Διαρκείς εκπλήξεις συναντούν τον θαυμασμό και τα ελληνικά παράδοξα. Σκαρφαλώνοντας στο κάστρο του Ακροκορίνθου, κατεβαίνοντας στο μουσείο Αρχαίας Κορίνθου, ξυπνούν μύθοι, ομορφιά, Τέχνη και τα αιώνια δαιμόνια ελληνικής γραφειοκρατίας και τουριστικής αισθητικής.
Γράφει ο Χένρι Μίλερ: «ο Λόρενς Ντάρελ είχε δίκιο: υπάρχει κάτι πλούσιο, αισθησιακό και τριανταφυλλί στην Κόρινθο. Είναι ο θάνατος σε πλήρη άνθιση, ο θάνατος εν μέσω της λαγνείας, ξεχειλίζοντας από διαφθορά. Οι κίονες του ρωμαϊκού ναού είναι χοντροί. Είναι σχεδόν ανατολίτικοι στις αναλογίες τους, βαρείς, κοντόχοντροι, ριζωμένοι στη γη, σαν τα πόδια ενός ελέφαντα που χτυπήθηκε από αμνησία. Παντού αυτή η θαλερότητα, η υπεραναπτυγμένη, η υπερώριμη ποιότητα επιδεικνύεται, τονισμένη από ένα τριανταφυλλί χρώμα που εκπέμπει η δύση του ήλιου.» (Ο Κολοσσός του Αμαρουσίου και Πρώτες εντυπώσεις από την Ελλάδα, Εκδόσεις Μεταίχμιο).
Στη βάση του μεγαλύτερου κάστρου του Μoριά, στον Ακροκόριθνο, κάτω από καυτό ήλιο, σηκώνω το κεφάλι μετρώντας τη διαδρομή που πρέπει να ανέβω, πάνω σε γλιστερές πέτρες και απότομες ανηφορικές διαδρομές.
Γύρω μου βλέπω Γάλλους, Γερμανούς, Ισπανούς, με πέδιλα hiking, ακόμα και με σαγιονάρες, κατακόκκινους από τον ήλιο με μαλλιά σαν άχυρο, να ανεβαίνουν σαν κατσίκια με μια άνεση που ίσως είναι και άγνοια τη διαδρομή προς το κάστρο που ορθώνεται ακόμα, αιώνες μετά επιβλητικό, σχεδόν βλοσυρό. Αρχαία Ελλάδα, Ρωμαϊκή εποχή, Βυζάντιο, ενετοκρατία, τουρκοκρατία, όλες οι εποχές το άγγιξαν, το άλλαξαν, άφησαν τα ίχνη τους, σαν να είναι το κάστρο του Ακροκορίνθου το σώμα της ίδιας της Ιστορίας. Αρχίζοντας από τη μυθολογία, τη μοιρασιά της περιοχής ανάμεσα στον Ποσειδώνα και τον Απόλλωνα, με την έκταση του κάστρου να περνάει στην Αφροδίτη.
Έκθαμβοι μεν, αναζητώντας τη σήμανση δε
Ακούγοντας σχεδόν μόνο λαλιές ξένων από όλη την Ευρώπη αρχίζει η διαδρομή προς τα πάνω, προς την πρώτη πύλη, ένα patchwork των πολιτισμών που κατέκτησαν τον τόπο. Λίγα αρχαϊκά ίχνη, καμπύλες οθωμανικές, βυζαντινές προσθήκες.
Στέκομαι κάτω από την πύλη και αναλογίζομαι πώς θα κατέβω αυτό τον πρώτο ολισθηρό δρόμο και βλέπω ξεκάθαρα, σαν να έχει γίνει ανατομία στο κάστρο τις κολώνες της αρχαιότητας να συναντούν τις μεταγενέστερες παρεμβάσεις, ενώ στον τοίχο έχει απομείνει κάτι σαν σοβάντισμα -ίσως εδώ να υπήρχε μια λαμπρή τοιχογραφία.
Είναι μόνο η αρχή αυτή η μικρή διαδρομή, καθώς το κάστρο βρίσκεται σε ύψος 575 μ., με περίμετρο τειχών 3 χλμ., και πρώτη θεμελίωση το 700 π.Χ. Το φυλάκιο κλειστό, μπαίνεις σε αυτό τον μοναδικής ομορφιάς και αλλεπάλληλων ιστοριών χώρο χωρίς εισιτήριο. Στη διαδρομή μας δεν συναντήσαμε ούτε έναν φύλακα.
Μέσα σε ένα εντυπωσιακό τοπίο με ερείπια, κανονιοθυρίδες, δεξαμενές, μισογκρεμισμένους ναούς, τον αγέρωχο ναό του Αγίου Δημητρίου που γίνεται καταφύγιο για σκιά, περπατάμε με οδηγό τις γενικές ταμπέλες που υπάρχουν διάσπαρτες. Καμία ειδική σήμανση μπροστά στα τεμένη, τους ναούς, τμήματα του κάστρου που προσπαθούμε να καταλάβουμε τι χρήση είχαν. Μένουμε στον θαυμασμό σε μια σκηνή αμετάφραστη, ξανά και ξανά.
Η ανάβαση συνεχίζεται, ψάχνεις μικρές εσοχές χωμάτων να πατήσεις, στα πιο επικίνδυνα σημεία υπάρχουν ευτυχώς χειρολισθήρες στους τοίχους.
Οι τουρίστες κινούνται με μια άνεση ζηλευτή, πάνε σε κάθε σπιθαμή του κάστρου, που χρειάζονται περί τις 2,5 ώρες για να το γυρίσεις ολόκληρο.
Μεσημεριάζει και εξακολουθούν να έρχονται με φίλους, με παιδιά, ολόκληρες οικογένειες κάτω από τον καυτό ήλιο. Είμαστε οι ελάχιστοι Ελληνες αυτοί που στεκόμαστε να δούμε τη θέα με την ανάσα κομμένη. Στο βάθος ο Κορινθιακός, από την άλλη ο Σαρωνικός, κομμάτια μπλε Ρόθκο κατά πάνω μας. Μέσα η πεδιάδα με τα patch διαφορετικών αποχρώσεων πράσινου και τις επικράτειες του σταχιού, σαν σχέδια μελέτης του Βαν Γκογκ. Πίσω τα βουνά ψηλά, ένας πυκνός φράχτης. Το όριο.
Η περιοχή είναι προστατευόμενος βιότοπος Natura 2000. Η χλωρίδα που του έχει εξασφαλίσει αυτή τη θέση, αποτελεί όμως και την πηγή έμπνευσης από την οποία οι αρχαίοι επέλεξαν σύμβολα για την τέχνη τους. Τα συναντάμε ως σήμερα: άκανθος, από την οποία ο Καλλίμαχος δημιούργησε το κορινθιακό κιονόκρανο. Ορνιθόγαλο που βάζαν στα στεφάνια του γάμου. Ορχιδέες. Κρόκοι, κίτρινοι και μωβ, αγριομενεξέδες, ανεμώνες, αγριομαργίτες, μπέλες, αμέτρητα αρωματικά φυτά. Μεγάλες εκτάσεις σταχιών που με τον δυνατό αέρα κινούνται με έναν τρόπο υπνωτικό.
Το δέος έχει εκδοχές που σε αιφνιδιάζουν
Μέσα στον Αγιο Δημήτριο, που χτίστηκε το 1611, σε ρυθμό σταυροεπίστεγης βασιλικής, κεριά αχνοφέγγουν και ο αέρας σφυρίζει από τον τοίχο απέναντι από το ιερό. Ψηλά, ξεφτισμένες, ακρωτηριασμένες αλλά ακόμα και έτσι, σαν φαντάσματα αυτού που υπήρξαν, στέκουν υπέροχες οι αγιογραφίες του σπουδαίου ζωγράφου αγιογράφου Δημήτριου Κακαβά από την εποχή ανέγερσης του ναού. Περπατώντας σε αυτό το κορυφαίο έργο φρουριακής αρχιτεκτονικής στην Πελοπόννησο, συναντάς επίσης τα ερείπια των Ναών της Αφροδίτης ένα Τζαμί του 16ου αιώνα, μια δεξαμενή βυζαντινής εποχής, έναν Μιναρέ, την υπόγεια Άνω Πειρήνη Κρήνη και τον Πύργο του Βιλλεαρδουίνου.
Βλέπω ένα ζευγάρι, τουρίστες. Η γυναίκα έχει κινητικά προβλήματα. Σχεδόν την κουβαλάει ο άνδρας, κατεβαίνουν αυτό το γλιστερό πέτρινο μονοπάτι με χαμόγελο. Κάθε γκρίνια και φόβος για πιθανή πτώση γίνεται ενοχικός. Η γυναίκα αυτή έφτασε από κάποιο σημείο του κόσμου για ένα προσκύνημα στο κάστρο. Πέρα από κάθε εμπόδιο και φυσική δυσκολία. Το δέος έχει εκδοχές που σε αιφνιδιάζουν.
Η γη περιστρέφεται με τα αρχαία της ερείπια
«Αν ήμουν πρωθυπουργός της Ελλάδας, δεν θα έκανα τίποτα που να μην περνάει μέσα από τον πολιτισμό», έλεγε ο Φρανσουά Μιτεράν.
Δεν ξέρω αν είναι μύθος της περιοχής, θυμάμαι όμως καλά ιστορίες από την επίσκεψη που θέλησε να κάνει ιδιωτικά ο Μιτεράν στην περιοχή της αρχαίας Κορίνθου.
Οι δυνατότητες του κάστρου και της αρχαίας Κορίνθου είναι αμέτρητες. Σηκώνουμε το κεφάλι και βλέπουμε ένα μωβ λιλά αλεξίπτωτο πλαγιάς να πετάει πάνω από το κάστρο. Ολη του την έκταση. Συγκλονιστικό: να το βλέπεις από ψηλά, κάθε του σπιθαμή, ενώ στο βάθος αντικρίζεις την επικράτεια από την Πάτρα, ως την Αίγινα. Ο Ικαρος στην Ακροκόρινθο. Επιστρέφει ο Χένρι Μίλερ: «βρίσκοµαι στην Κόρινθο µέσα σ' ένα ροζ φως, ο ήλιος µάχεται το φεγγάρι, η γη γυρίζει αργά µε τα χοντρά της ερείπια περιστρέφεται στο φως σαν νερόµυλος που αντανακλάται σε ακίνητη λίµνη...»
Οδηγώντας επτά λεπτά με το αυτοκίνητο, στο τέλος του δρόμου με τις συνεχείς στροφές, φτάνεις στο μικρό, αλλά τόσο γραφικό μουσείο της Αρχαίας Κορίνθου που χτίστηκε το 1932 (αργότερα έγιναν νέες προσθήκες) και κοντοστέκεσαι βλέποντας στο βάθος τον ναό του Απόλλωνα. Οσο και αν σε ζαλίζει ο ήλιος, δεν τρέχεις να μπεις στο σκιερό μουσείο. Απλώς, στέκεις να κοιτάς τον ριζωμένο στο πλάτωμα του λόφου ναό, χρονολογείται στον πρώιμο 7ο ή 6ο αιώνα π.Χ.
«Περί τα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ., ανεγέρθηκε στην θέση του κατεστραμμένου αρχικού κτηρίου ένας διπλός εν παραστάσι ναός δωρικού ρυθμού. Έφερε περίσταση από έξι κίονες στις στενές πλευρές και δεκαπέντε στις μακρές, και ήταν προσανατολισμένος στον άξονα Α-Δ. Το κυρίως κτίσμα αποτελείται από πρόναο και οπισθόδομο, με δύο κίονες εν παραστάσι, και σηκό με δύο διαμερίσματα, τα οποία χωρίζονται μεταξύ τους από εγκάρσιο συμπαγή τοίχο με πιθανό ενδιάμεσο άνοιγμα. Το δυτικό δώμα ταυτίζεται με θησαυροφυλάκιο», γράφει η επίσημη ιστοσελίδα του Μουσείου.
Το δηλητηριασμένο πέπλο της Μήδειας
Από τους 40 κίονες σώζονται σήμερα οι 7. Αποτέλεσε μέρος της εικονογράφησης για το περίφημο ποίημα του Λόρδου Βύρωνα «Η πολιορκία της Κορίνθου», για την πολιορκία του Ακροκορίνθου από τους Οθωμανούς το 1715 και την σφαγή της Βενετικής φρουράς. Στο ποίημα αυτό το 1816 πρωταγωνιστεί ο Βενετός Αλπ, που αλλαξοπίστησε και έγινε μισθοφόρος των Οθωμανών, και η Φραντσέσκα Μινότι, κόρη του Διοικητή της φρουράς, που αρνήθηκε να δώσει την κόρη του στον Αλπ.
Και μετά, η μυθολογία μάς μιλάει. Η κρήνη της Γλαύκης με τις τέσσερις δεξαμενές και τις τρεις λεκάνες άντλησης. Αναφέρεται στην Γλαύκη, την κόρη του Κρέοντα, που επρόκειτο να παντρευτεί τον Ιάσονα. Η Μήδεια, όμως, της έκανε δώρο ένα δηλητηριασμένο γαμήλιο πέπλο. Μόλις το φόρεσε, τρελαμένη από τον πόνο και το οξύ, έπεσε στην πηγή που πήρε το όνομά της.
Οι κλεμμένοι Κούροι ως σύνταγμα αγαλμάτων
Μπαίνοντας στο μουσείο, οι αρχαιοφύλακες μας υποδέχονται με πλατιά χαμόγελα και «Goodmorning, welcome». Σχεδόν ξαφνιάζονται όταν τους λέμε ότι είμαστε Ελληνες. Και πάλι παντού τουρίστες. To αίθριο με την κληματαριά, τα κυπαρίσσια και ένα δάσος ρωμαϊκών γλυπτών, περικλείει τις αίθουσες με το πλήθος εκθεμάτων -από το Ασκληπιείο, την Πειρήνη, την Τεγέα, τα Ισθμια κ.ο.κ. Όμως, αναπόφευκτα, οι σταρ του μουσείου είναι οι δύο πανέμορφοι, άψογοι Κούροι, που ήρθαν στην κατοχή της ελληνικής πολιτείας το 2010 μετά τη σύλληψη ενός αγρότη που τους βρήκε ατόφιους στο χωράφι του και που βρισκόταν σε συνεννόηση με αρχαιοκάπηλους για την πώλησή τους.
Οι δίδυμοι Κούροι (αν και σύντομα εντοπίζεις ότι έχουν μικρές διαφορές) στέκουν όρθιοι με ειδική στερέωση μπροστά από τους δύο τάφους των νέων ανδρών που κοσμούσαν στο αρχαίο νεκροταφείο της Κλένιας. Η περιοχή ανασκάφηκε μετά τη σύλληψη του αγρότη, ο οποίος υπέδειξε στους αρχαιολόγους πού βρήκε τους Κούρους. Εχουν περάσει 12 χρόνια και ακόμα δεν έχει επίσημα καταγραφεί το εύρημα, με αποτέλεσμα να μην επιτρέπεται η φωτογράφιση στους επισκέπτες. Δώδεκα χρόνια μετά, για δυο αρχαιότητες με ιστορία που ταξίδεψε σε όλο τον κόσμο. Εικόνες που ταξίδευαν σε όλο τον κόσμο από τους ξένους επισκέπτες.
«Τα αγάλματα κατασκευάστηκαν στο 530 – 520 π.Χ. Είναι από παριανό μάρμαρο. Ήταν στημένα το ένα δίπλα στο άλλο, σε περίοπτο σημείο του νεκροταφείου. Ένας μικρός τύμβος σκέπαζε δύο σαρκοφάγους από πωρόλιθο που είχαν τοποθετηθεί σε κοινό λάκκο. Μέσα στις σαρκοφάγους βρέθηκαν οστά ανδρών. Η ανάλυση των δοντιών τους έδειξε ότι οι δύο νέοι είχαν πεθάνει σε ηλικία περίπου 35 χρονών. Οι δίδυμοι Κούροι αποτελούν το μοναδικό αρχαϊκό επιτύμβιο “σύνταγμα αγαλμάτων” στον ελλαδικό χώρο», αναγράφει η επιγραφή πλάι τους.
Η επινόηση του μελανόμορφου ρυθμού
Ετοιμαστείτε να δείτε αριστουργήματα της τέχνης. Οι τεχνίτες της Κορίνθου ήταν από τους πλέον θαυμαστούς και περιζήτους μεταξύ των γνωστών πόλεων της αρχαιότητας. Τον 7ο και 6ο αι. π.Χ. η Κόρινθος εξελίχθηκε σε σημαντικό καλλιτεχνικό κέντρο της Μεσογείου. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι Κορίνθιοι επινόησαν τον μελανόμορφο ρυθμό.
Η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως νεκροταφεία, που βρίσκονται έξω, αλλά και μέσα στα τείχη της Κορίνθου. Τάφοι με πλούσια ευρήματα μαρτυρούν τις καθημερινές συνήθειες και τις μεταθανάτιες αντιλήψεις των Κορινθίων. Τα νεκροταφεία απλώνονταν κοντά σε κεντρικούς δρόμους, χωρίς συγκεκριμένο προσανατολισμό.
Συνήθως, οι νεκροί θάβονταν, αν και συνηθισμένη πρακτική ήταν και η καύση. Νεότεροι τάφοι ανοίγονταν δίπλα σε παλαιότερους, πάντα με σεβασμό προς τους νεκρούς προγόνους. Οι Κορίνθιοι προτιμούσαν τις σαρκοφάγους, ορθογώνιους τάφους από τοπικό πωρόλιθο. Χρησιμοποιούσαν όμως και λάκκους καλυμμένους με πλάκες ή μεγάλα αγγεία για τις ταφές των παιδιών.
Η καλλιτεχνική δραστηριότητα είναι πλούσια: Χαλκουργοί δουλεύουν τον χαλκό και έργα τους ταξιδεύουν στην Μεσόγειο. Αγγειοπλάστες και αγγειογράφοι κατασκευάζουν σπουδαία έργα από πηλό και επινοούν τον «μελανόμορφο ρυθμό» διαβάζουμε στο σάιτ του μουσείου.
Mετά, η πραγματικότητα του τουρισμού των '80s
Σε αντίθεση με τον έρημο από φύλακες Ακροκόρινθο, στο αρχαιολογικό μουσείο πλήθος εργαζομένων. Ομιλητικοί, πρόθυμοι να δώσουν εξηγήσεις, ενεργοί, ευγενικοί... Χαρούμενοι. Ανθρωποι που αγαπούν αυτό που κάνουν, που συνομιλούν με τους κούρους, με τα γυναικεία γλυπτά που φέρουν ίχνη χρωμάτων ακόμα πάνω τους, τα χέρια, τα πόδια που σαν τάματα έκαναν οι αρχαίοι στον Ασκληπιό, τα κτερίσματα. «Στο καλό» λέει στην έξοδο ακόμα και η ταμίας στο κιόσκι της εισόδου.
Στην έξοδο, αριστερά τα ερείπια του Ρωμαϊκού Ωδείου και ευθεία του Αρχαίου Θεάτρου. Ο πλακόστρωτος δρόμος σε οδηγεί στην κλασική τουριστική οδό με τα καταστήματα με αντίγραφα γλυπτών, τουριστικά είδη, καφέ, εστίαση με όρους τουριστικούς περασμένων δεκαετιών. Μία ώρα από την Αθήνα, στην αρχή της εισόδου στην Πελοπόννησο, ένας τόπος συγκλονιστικός, με ζωντανές ακόμα δέσμες της ιστορίας της ανθρωπότητας, εξακολουθεί να πάλλεται. Και δεν ασχημαίνει, ό,τι και αν συμβαίνει έξω από τα τείχη του.