Μια αίσθηση απώλειας σχεδόν προσωπικής, που έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε σε λαοφιλείς καλλιτέχνες και πολιτικούς πλημμύρισε χθες τα social media. Ο Διονύσης Σιμόπουλος ήταν ο επιστήμονας που δεν κοίταξε την ακαδημαϊκή ελίτ, αλλά τον απλό πολίτη και τον οδήγησε στο σύμπαν.
«Μου ήρθε ο ουρανός σφοντύλι». Καλοκαίρι του 1960, ο 17χρονος πρόσκοπος Διονύσης Σιμόπουλος, βρίσκεται σε κατασκήνωση στον Παρνασσό. Είναι νύχτα και σκύβει να κοιτάξει μέσα από κάτι πρωτοφανές για αυτόν, μια «εξωγήινη μηχανή» όπως την έλεγε τότε. Ένα υψηλής τεχνολογίας -για την εποχή- τηλεσκόπιο που είχαν φέρει μαζί τους ομάδες προσκόπων από την Αμερική. Σκύβει ο Σιμόπουλος, και βλέπει την Σελήνη κατάμουτρα. Νομίζει ότι μπορεί να την αγγίξει. «Ενιωσα σαν να ήμουν ο πρώτος άνθρωπος που περπάτησε σε αυτή. Μου ήρθε ο ουρανός σφοντύλι» έλεγε μετά στις περιγραφές για την πρώτη φορά που του μίλησε απευθείας το σύμπαν.
Φυσικά η έννοια της αστροφυσικής πόσο μάλλον μιας αδιανόητης καριέρας με υψηλές θέσεις στο εξωτερικό, 31 βιβλία, δεκάδες βραβεύσεις, δεν υπήρχε καν για τον Διονύση Σιμόπουλο από την Πάτρα, τον γιο του δασικού υπαλλήλου με τον μισθό των 2.000 δραχμών, που η μεγαλύτερη επανάσταση που είχε ζήσει ως τότε ήταν το ραδιόφωνο που έφερε μια μέρα ο πατέρας του στο σπίτι -ούτε λόγος για τηλεόραση βέβαια.
Δεν εκλαΐκευσε, εκδημοκράτισε την αστροφυσική
Λέγαμε πάντα, από χθες ακόμα πιο πολύ, ότι ο Διονύσης Σιμόπουλος ήταν αυτός που εκλαΐκευσε την αστροφυσική και την επιστήμη, την έκανε κατανοητή ακόμα και στους μη μυημένους σε αυτήν. Κατά τη γνώμη μου, αυτό που έκανε πρωτίστως ο Σιμόπουλος ήταν να εκδημοκρατίσει την αστροφυσική. Να την κάνει κατανοητή, προσεγγίσιμη, κτήμα όλων. Με αυτή την έννοια η προσφορά του είναι ανυπολόγιστη και σαφώς πολιτική με την πούρα έννοια της λέξης.
Ο Διονύσης Σιμόπουλος, ο σπουδαίος αστροφυσικός, επίτιμος διευθυντής του Πλανητάριου στο Ευγενίδειο Ιδρυμα, μοναδικός δάσκαλος και αφηγητής που έφυγε από τη ζωή την Κυριακή μετά από μια γενναία μάχη με τον καρκίνο στο πάγκρεας, γεννήθηκε τον Μάρτη του 1943 στα Ιωάννινα, μέσα στην Κατοχή. Εκεί υπηρετούσε ο πατέρας του.
Αυτός και η δίδυμη αδελφή του, βρέφη επέστρεψαν στην Πάτρα, που έγινε η εσωτερική του πατρίδα: η παιδική του ηλικία, οι συνομωσίες στις αλάνες. Φτώχεια μεγάλη αλλά «εμείς τότε δεν ξέραμε ότι είμαστε φτωχοί». Ισως να μην είχε στραφεί στο σύμπαν και τις ιστορίες του αν δεν είχε γίνει πρόσκοπος, ήδη από τις πρώτες τάξεις του Δημοτικού. Διδάχθηκε εκεί την έννοια της αλληλεγγύης, της αγάπης, της φιλίας, ναι. Κυρίως όμως έβλεπε τον ουρανό στις νυχτερινές εκδρομές σε παραλίες και λοφίσκους γύρω από την Πάτρα. Ένα παιδί έκθαμβο κάτω από τον μαύρο θόλο με τις χιλιάδες κουκίδες.
Αυτό το παιδί έγινε μετά, επί 40 χρόνια, εμπνευστής και δημιουργός ατελείωτων ιστοριών και εικόνων για άλλα παιδιά στην Ελλάδα, που άφωνα σήκωναν το κεφάλι ψηλά για να δουν όχι τον ουρανό, αλλά τον θόλο του πλανητάριου. Εγινε ο Σιμόπουλος ο διαμεσολαβητής, ο προφήτης, ο αγγελιοφόρος του σύμπαντος για τα παιδιά, τους έφηβους, τους ενήλικους.
Ο έφηβος Διονύσης που δήλωνε επικούρειος
Επιστροφή στην Πάτρα, όμως. Ζούσε με πάθος τον προσκοπισμό, διάβαζε από νωρίς μυθιστορήματα, δοκίμια, ώσπου γνώρισε στην εφηβεία τον Επίκουρο και κάτι έλαμψε μέσα του. Δήλωνε έκτοτε επικούρειος. Όταν τον ρώτησε ο πατέρας του τι θέλει να σπουδάσει, με τι να ασχοληθεί, η απάντηση ήταν «θέλω να κάνω μια δουλειά που θα μου αποφέρει διπλάσιο μισθό από τον δικό σου». Πέρασε τελικά στο Φυσικό Αθηνών, όπου βέβαια για να σπουδάσει έπρεπε να πληρώνει δίδακτρα – δεν υπήρχε η δημόσια δωρεάν παιδεία τότε. Ο μισθός του συνταξιούχου πατέρα ήταν 1.980 ευρώ. Ολη η γειτονιά μιλούσε για δυο παιδιά που έφυγαν μόνα τους για σπουδές στην Αμερική και τα πήγαιναν καλά, είχαν βρει και εργασία, η ζωή τους άλλαξε. Αποφάσισε να πάει και αυτός, επέλεξε την Λουϊζιάνα λόγω της γειτνίασης με την Νέα Ορλεάνη που είχε αγαπήσει μέσα από τα βιβλία για την γαλλική κουλτούρα και αύρα της.
Το πρώτο μεγάλο ταξίδι του Διονύση Σιμόπουλου, που τον οδήγησε τελικά στο μεγάλο ταξίδι στο σύμπαν, ξεκινά έτσι. Από την οδό Σαχτούρη 55 Α στην Πάτρα, με πλοίο για τη Νέα Υόρκη και από εκεί οδικώς για την Λουϊζιάνα προκειμένου να σπουδάσει Πολιτική Επικοινωνία και Επικοινωνία της Αστροφυσικής στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο. Με έναν τρόπο που ποτέ δεν έμαθε, ποτέ δεν αποκωδικοποίησε ο Διονύσης, ο πατέρας του συγκέντρωσε μισθούς μισού έτους, τους μετέτρεψε σε δολάρια και τα έδωσε στον γιο του. Τα 150 δολάρια που επιτρεπόταν να έχει μαζί του κατά την είσοδο στις ΗΠΑ, άλλα 100 κρυμμένα καλά και 300 δολάρια για τα ναύλα στο πλοίο.
Αναζητώντας τη δική του Σκάρλετ Ο’ Χάρα στη Λουϊζιάνα
Επί 11 μέρες ταξίδευε ο Σιμόπουλος πάνω στο πλοίο Saturnia με προορισμό την Γη των μεγάλων ονείρων. Παλέρμο, Νάπολη, Μασσαλία, Λισαβώνα, Χάλιφαξ, Νέα Υόρκη. Από εκεί με λεωφορείο επί 46 ώρες ταξίδεψε οδικώς για το Μπατόν Ρουζ της Λουϊζιάνα. Σε κάθε στάση άκουγε στα τζουκ μπόξ των εστιατορίων το τραγούδι του Ρέι Τσαρλς «Ι can’t stop loving you». Εκπληκτος άρχισε να βλέπει όσο προχωρούσαν στον αμερικανικό νότο ότι το χρώμα του δέρματος άρχισε να γίνεται ένα είδος διαβατηρίου. Ξεχωριστές τουαλέτες, ξεχωριστά μπουκάλια νερού για λευκούς και μαύρους. Όπως έλεγε, αργότερα, όταν άρχισε να σπουδάζει, ένας συμφοιτητής του έγινε μάλιστα αρχηγός της Κου Κλουξ Κλαν στην περιοχή.
Αδιανόητα πράγματα για τον νεαρό Διονύση από την Πάτρα, που σπούδαζε, δούλευε όπου μπορούσε -καθάριζε τουαλέτες, έκανε λάντζα στα εστιατόρια- και ταυτόχρονα έψαχνε τον έρωτα. Για την ακρίβεια τους έρωτες, αφού δήλωνε λάτρης του ωραίου φύλλου. «Στην εφηβεία μου διάβασα το “Oσα παίρνει ο άνεμος”. Πήγα στην Λουϊζιάνα περιμένοντας να βρω τη δική μου Σκάρλετ Ο’ Χάρα». Η δική του Σκάρλετ ήταν η αμερικανίδα φοιτήτρια Κάρεν, την οποία παντρεύτηκε το 1968, απόκτησαν τρία παιδιά, πέντε εγγονές και έμειναν μαζί ως την τελευταία του ανάσα. 55 χρόνια ευλογίας – για τον Διονύση Σιμόπουλο δεν μετρούσαν τα βραβεία, οι διακρίσεις. Η οικογένειά του ήταν αυτό που θεωρούσε τύχη, δώρο, ευλογία.
Από επιστάτης διευθυντής στο Πλανητάριο
Ο Σιμόπουλος στις συνεντεύξεις του, στις συζητήσεις μας, στις διαλέξεις, έλεγε ότι αισθάνεται τυχερός. Ότι βρισκόταν πάντα στη σωστή στιγμή, στη σωστή θέση, κοντά στους σωστούς ανθρώπους. Γνώρισε την καλοσύνη των ξένων στις ΗΠΑ, ουσιαστικά όμως την κέρδισε. Ενας καθηγητής του, του ζητά να δουλέψει ως επιμελητής και άνθρωπος για όλες τις δουλειές στο μικρό Πλανητάριο του Πανεπιστημίου. Είναι 1967, έχει τελειώσει το πρώτο πτυχίο, στην Ελλάδα σαρώνει η Χούντα, δεν θέλει να επιστρέψει κάτω από αυτές τις συνθήκες, ψάχνει τι να κάνει. Ηταν η εποχή που δημιουργήθηκε το Πλανητάριο της Λουϊζιάνα, το δέκατο μεγαλύτερο στην Αμερική και ο καθηγητής του άρχισε να εργάζεται εκεί ως σύμβουλος. Του προσέφερε την ίδια θέση, αυτή του επιμελητή. Και μετά άρχισε ένα απίστευτο γαϊτανάκι που έφερε τον ίδιο τον Σιμόπουλο, σύντομα, στην κορυφή του Πλανηταρίου.
Ο πρώτος διευθυντής τα παρατάει όλα και φεύγει με την οικογένειά του στην Καλιφόρνια για να γίνει χίπις. Ο δεύτερος είναι αλκοολικός. Ο τρίτος δεν αντέχει και φεύγει. Και έτσι έρχεται «ο ουρανός σφοντύλι» ξανά στον Σιμόπουλο που του αναθέτουν να γίνει διευθυντής σε ένα από τα δέκα μεγαλύτερα πλανητάρια της Αμερικής. Ταυτόχρονα αρθρογραφούσε σε αθηναϊκές εφημερίδες γύρω από ζητήματα αστροφυσικής. Και έτσι είχε πάλι μια τεράστια τύχη, ευκαιρία. Ηταν ο μοναδικός δημοσιογράφος που βρισκόταν μέσα στο κέντρο ελέγχου του Κανάβεραλ όταν έγινε η εκτόξευση του «Απόλλων 11».
Ο ήχος του Απόλλων 11 που τον σημάδεψε
Πάλι καλοκαίρι. Ιούλιος, του 1969. Δεν βρίσκεται πια στον Παρνασσό με μια «εξωγήινη μηχανή», αλλά στο Κανάβεραλ για να καταγράψει την εκτόξευση. Βλέπει στην οθόνη τον πύραυλο να εκτινάσσεται στον αέρα, κύματα φωτιάς ακολουθούν πίσω του. Απόλυτη ησυχία μέσα στο κέντρο ελέγχου που απήχε περί τα πέντε χιλιόμετρα από την βάση εκτόξευσης. Και ξαφνικά… Χρειάστηκε να περάσουν μόλις 14 δευτερόλεπτα για να φτάσει ο ήχος σε αυτούς. «Ενιωθα να με χτυπάει στο στήθος αυτός ο ήχος, δεν ήξερα αν τον ακούω ή μόνο τον νιώθω». Ηταν από τις λίγες, ίσως η μοναδική περίπτωση, που ο χαρισματικός στην αφήγηση Διονύσης Σιμόπουλος δεν μπορούσε να βρει λέξεις να περιγράψει αυτό το σπουδαίο που βίωσε.
Όταν το 1973 του ζήτησαν να αναλάβει το Πλανητάριο στην Αθήνα δέχθηκε αμέσως. Επέστρεψε και ήταν σαν να επέστρεψε στην Πάτρα με το ραδιόφωνο στο σπίτι, χωρίς τηλεόραση και τεχνολογία. Και άρχισε την αναγέννηση του χώρου. Τεχνολογία, ιστορίες, επικοινωνιακή προσέγγιση, φιλμ, κινηματογραφικές τεχνικές. Μέσα σε τέσσερα χρόνια τετραπλασίασε τους επισκέπτες του χώρου. Αρχισε ταυτόχρονα να κάνει εκπομπές στην τηλεόραση και να μιλάει με τον μοναδικό του τρόπο για την αστροφυσική. Εκανε σε όλους μας, ανεξαρτήτως μόρφωσης ή εμπειριών, το σύμπαν πιο κατανοητό. Και ταυτόχρονα πιο μεγαλειώδες.
Τα μυστικά του Sesame Street και του σύμπαντος
Tην ίδια ώρα που εμφανίστηκε πιλοτικά το φαινόμενο του Sesame Street στην Αμερική, ο Διονύσης Σιμόπουλος εφάρμοσε ένα μοντέλο εκπαίδευσης και διάδοσης της γνώσης με τρόπο ευρηματικό διασκεδαστικό. Πήρε τις νέες τεχνολογίες και τις αρετές της ποπ κουλτούρας και έκανε το σύμπαν παγκόσμια γλώσσα μας. Πάντα τον ρωτούσαν αν πιστεύει στον Θεό, αν πιστεύει ότι υπάρχει ένα ανώτερο ον. Και πάντα ο γλυκύτατος, ευγενής, ψύχραιμος Διονύσης Σιμόπουλος απαντούσε με σαφήνεια αν και όχι ευθέως για να μην προσβάλει και να μην πληγώσει.
Ελεγε ότι οι δοξασίες του καθενός είναι απολύτως σεβαστές και ο ίδιος δεν είναι άξιος να τις κρίνει. Για να προσθέσει όμως «το σύμπαν έχει τη δυνατότητα να υπάρχει μόνο του, δεν υπάρχει δημιουργός του σύμπαντος». Άλλη επίσης αγαπημένη ερώτηση -που έβγαζε και εύκολους τίτλους- ήταν αν πιστεύει ότι υπάρχει ζωή στο διάστημα. Κλισέ που προσπερνούσε με κατανόηση και επιμονή.
Ο άνθρωπος που μας έμαθε να κοιτάμε τα άστρα
«Ενδείξεις και αποδείξεις δεν υπάρχουν» συνήθιζε να λέει. Μειδιώντας πάντα πρόσθετε ότι υπάρχουν ένα τρισεκατομμύριο γαλαξίες, πώς είναι δυνατόν να ξέρουμε ακριβώς τι συμβαίνει εκεί έξω; Και εκεί έμπαιναν τα απλά μαθηματικά της αστροφυσικής που μας δίδαξε ο Διονύσης Σιμόπουλος. «Εστω ότι υπάρχουν τεχνολογικά αναπτυγμένοι πολιτισμοί. Εστω ότι θέλουν να μας στείλουν σήμα. Θα χρειαστούν 2.000 χρόνια για να φτάσει εδώ. Και αν το λάβουμε και το επεξεργαστούμε και απαντήσουμε θα χρειαστούν άλλα 2.000 χρόνια για να φτάσει πίσω».
Ο Επίκουρος που διάβαζε από έφηβος, πριν από 2.000 χρόνια έγραφε ότι ο γη δεν είναι αυταπόδεικτα ο μόνος κόσμος. Ο Διονύσης Σιμόπουλος, ο επικούρειος, έζησε με αυτό. Πορεύτηκε με τις αρχές του, έμαθε ότι όριο του σύμπαντος είναι η ταχύτητα του φωτός, δεν φοβήθηκε ποτέ τον θάνατο και έζησε την απόλυτη ευτυχία μιας ζωής με την Κάρεν, την κόρη και τους δυο του γιους, τις τρεις εγγονές του.
Ηλπιζε να προλάβει να δει την ανάπλαση του Πλανητάριου το 2023. Ηλπιζε να δει και άλλα εγγόνια. Από χθες η Ελλάδα πενθεί για τον άνθρωπο που της έδειξε τα άστρα, από παιδιά ως υπερήλικες. Χάρη σε αυτόν κοιτάμε τον ουρανό, όχι μόνο ρομαντικά αλλά και αισιόδοξα.