Τα σκυλιά που αλυχτούν έξω από το χωρίς ζωή Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης. Ο ηλικιωμένος με το περιστέρι στο κεφάλι, ως άλλη προτομή. Η πανοραμική εικόνα της βραδινής Αθήνας που καθηλώνει. Τα μελαγχολικά πρόσωπα των νέων σε συρμούς τρένων και δρόμους της πόλης. Η έκθεση «Stock Images» του Πάνου Κοκκινιά και του ΝΕΟΝ με χειρουργική ακρίβεια καταγράφει τις στιβάδες αφηγήσεων της πόλης και όσων την κατοικούν.
Η διαδικασία για τη θέαση της έκθεσης «Stock Images» του Πάνου Κοκκινιά που πραγματοποιείται κατόπιν ανάθεσης από τον Οργανισμό ΝΕΟΝ του Δημήτρη Δασκαλόπουλου για τον πρόγραμμα «Εργο στην Πόλη», ξεκινά πριν καν ανέβεις στον τρίτο όροφο της Σοφοκλέους 4. Ξεκινά από τη στιγμή που θα περπατήσεις στο μαλακό υπογάστριο της πόλης, από το Μοναστηράκι μέσω της Αθηνάς και μετά στη Σοφοκλέους, στα όρια της αγοράς, με μυρωδιές, πολυφωνία γλωσσών και ταυτοτήτων, αγγίγματα από τους βιαστικούς περαστικούς. Ή αν έρθεις από την Πανεπιστημίου, καθώς θα διασχίζεις την άλλοτε ένδοξη, τώρα κενή ζωής γεμάτη με σκουπίδια και ξερά φύλλα στοά Αρσάκη, διασχίσεις τη διάβαση και βρεθείς στην στοά της Σοφοκλέους όπου η ζωή συνεχίζεται αργά, σε μικρή κλίμακα, αλλά επίμονα. Μια στοά που δεν έχει σιγήσει.
Χωρίς να το γνωρίζεις έχεις δει μπει στον μακρύ διάδρομο που οδηγεί στην καρδιά της έκθεσης φωτογραφιών του Πάνου Κοκκινιά, που δεν έχει κάνει τίποτα λιγότερο από το να αποτυπώσει πρόσωπα, στιγμές της καθημερινότητας, αρχιτεκτονικές εικόνες της πόλης, τοπόσημα, εμβληματικά κτίρια που όλα τους φέρουν τη φθορά του χρόνου, ιστορίες και οπτικές προσωπικές. Φέρουν τη διαφορετική εμπειρία, το διαφορετικό βλέμμα του πολίτη. Και το κάνει ο Κοκκινιάς με έναν τρόπο που φέρει προφανώς την προσωπική του πρόταση, αλλά ταυτόχρονα δημιουργεί έργα που είναι σαν καμβάδες πάνω στους οποίους ο θεατής θα τοποθετήσει τη δική του αφήγηση. Το δικό του συναίσθημα.
Είναι η πρώτη φορά που ο ΝΕΟΝ κάνει ανάθεση για μια έκθεση με φωτογραφίες και ο Κοκκινιάς, με την επιμέλεια της Shoair Mavlian (πρώην επιμελήτρια της Tate Modern που συνέβαλε στη δημιουργία του τμήματος φωτογραφίας του μουσείου και πλέον διευθύντρια της πλατφόρμας Photoworks της Βρετανίας) δημιούργησε σκηνοθετημένες φωτογραφίες, πορτρέτα από τη καθημερινή ζωή των πολιτών και πλάι σε αυτά τοποθέτησε φωτογραφίες αρχείου (stock images). Και είναι αυτές οι φωτογραφίες αρχείου, όλες τους μικρές, σχεδόν σε Α4 πλάι στις μεγάλες στιλπνές επιφάνειες των φωτογραφιών της έκθεσης, που συχνά γίνονται το σημείο στίξης που αλλάζει το νόημα μιας πρότασης.
Στον τρίτο όροφο της Σοφοκλέους 4 (είσοδος από τη στοά), στα γραφεία του κτηρίου του 1950 που παραμένουν κλειστά επί σχεδόν 15 χρόνια (εκεί λειτουργούσαν μέχρι πριν την κρίση γραφεία τραπεζών) κάθε μικρό δωμάτιο κατά μήκος του μεγάλου διαδρόμου φέρει φωτογραφίες του Κοκκινιά μαζί με μικρές εικόνες αρχείου. Οδηγούμαστε από την Shoair στην αίθουσα με τη μεγάλη πανοραμική θέα της πόλης (την βλέπετε ακριβώς κάτω). Εικόνα αποκαλυπτική της ομορφιάς της πόλης όταν την κοιτάς από μακριά, από ψηλά, μέσα στη νύχτα με τους φωτισμένους δρόμους να μοιάζουν με ρυάκια.
Πλησιάζοντας βέβαια το μάτι σου κολλάει σε μικρές λεπτομέρειες, σε φέτες ζωής μέσα στην εικόνα. «Σε κάθε φωτογραφία μπορείς να ανακαλύψεις άλλες 50 μικρότερες» μας είχε επισημάνει εξαρχής η διευθύντρια του ΝΕΟΝ Ελίνα Κουντούρη. Ενα ταμπλό στο οποίο μπορείς να σταθείς για πολλή ώρα μελετώντας κάθε του στοιχείο. Το μεγάλο μητροπολιτικό στοιχείο της νυχτερινής Αθήνας είναι εκεί -μόνο που φεύγοντας, κοιτάς στη μικρή εικόνα πλάι στην πόρτα, κοιτάς την φωτογραφία αρχείου: κάπου στο κέντρο, χαμηλά κτήρια και ταράτσες με διαλυμένα ελενίτ, πεταμένες λαμαρίνες, σιδερένιες προεξοχές για κλιματιστικά. Ασχημη, κενή ζωής, γκρίζα. Τα σκουπίδια κάτω από το χαλί.
Η υπόμνηση του Κοκκινιά είναι σαφής. Και αξίζει να την αναζητήσει κανείς σε κάθε αίθουσα, σε κάθε αφήγηση. Δεν υπάρχει μια γραμμική ιστορία, υπάρχει μια γραμμή που ξεχειλώνει, που βαθαίνει, που βγάζει στιβάδες για να δείξει και άλλες διαστάσεις της πραγματικότητας. Τα θλιμμένα βλέμματα των περαστικών είτε στους δρόμους (αναζητείστε τη φωτογραφία της σπουδαίας εικαστικού Διοχάντης με το πράσινο παλτό, πώς πέφτει ο ήλιος πάνω της, ανάμεσα στο πλήθος, καθώς με τηλεφακό την φωτογράφισε ο Κοκκινιάς), τις εικόνες των νέων συνήθως μέσα σε μετρό ή λεωφορεία με τα άδεια βλέμματα, την μελαγχολία που σκιάζει τα μάτια τους. Τα παιδιά, οι πολίτες της κρίσης που διασχίζουν την προαιώνια Αθήνα.
Στην αίθουσα με την μεγάλη φωτογραφία του ΕΜΣΤ, βαθιά μέσα στη νύχτα, με μια ομάδα σκύλων να στέκουν απέξω, ξαπλωμένα, άλλα σε εγρήγορση, οι φύλακες της χαμένης τιμής του μουσείου που δεν λέει να ανοίξει, όλοι χαμογελάσαμε, μάλλον πικρά. Στην αίθουσα με τη φωτογραφία του αγάλματος του Βενιζέλου στη Βουλή, μια μπλε νύχτα που χιόνιζε στην πόλη, η στατικότητα του αγάλματος συναντά τη νοερή κίνηση του χιονιού. Πλάι, μικρές εικόνες στον τοίχο, άγονα βράχια με μια εκκλησία, μια ελληνική σημαία, ένα πωλείται. Το ένδοξο, το πολιτικό, το εθνικό και πλάι η εικόνα της άλλης Ελλάδας, της εσωτερικής άγονης γραμμής..
Ο τρόπος που χειρίστηκε το φως σε αυτές τις εικόνες ο Κοκκινιάς (επί δύο χρόνια ετοίμαζε την έκθεση) είναι μοναδικός και ακολουθεί τη σχολή του Gregory Crewdson. Αυτό που τείνει να γίνει εξιδανικευμένο μας αποκαλύπτει σχεδόν ακαριαία και τις ρωγμές του. Τα υπαρξιακά ζητήματα που θίγει ο Κοκκινιάς είναι σαφή και δεν αφορούν μόνο τον πολίτη αλλά και την ίδια την πόλη, την εξέλιξή της, τον τρόπο που σχετιζόμαστε μαζί της. Και κάπως έτσι έπιασα τον εαυτό μου να σιγομουρμουρίζει ξαναβγαίνοντας στην πόλη, από τη στοά της Σοφοκλέους, την Ωδή στον Γεώργιο Καραϊσκάκη:«ποιος στα αλήθεια είμαι εγώ και που πάω, με χίλιες δυο εικόνες στο μυαλό». Με την συναίσθηση πως είμαι μέρος αυτής της ρευστής φωτογραφίας στιγμής της πόλης.
Ο Πάνος Κοκκινιάς τόνισε πως ο ΝΕΟΝ είναι ο μόνος οργανισμός που αυτή την εποχή και ήδη από την κρίση κάνει αναθέσεις, τροφοδοτεί και κρατά ζωντανή την εικαστική σκηνή της Αθήνας, ζωντανή όχι μόνο δημιουργικά αλλά και κυριολεκτικά, οικονομικά. Με την Ελίνα Κουντούρη να σημειώνει ότι το σημαντικό είναι μέσα από αυτές τις αναθέσεις να μπει και ένα πλαισιο, να χτιστεί η σχέση των καλλιτεχνών με την πόλη αλλά και η σχέση του πολίτη με τη σύγχρονη τέχνη και τις νέες θεάσεις της ίδιας του της πόλης. Η είσοδος στην έκθεση είναι ελεύθερη. Θα διαρκέσει ως τις 3 Νοεμβρίου. Τετάρτη ως Παρασκευή 12.00-20.00, Σάββατο 11.00-20.00 Κυριακή 10.00-18.00.