Σαν φιγούρα του Τζιακομέτι διέσχισε την Αθήνα, τις ραδιοφωνικές συχνότητες και έφτιαξε μια ολόκληρη μυθολογία με υλικά εντελώς προσωπικά του. Ο Κωνσταντίνος Τζούμας υπήρξε μόνος του μια ολόκληρη εποχή.
Εγωπαθής, βυρωνικός, τυχοδιώκτης, καλόγουστος κλέφτης. Ετσι χαρακτήριζε τον εαυτό του. Σαν γλυπτό του Τζιακομέτι, ψηλός, λιγνός, ντυμένος με καπαρντίνες Saint Laurent και κασμιρένια πουλόβερ, μαύρα γυαλιά, διέσχιζε τους δρόμους της Αθήνας, το Κολωνάκι, φυσώντας πίσω από τα μαλλιά τον λαιμό των όμορφων γυναικών στον δρόμο και λέγοντας τους κοπλιμέντα. Με τον θάνατο του Κωνσταντίνου Τζούμα είναι σαν η Αθήνα να έχασε ένα μνημείο της -αν και Πειραιώτης, έγινε σημείο της αστικής μυθολογίας, έγινε μέρος της αφήγησης της Αθήνας, σημάδι στον χάρτη της. Ο Τζουμ ντε λα Τζουμ.
Η κοσμοπολίτικη ελεγκάντσα της Αθήνας
Ο θάνατος του στα 78 του χρόνια (στις 30 Αυγούστου είχε γενέθλια) έφερε θλίψη. Πιο θλιβερό όμως είναι ότι έφυγε σε αυτή τη συγκυρία, λίγους μήνες μετά από εκείνη την άδικη στιγμή, εκείνο το ατύχημα, τη φράση του για τις γυναίκες που προκάλεσε αμηχανία. Ηταν ατόπημα, ήταν εξωφρενικό, κυρίως γιατί δεν περίμενες να ακούσεις κάτι τέτοιο για τις φλύαρες γυναίκες από τον Τζούμα.
Οχι λόγω πολιτικής ορθότητας, αλλά επειδή τις λάτρευε τις γυναίκες, τις θαύμαζε, τον «οδηγούσαν». Δήλωνε και ο ίδιος ότι κάθε τι το καλό στον εαυτό του προέκυπτε από τη γυναικεία του πλευρά. Και όμως, το γεγονός ότι αυτό το λεκτικό ατόπημα προήλθε από το στόμα του διανοούμενου, ελιτιστή, σοφιστικέ, ευζωιστή, άπιαστου Τζούμα ήταν σαν το αίμα στη θάλασσα για τους καρχαρίες των social media που θέλουν να βλέπουν κάποιους ανθρώπους να πέφτουν. Τον Ιανουάριο έγινε το «σκάνδαλο» και μετά σιωπή. Η ασθένεια ήδη είχε προχωρήσει σημαντικά.
Πριν τρεις μέρες βγήκε βόλτα πάλι στην Αθήνα μετά από εβδομάδες απουσίας, καθώς η ασθένεια τον είχε καταρρακώσει. Βγήκε πάλι να χαράξει τον αγαπημένο του χάρτη στην πόλη. Στο Κολωνάκι πήγε, στο Φίλιον με τους θαμώνες να χαίρονται βαθιά που τον αντίκρυσαν ξανά. Πήρε τον αγαπημένο του χυμό -δεν έπινε καφέ εδώ και χρόνια- μίλησε με γνωστούς που περνούσαν από το δρόμο, όπως πάντα.
Ηταν η τελευταία φορά που τον είδε η πόλη του, η Αθήνα της οποίας έγινε μέρος της οπτικής και ψυχολογικής ταυτότητας για όλα αυτά που είναι και θα μπορούσε να γίνει, χωρίς όμως εξυπνακίστικα σλόγκαν και ωραιοποιήσεις. Με την αισθητική που υπέγραφε ο ίδιος και που ήταν «η ηθική των αισθήσεων, η αρετή στην ηδονή, μια χρυσή φυλακή». Με το που εγκαταστάθηκε στην Αθήνα έχοντας εγκαταλείψει το Πασαλιμάνι, έμεινε για πρώτη φορά μόνος «στο υπερυψωμένο ισόγειο της Ξενοκράτους - κέντρο διερχομένων κοσμοπολίτικης ελεγκάντσας». Κοσμοπολιτισμό έβλεπε στην Αθήνα μέσα από τη μοναδική του ματιά, αυτό τον γοήτευε σχεδόν ως το τέλος.
Τι γίνεται Σοφία; Πώς πάει η Επανάσταση;
Ηταν «πορταγύρας και σουρταφερτατζού» όπως έλεγε, κινητό μνημείο της Αθήνας. Προσωπικότητα larger than life, η φωνή του στο ραδιόφωνο από το 2000 καθόριζε τις πρωινές ενάρξεις και πλοηγήσεις μας στην πόλη, στην ζωή, με χιούμορ, κυνικές βολές, αλλά και τρυφερότητα και υπόκλιση στην Τέχνη και στην ομορφιά. Σταχυολογούσε αποσπάσματα από άρθρα και συνεντεύξεις -το να ακούσεις ένα κείμενό σου από τα χείλη του ήταν μια άγρια χαρά. Η συμμετοχή του στις ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου μιας ιδιαίτερης εποχής είναι εμβληματική. Το «Τι γίνετα Σοφία; Πώς πάει η Επανάσταση» από τη Γλυκιά Συμμορία έχει μείνει σλόγκαν («γαμιέται» ήταν η απάντηση με τον ίδιο να επανέρχεται «άψογα. Καμιά άλλη ανωμαλάρα;»). Τα τρία αυτοβιογραφικά βιβλία που έγραψε ανήκουν στο είδος της αιχμηρής μυθιστοριογραφίας. Η λέξη πανωλεθρίαμβος που έκανε τίτλο στο τελευταίο του βιβλίο από τις εκδόσεις Καστανιώτη τον χαρακτήριζε και σήμαινε για αυτόν «αυτογνωσία».
Λέλα, η ερωμένη με την αλεπού στον λαιμό
Πώς μπόρεσε να μιλήσει για τη φλυαρία των γυναικών μέσα σε μια ευρύτερη συζήτηση για τις γυναικοκτονίες έτσι ο Τζούμας; Ο ίδιος καθορίστηκε από τις γυναίκες, με πρώτη φυσικά τη μητέρα του, την Μυροφόρα, που έχασε σε ηλικία 15 ετών. Για χάρη της ήθελε να είναι πρώτος σε όλα, στα σπορ, στα μαθήματα – φοίτησε στο σκληρό πρότυπο του Πειραιά, την Ιωνίδειο και μετά την Τρίτη Γυμνασίου και τον θάνατο της μητέρας του σταμάτησε να ασχολείται με το διάβασμα και μεταφέρθηκε στο Γ΄ Αρένων. Το έκανε πιο γοητευτικό το γεγονός ότι ακριβώς δίπλα ήταν το Α’ Θηλέων. Τα κορίτσια τον λάτρευαν έτσι ψηλός, φίνος που ήταν, με μοναδική κίνηση. Ολες ήθελαν να χορέψουν μαζί του ροκ εν ρολ και μπουζ. Η αδελφή του έλεγε ότι την κατέστρεψε: δεν έβρισκε αγόρι να χορεύει σαν και αυτόν, είχε βάλει τον πήχη ψηλά.
Μια από τις πρώτες γυναικείες μορφές που τον γοήτευσαν αλλά και τον κλόνισαν ήταν μια ερωμένη του πατέρα του, ο οποίος είχε κλωστοϋφαντουργία στη Θηβών. Η Λέλα. Πήγε σπίτι τους για να τον συναντήσει και άνοιξε την πόρτα ο Κωνσταντίνος. Την περιέγραφε ως εξής: φορούσε καλσόν με μαύρη ρίγα πίσω, μια αλεπού στον λαιμό, καπέλο με βέλο. Δεν είπε ποτέ στην μητέρα και την γιαγιά του για εκείνη την επίσκεψη αν και ήταν μικρός για να καταλάβει ότι κάτι πονηρό συνέβαινε. Το είπε κατ’ ιδίαν στον πατέρα του ο οποίος του έδωσε ένα γερό χαρτζιλίκι για να τον ευχαριστήσει. Σαν και αυτό που του έδινε η γιαγιά του, όταν της πήγαινε κρυφά κονιάκ στο δωμάτιό της, αφού δεν της επέτρεπαν να πίνει. Από νωρίς ασκήθηκε στα μυστικά, στις παρασπονδίες και στην ανταμοιβή που μπορούν να φέρουν.
Τα κόκκαλά του έγιναν έργα Τέχνης
Γυναίκες τον έσωζαν και τον καθόριζαν πάντα. Όταν πήγε στη Νέα Υόρκη το 1971 στο πλαίσιο περιοδείας που έκανε με την δασκάλα του στον χορό τη θρυλική Ζουζού Νικολούδη, αποφάσισε να μείνει στην πόλη που ακαριαία τον γοήτευσε. Είχε μόνο 4 δολάρια στην τσέπη. Αρχισε να ποζάρει σε ζωγράφους και φωτογράφους «τα κόκκαλά μου έγιναν έργο τέχνης». Σύντομα γνώρισε την Ιζαμπέλ Γουόρντ, μια ιδιοκτήτρια μπουτίκ όπου ψώνιζαν διάσημοι σταρ της εποχής και πλούσιες κυρίες του Μανχάταν. Εκεί είδε τι φέρνει η δόξα στη ζωή των ανθρώπων, αλλά και την αδηφάγα αγωνία τους να μείνουν στην κορυφή με κάθε κόστος. Τον φρόντισε η Ιζαμπέλ, τον πήρε κοντά της, τον άφηνε να κάνει τη ζωή του και τον παντρεύτηκε για να πάρει την πράσινη κάρτα. Ο πατέρας της ο Αλεξ, ένας ευζωϊστής τζογαδόρος τον λάτρεψε και τον παρέσυρε στις αμαρτίες που απολάμβανε και ο ίδιος.
Εφυγε το 1975 από τη Νέα Υόρκη, επέστρεψε στην Ελλάδα μετά από πρόσκληση του Παντελή Βούλγαρη για να γυρίσουν το Χάππυ Νταίη και έμεινε για πάντα. Αν και ταυτίστηκε με την Αθήνα, εξελίχθηκε μαζί της, έλεγε «είναι πιο γοητευτικό να είσαι άγνωστος σε μια μητρόπολη που έχει να σου προσφέρει τα πάντα, παρά γνωστός σε μια πόλη που δεν έχει να σου προσφέρει κάτι».
Εκανε παρέα με «υπερήφανους φτωχούς και με γενναιόδωρους πλούσιους που σου προσφέρουν το ευ ζην χωρίς τον φόρτο της ιδιοκτησίας». Ολοι ήθελαν να τον γνωρίζουν, να μπουν στην παρέα του, ή απλά να τον ακούν καθημερινά στο ραδιόφωνο. Ζηλευτός ο τρόπος του να βλέπει τα πράγματα, να διακρίνει αυτό που άλλος δεν βλέπει, να αποθεώνει και κυρίως να αποδομεί με σκληρότητα και μαζί μοναδική κομψότητα. Οι φράσεις του, οι λεκτικές του ακροβασίες έγιναν σήμα κατατεθέν του, αυτή η προσθήκη μιας γαλλικής κατάληξης, τόσο σικ τόσο αυτοσαρκαστική, τόσο δική του: σημαντικμάν, υπαρξιακμάν.
Θα βάλω τα κλάματα και θα σας πνίξω
Και ενώ όλοι ήθελαν να ακούσουν τη γνώμη του, ο ίδιος δήλωνε ότι έχει «ανορεξία στις απόψεις» και επιστράτευε την «αδιαφορία της επιβίωσης». Οι κωμικοί τον μελαγχολούσαν, οι ήρωες των κλασικών έργων τον εξόργιζαν για όλα τα εγκλήματα που είχαν κάνει «ήταν καθάρματα». Δήλωνε ότι είναι βαθύτατα ρηχός, και ότι για αυτόν το απόλυτο καλό είναι «η θεϊκή άγνοια. Είναι ο Μπαχ, ο Μότσαρτ, ο Βελάσκεθ».
Ενιωθε τη λεηλασία του χρόνου όπως έλεγε πάνω του, στο κορμί του. Λάτρευε την αγιοσύνη «δίχως θεό, σαν τους ήρωες του Μπέκετ». Ο Κωνσταντίνος Τζούμας δεν ήταν μέρος ή εκφραστής μιας εποχής. Ηταν ο ίδιος μια ολόκληρη εποχή, μια επικράτεια. Θα τον θυμάμαι πάντα να απαγγέλει ποίηση, ειδικότερα τον αγαπημένο του στίχο του του Γιάννη Βαρβέρη «εσείς που χρόνια κολυμπάτε αμέριμνοι μέσα στα μάτια μου, κάποτε θα βάλω τα κλάματα και θα σας πνίξω».