλοτε θερμό και ενθουσιώδες κι άλλοτε αυστηρό και επικριτικό. Δε νομίζω πως οι περισσότεροι απ΄αυτούς έμπαιναν ποτέ στη διαδικασία να σκεφτούν με τί τρόπους και με τί μέσα γυρίζονταν όλες αυτές οι ταινίες του παλιού ελληνικού κινηματογράφου. Ηταν πράγματι αξιοθαύμαστοι οι σκηνοθέτες, οι τεχνικοί και οι ηθοποιοί για το άρτιο αποτέλεσμα που έφερναν πολλές φορές, ενώ τα μέσα για την εγχώρια παραγωγή ήταν φτωχά και περιορισμένα».
Οπως σημειώνει ο Μάκης Δελαπόρτας, πολλά από τα γυρίσματα θα μπορούσαν να θεωρηθούν «ηρωικά», αφού ολοκληρώθηκαν μετά πολλών κόπων και βασάνων και με αναρίθμητες δυσμενείς καταστάσεις και αντίξοες συνθήκες. «Ηθοποιοί που οποιαδήποτε στιγμή ήταν “ετοιμοπόλεμοι” για την πιο δύσκολη “μάχη”, για την πιο σοβαρή διαφωνία και την πιο σκληρή αναμέτρηση ακόμα και με τον ίδιο τους τον εαυτό. Πολλοί δήλωναν πως αρκετές φορές ξεπερνούσαν τα όριά τους για να ανταπεξέλθουν στις απαιτήσεις του σκηνοθέτη ή στις ανάγκες του σεναρίου μιας ταινίας. Σκληρή δουλειά με ατελείωτες μετακινήσεις και ταξίδια για γυρίσματα πότε σε θάλασσες, λίμνες και ποτάμια και πότε σε βουνά, σπήλαια και φαράγγια».
Παρόλ΄αυτά, οι άνθρωποι του κινηματογράφου έδιναν πάντα τον καλύτερό τους εαυτό και μάλιστα χωρίς να γνωρίζουν ότι οι ταινίες αυτές – τις οποίες οι περισσότεροι τότε έκαναν για λόγους βιοπορισμού- θ΄αποτελούσαν το μέσο για την υστεροφημία και τη μυθική διάσταση των ονομάτων τους. Χωρίς να γνωρίζουν ότι η τηλεόραση- ένα άγνωστο, τότε, μέσο- θα πρόβαλλε τις ταινίες αυτές 50 κι 60 χρόνια μετά εξασφαλίζοντας στους πρωταγωνιστές τους φήμη διαχρονική και κυρίως την επαφή με τις σημερινές γενιές του ίντερνετ και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.
Τα πρώτα βήματα
Στα περιεχόμενα του βιβλίου του Μάκη Δελαπόρτα συναντάμε κεφάλαια αφιερωμένα στον Βασίλη Λογοθετίδη, στον Αλέκο Αλεξανδράκη, στον Λάμπρο Κωνσταντάρα, στη Τζένη Καρέζη, στην Αλίκη Βουγιουκλάκη, στον Μάνο Χατζιδάκι, στον Κώστα Χατζηχρήστο, στον Δημήτρη Παπαμιχαήλ, στον Νίκο Κούρκουλο και σε πολλούς ακόμη. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν τα κεφάλαια που αναφέρονται στην προϊστορία και στα πρώτα βήματα του ελληνικού κινηματογράφου. Γράφει χαρακτηριστικά ο συγγραφέας: «Την άνοιξη του 1897, οι Αθηναίοι έχουν την ευκαιρία να παρακολουθήσουν την πρώτη προβολή ολιγόλεπτης κινηματογραφικής ταινίας (ζουρνάλ) σε μία αίθουσα για τυχερά παιχνίδια στην πλατεία Κολοκοτρώνη και οι αντιδράσεις του κοινού είναι ποικίλες. Αλλοι θαυμάζουν το “καινοφανές” θέαμα και άλλοι το αποδοκιμάζουν λιθοβολώντας την οθόνη και χαρακτηρίζοντάς το έργο του Σατανά. Μέχρι το 1915 όπου θα προβληθεί για πρώτη φορά μια ολοκληρωμένη ελληνική ταινία, το αθηναϊκό κοινό θα βλέπει ξένες παραγωγές του Λουί Λιμιέρ και ολιγόλεπτα ελληνικά φιλμάκια όπως “Οι υφάντρες” των αδελφών Μανάκη (1905), ζουρνάλ (ρεπορτάζ επικαιρότητας) με θέματα όπως οι Μεσο-ολυμπιακοί Αγώνες της Αθήνας (1906) και η γιορτή του βασιλιά Γεωργίου Α΄».
Στις 22 Ιανουαρίου του 1915, συνεχίζει ο Μάκης Δελαπόρτας, στον κινηματογράφο «Πάνθεον» θα προβληθεί η πρώτη ταινία μεγάλου μήκους ελληνικής παραγωγής με τίτλο «Η Γκόλφω» που βασίστηκε στο πασίγνωστο ειδύλλιο του Σπύρου Περεσιάδη, σε σκηνοθεσία Κώστα Μπαχατώρη. Η ταινία κόστισε 100.000 δραχμές, ποσό μυθικό για την εποχή, κι επειδή τότε δεν υπήρχαν ακόμη στούντιο, τα γυρίσματα πραγματοποιήθηκαν σε φυσικά τοπία όπως στον Χελμό, στην Ελευσίνα, στο δάσος Ευταξία στην Κόρινθο, στον Πύργο της βασίλισσας Αμαλίας στο Ιλιον κ.λ.π.
«Στην “Γκόλφω” εμφανίστηκαν εκατό άτομα: ηθοποιοί, κομπάρσοι καθώς και Αγγλοι περιηγητές. Τους βασικούς ρόλους όμως έπαιξαν ηθοποιοί των μπουλουκιών της εποχής που παρουσίαζαν το έργο στις πόλεις και στα χωριά της επαρχίας. Ετσι, στην ταινία πρωταγωνίστησαν η Ολυμπία Δαμάσκου, ο Ζάχος Θάνος και ο Γιώργος Πλούτης. Η ταινία δε θα σημειώσει την αναμενόμενη εμπορική επιτυχία αν και οι κριτικές ήταν ευμενείς. Για τον λόγό αυτόν ο Μπαχατώρης εγκατέλειψε για πάντα τα φιλόδοξα κινηματογραφικά του σχέδια, αφού είχε καταστραφεί οικονομικά. Ωστόσο έμεινε στην ιστορία ως ένας από τους σκαπανείς του ελληνικού κινηματογράφου. Επιτυχία δε θα σημειώσει ούτε “Η κερένια κούκλα” του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου που θα προβληθεί την ίδια χρονιά….»