Για σχεδόν δύο χιλιετίες, το Μικρό Θέατρο της Επιδαύρου βρισκόταν υπόγεια. Τα χαραγμένα καθίσματα του, ομόκεντρα και κλιμακωτά, ανήκαν σε έναν κόσμο γεμάτο ρίζες.
Στην προκειμένη περίπτωση, στις ρίζες ενός ελαιώνα που ανήκει στον Χρήστο Ζαφείρη, έναν ντόπιο αγρότη. «Λένε ότι αν δεν υπήρχαν τα γουρούνια που έσκαβαν στο χώμα, ίσως να μην γνωρίζαμε ποτέ την ύπαρξή του», αναφέρει ο καθηγητής Βασίλης Λαμπρινουδάκης. «Μέχρι να δούμε τις πέτρες το 1970, το θέατρο ήταν ένα μυστικό κρυμμένο κάτω από τη γη για 18 αιώνες».
Έτσι ξεκινάει δημοσίευμα του Guardian για τα αρχαία θέατρα της Ελλάδας, το οποίο εστιάζει στις όλο και περισσότερες προσπάθειες αποκατάστασης και αναβίωσης της πολιτιστικής κληρονομιάς της χώρας μας, με την οικονομική συνδρομή της Ε.Ε.
Ο κλασικός αρχαιολόγος, γνωστός για το έργο του στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, έχει αφιερώσει περισσότερες από τέσσερις δεκαετίες διασφαλίζοντας ότι το τυχαίο εύρημα δεν θα πάει χαμένο. Οι ανασκαφές δεν έχουν απογοητεύσει. Επιγραφές που ανακαλύφθηκαν στην τοποθεσία, στις πλαγιές μιας χερσονήσου με θέα στη θάλασσα, έχουν ρίξει φως στην ιστορία όσων μπορεί να ανέθεσαν το θέατρο. Στοιχεία πολλαπλών φάσεων κατασκευής, που ξεκινούν από τα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ., φώτισαν περαιτέρω την αρχαία πόλη της Επιδαύρου που κάποτε περιέβαλλε το αρχιτεκτονικό στολίδι.
«Για όσους συρρέουν στο φεστιβάλ του αναστημένου θεάτρου κάθε Ιούλιο, ο χώρος, περίπου 95 μίλια νοτιοδυτικά της Αθήνας, ανταγωνίζεται την ελαφρώς νεότερη αλλά πολύ πιο διάσημη αδερφή του, το αρχαίο θέατρο 12.000 θέσεων που απέχει μόλις 10 μίλια μακριά και θεωρείται το καλύτερο θέατρο της Ελλάδας ακουστικά και αισθητικά», γράφει ο Guardian.
«Είναι ανάμεσα στα 10 κορυφαία ευρήματα του 20ου αιώνα», λέει ο 80χρονος Λαμπρινουδάκης, δείχνοντας τις ανώτερες βαθμίδες του Μικρού Θεάτρου. «Περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο απομεινάρι του παρελθόντος, τα αρχαία θέατρα μας μιλούν. Περιέχουν ένα μήνυμα ζωής που η σύγχρονη κοινωνία ανυπομονεί να μοιραστεί. Είναι καθήκον μας να τα φέρουμε στη ζωή».
Σε μια χώρα τόσο πλούσια πολιτιστικά όσο η Ελλάδα, οι αρχαίοι χώροι θέασης και ακρόασης, όπως και άλλες αρχαιότητες, δεν είναι ξένες προς την εγκατάλειψη και τη φθορά, αναφέρει η βρετανική εφημερίδα. «Οι υπερβολικοί προϋπολογισμοί, η δυσκίνητη γραφειοκρατία και η δημόσια εποπτεία έχουν κατηγορηθεί για τα ερείπια που έπεσαν θύματα της καταστροφής της παραμέλησης και του χρόνου. Αλλά οι αξιωματούχοι βρίσκονται τώρα σε μια αποστολή να αναβιώσουν τα μνημεία. Και, με τη βοήθεια ιδιωτικών χορηγιών και κονδυλίων της ΕΕ, σημειώνεται πρόοδος», επισημαίνει η ανταποκρίτρια του Guardian, Ηelena Smith.
«Νότια της μικρής Επιδαύρου ξεκίνησαν πέρυσι οι εργασίες αποκατάστασης του αρχαίου θεάτρου 17.000 θέσεων της Σπάρτης. Στη Λάρισα, πρόκειται να ολοκληρωθεί η ανακατασκευή του μεγαλύτερου υπαίθριου αρχαίου θεάτρου της κεντρικής Ελλάδας. Καθώς προχωρούσαν οι ανασκαφές, οι αρχές ανέφεραν χιλιάδες επιγραφές και εκατοντάδες γλυπτά που ανακαλύφθηκαν», γράφει ο Guardian και συνεχίζει:
«Βορειότερα, στην Ήπειρο, μια από τις φτωχότερες περιοχές της Ευρώπης, υπάρχουν άμεσα σχέδια ώστε πέντε αρχαία θέατρα να γίνουν το κεντρικό κομμάτι μίας πολιτιστικής διαδρομής 214 μιλίων και 2.500 χρόνων ιστορίας. Η ΕΕ θα παράσχει το 80% των 24 εκατομμυρίων ευρώ που προβλέπεται να κοστίσει το έργο».
«Η στάση απέναντι στα αρχαία θέατρα έχει αλλάξει», λέει ο Σταύρος Μπένος, πρώην υπουργός Πολιτισμού και η δύναμη πίσω από το «Διάζωμα», μια ΜΚΟ που ιδρύθηκε για την προώθηση της ανάδειξης των μνημείων. «Τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει έργα σε περίπου 40 θέατρα. Έλαβαν μια πνοή φρέσκιας ζωής».
Ο Μπένος έχει από καιρό αγωνιστεί για να θεωρηθούν τα αρχαία λείψανα όχι ως μουσειακά κομμάτια, «ή νεκρά πράγματα», αλλά «ζωντανοί οργανισμοί» που πρέπει να ενσωματωθούν στην καθημερινή ζωή. Εάν τοποθετηθούν στο κέντρο των μονοπατιών πολιτιστικής κληρονομιάς και των αρχαιολογικών πάρκων, τα θέατρα, πιστεύει, θα συμβάλουν στην ανάδειξη του πολιτιστικού προφίλ της Ελλάδας βελτιώνοντας παράλληλα τον τουρισμό.
Η ΜΚΟ έχει χαρτογραφήσει 140 αρχαίους χώρους θέασης και ακρόασης σε όλη την Ελλάδα. Είκοσι πέντε βρίσκονται σε λειτουργία, φιλοξενώντας παραστάσεις και άλλες εκδηλώσεις, ενώ άλλα 20 βρίσκονται υπό ανακαίνιση. Το «Διάζωμα», που ιδρύθηκε ως κίνημα πολιτών το 2008, ένα χρόνο πριν από την έναρξη της εξουθενωτικής κρίσης χρέους της Ελλάδας, αντλεί την υποστήριξή του από ιδιωτικές δωρεές και τα μέλη ενθαρρύνονται να συνεισφέρουν σε «κουμπαρά» υιοθετώντας μνημεία. Για να διευκολύνει τους πολίτες, το ΔΙΑΖΩΜΑ έχει δημιουργήσει για κάθε θέατρο ένα ξεχωριστό λογαριασμό, «έναν κουμπαρά», όπου κάθε πολίτης, ανάλογα με τις δυνατότητές του θα μπορεί να συνεισφέρει τον οβολό του για τη μελέτη, την ανασκαφή, τη συντήρηση, την αποκατάσταση και τη λειτουργική ένταξη των αρχαίων θεάτρων στην καθημερινότητά μας.
«Τα θέατρα είναι μοναδικά», λέει ο Μπένος, ο οποίος διορίστηκε από την κυβέρνηση πέρυσι για να επιβλέπει την ανάνηψη του κατεστραμμένου από τις πυρκαγιές νησί της Εύβοιας, λόγω της ολιστικής προσέγγισής του στην αναγέννηση. «Από την αρχαιότητα, είναι τα μόνα μνημεία που είχαν την ίδια χρήση. Λόγω της αρμονίας τους, της αρχιτεκτονικής τους ομορφιάς και της σχέσης τους με το φυσικό περιβάλλον, οι άνθρωποι τρέφουν ιδιαίτερη αγάπη για αυτά. Γι' αυτό είναι τόσο συμβολικά».
Αποτελώντας ενδεικτικό της αρχαιολογικής αφθονίας της χώρας, το μικρό θέατρο της Επιδαύρου είναι ένα από τα έξι αρχαία θέατρα στην Αργολίδα. Από τα τρία που χρησιμοποιούνται ακόμη, το υπέροχο θέατρο 20.000 θέσεων του αρχαίου Άργους είναι το μεγαλύτερο.
Λαξευμένο στον βράχο ενός λόφου με θέα τη σύγχρονη πόλη, το ελληνιστικό μνημείο του 3ου αιώνα π.Χ. άνοιξε για το κοινό μετά από χρόνια εργασιών αποκατάστασης το 2004. Παραστάσεις και άλλες παρουσιάσεις πραγματοποιούνται τώρα στον χώρο, με το κοινό να κάθεται στις χαμηλότερες βαθμίδες –διατηρούνται καλύτερα καθώς και αυτές ήταν καλυμμένες από χώμα– αν και το πλήρες θέατρο έχει 89 σειρές καθισμάτων.
«Όμως όταν ανοίγεις έναν αρχαίο χώρο, υπάρχουν πάντα μόνιμες ανησυχίες», λέει η Άλκηστις Παπαδημητρίου, που διευθύνει το τμήμα αρχαιοτήτων της περιοχής. «Ανησυχείς για την ασφάλεια των ανθρώπων αλλά και για την καταστροφή του μνημείου».
Η αρχαιολόγος δεν πιστεύει ότι οι αρχαιότητες πρέπει απαραίτητα να ανοίγονται. Μάλλον, λέει, είναι εκεί για να αναγκάσουν τους θεατές «να θυμούνται την ιστορία, να τους θυμίζουν το παρελθόν».
Ωστόσο, τις ζεστές νύχτες του καλοκαιριού, δέχεται επίσης ότι δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο από το να διασκεδάζει σε ένα αρχαίο ελληνικό θέατρο. «Όταν σβήνουν τα φώτα, ξεχνάς την αποπνικτική ζέστη και πόσο άβολα μπορεί να νιώθεις και σε πηγαίνουν πίσω στο χρόνο», λέει, θαυμάζοντας την αρχαία τοποθεσία. «Είσαι εκεί, κάθεσαι εκεί που θα κάθονταν οι αρχαίοι, και δεν υπάρχει τίποτα πιο μαγικό».
Στο Μικρό Θέατρο της Επιδαύρου, η δουλειά κάθε άλλο παρά έχει τελειώσει, καθώς πρέπει να γίνουν και άλλες σημαντικές εργασίες. Ο καθηγητής Λαμπρινουδάκης δεν έχει ιδέα πόσο χρόνο θα χρειαστεί η ομάδα του. Αυτό που ξέρει είναι ότι μετά από τόσο καιρό κρυμμένο στο έδαφος, το αρχαίο μνημείο έχει ακόμα μυστικά να αποκαλύψει. «Θα πάρει όσο χρειαστεί», λέει χαμογελώντας. «Λίγα χρόνια ακόμα έρευνας και δουλειάς δεν είναι τίποτα σε σύγκριση με τους 24 αιώνες που υπάρχει αυτό το θέατρο, σε αυτή τη γωνιά της Ελλάδας».