Άρχιζε σχεδόν κάθε του φράση με τη λέξη «αντιθέτως». Au contraire. Αυτό θέλει να γραφτεί στον τάφο του. Ο Ζαν Λυκ Γκοντάρ, που πέθανε στα 92 του χρόνια, καθόρισε τον σύγχρονο κινηματογράφο και έζησε συνειδητά μέσα σε έναν κόσμο παραδοξοτήτων, μοναξιάς, ελιτισμού.
«Kάπου στη διαδρομή, ο μύθος έφαγε τον άνδρα. Ο Γκοντάρ που κάθεται απέναντί μου στο διαμέρισμά του στο Παρίσι, φορώντας μια μπλούζα τόσο στενή που μοιάζει με Βούδα που μόλις σηκώθηκε από τον απογευματινό του ύπνο, είναι τόσο πιο ανθρώπινος, πιο παιδικός σε σχέση με τον μύθο που τον περιβάλλει. Eχει ένα μικρό τραύλισμα. Είναι υπομονετικός και χαρούμενος. Προσπαθεί να απαντήσει ερωτήσεις που άλλοι θα εκλάμβαναν ως προσβολές. Κυρίως, βγάζουν νόημα αυτά που λέει».
Αυτή τη φράση του δημοσιογράφου του Guardian που πριν από δέκα χρόνια κάθισε απέναντι από τον τότε 80 ετών θρυλικό σκηνοθέτη για μια από τις σπάνιες συνεντεύξεις που έδωσε, από την πρώτη στιγμή που τη διάβασα χαράχθηκε στο μυαλό μου. Μια Polaroid του δημιουργού, του μαέστρου του κύματος nouvelle vague, που καθόρισε τον κινηματογράφο όπως τον ξέρουμε ως τώρα.
Δώσε μου κι άλλα. Δεν έχω κάνει τίποτα
Πέθανε σε ηλικία 92 ετών, στο Παρίσι, όπως μετέδωσε σε όλο τον κόσμο με έκτακτη είδηση η Liberation λίγο πριν από το μεσημέρι της Τρίτης 13 Σεπτεμβρίου. Μέχρι πέρυσι όμως δήλωνε «δώσε μου κι άλλα. Ας κάνουμε ό,τι δεν έχει γίνει ως τώρα». Ελεγε ότι όταν ένας σκηνοθέτης κάνει την τέταρτη ταινία του νομίζει ότι έχει κάνει τα πάντα, «έχω αναθεωρήσει όμως. Θεωρώ ότι έχω κάνει ένα τίποτα».
Μια αίσθηση ανικανοποίητου, υπαρξιακού κυνισμού από τον σκηνοθέτη του «Περιφρόνηση» (υπάρχει χρονιά που μπαίνει το καλοκαίρι και δεν σκέφτεσαι την Μπριζίτ Μπαρντό γυμνή να κάνει ηλιοθεραπεία στην Casa Malaparte;), «Με κομμένη την ανάσα», «Η κυρία θέλει έρωτα», «Οι καραμπινιέροι», «Ο τρελός Πιερό», «Μια γυναίκα είναι μια γυναίκα», «Alphaville» κ.ο.κ.
Η περιγραφή του νυσταγμένου Βούδα με το κολλητό μπλουζάκι, του δημοσιογράφου, είναι η υπογραφή σε αυτό που έφερε όχι ο μύθος, αλλά ο άνθρωπος πίσω από αυτόν. Ο άνθρωπος που μονίμως είχε αντιρρήσεις, που άλλαζε θέσεις με έναν τρόπο μανιχαϊστικό. Σαδιστικό για τους γύρω του, ανακουφιστικό στιγμιαία για τον ίδιο.
«Στον τάφο μου θέλω να γραφτούν μόνο δύο λέξεις. Au Contraire», είπε. Αντιθέτως… Ετσι άρχιζε τις περισσότερες φράσεις του. Αυτός που συνειδητά για δύο χρόνια, στα 16 του, σταμάτησε να μιλάει, έχοντας μόλις διαβάσει το βιβλίο «Ερευνα για τη φύση και τις λειτουργίες της Γλώσσας».
Εξι ετών, ήδη δυστυχισμένος με τον κόσμο
Γεννήθηκε από Ελβετούς μεγαλοαστούς γονείς στο Παρίσι στις 3 Δεκεμβρίου του 1930, έζησε με χλιδή και πρόσβαση σε κάθε μορφή Τέχνης και Γνώσης που επιθυμούσε. Ηταν ένα παιδί, όμως, μελαγχολικό.
Στο φιλμ για τη ζωή του JLG βλέπουμε την μαυρόασπρη εικόνα ενός έξι ετών παιδιού, συνοφρυωμένου. «Όχι, δεν με είχε μαλώσει μόλις πριν η μητέρα μου, ήμουν έτσι όλη μου τη ζωή ως παιδί. Ημουν ήδη δυστυχής γι' αυτό που ήταν ο κόσμος», έλεγε.
Παρά την τόσο πληθωρική του παραγωγή ταινιών και το μοναδικό του άγγιγμα, πάλευε πάντα μέσα του με την αποδοχή και την καινοτομία. Επληττε εύκολα και το πιο σκληρό ήταν ότι έπληττε με τον εαυτό του.
«Ναι, είμαι μοναχικός. Όμως μέσα μου έχω επικοινωνία με πολλούς ανθρώπους και ιδέες που απλά δεν έχουν την παραμικρή ιδέα ότι επικοινωνώ μαζί τους». Ελεγε ότι επέλεξε τη μοναξιά επειδή ήταν μέλος μιας «πλούσιας, τεράστιας οικογένειας, με πολλά παιδιά και ξαδέλφια. Είχα τόσα πολλά και πολλούς στην παιδική μου ηλικία, που το δίκαιο είναι να έχω τώρα λιγότερα». Από το ένα άκρο στο άλλο. Πέφτει με τα μούτρα σε μια πηγή και μετά στέκει στεγνός απέναντί της, θέλοντας να τη δει να στερεύει.
Δεν έχω οικογένεια... Μόνο έναν-δύο φίλους
«Ως ερασιτέχνης κινηματογραφιστής, πάντα μαχόμουν τους επαγγελματίες. Ως επαγγελματίας, τα έβαλα με τους ερασιτέχνες. Ως Γάλλος μαχόμουν τους Ελβετούς, ως Ελβετός τους Γάλλους».
Κοιτάς πίσω από την εικόνα του δαμαστή Γάλλου σκηνοθέτη με τσιγάρο μονίμως κρεμασμένο στα δάχτυλα, τα μαύρα γυαλιά, το αλαζονικό ύφος, τις ιέρειες του κινηματογράφου να κρέμονται από το μπράτσο του ως μούσες. Τι σκηνοθέτησε τελικά ο Γκοντάρ; Τις ταινίες; Τον εαυτό του; Την πραγματικότητα όπως την ξέραμε ως τότε;
Για περίπου τριάντα χρόνια, κλεισμένος σε ένα γκαράζ στην ελβετική πόλη Rolle έψαχνε τη νέα κινηματογραφική γλώσσα. Είχε απορρίψει από νωρίς, δημοσίως, τις αμερικανικές ταινίες, το Χόλιγουντ: «Ούτε οι Νορβηγοί δεν θα έκαναν τόσο κακές ταινίες όσο οι Αμερικανοί».
Όταν γύρισε το αυτοβιογραφικό JLG, τον ρώτησαν γιατί συμμετείχαν τόσοι λίγοι στο φιλμ. «Μια αυτοβιογραφική ταινία είναι όπως ο καθρέπτης. Κοιτάς σε αυτόν. Δεν έχω οικογένεια. Εχω μόνο έναν ή δύο φίλους. Το δωμάτιο της ζωής μου είναι κενό», ήταν η απάντησή του.
Η Αννα Καρίνα βυθισμένη σε μια μπανιέρα με αφρούς
Πέρασε το όριο αυτό, της συνειδητής μοναξιάς, για χάρη του κινηματογράφου και μόνο. Μια μέρα, βλέπει στην τηλεόραση μια διαφήμιση, μια 18χρονη Δανή να διαφημίζει ένα κρεμοσάπουνο, βυθισμένη σε μια μπανιέρα με αφρούς. Είναι η Αννα Καρίνα, ένα μοντέλο που είχε φτάσει ένα χρόνο πριν από τη Δανία με οτοστόπ. Την ψάχνει. Την εντοπίζει.
Της ζητάει να παίξει στην πρώτη του ταινία μεγάλου μήκους. Της ζητάει να βγάλει όλα τα ρούχα της. Αρνείται. Τη ρωτάει γιατί έκανε τότε μια διαφήμιση γυμνή σε μπανιέρα. «Στο μυαλό σου μόνο ήμουν γυμνή. Στην μπανιέρα φορούσα ρούχα», του λέει. Δέχεται. Παίζει την πρώην του Ζαν Πολ Μπελμοντό. Είναι το φιλμ «Με κομμένη την ανάσα». Η ταινία γίνεται μια από τις σημαντικότερες όλων των εποχών. Η ταινία γίνεται σχολή. Ο Γκοντάρ, ο μαέστρος του γαλλικού, του παγκόσμιου κινηματογράφου. Η Καρίνα γίνεται η ερωμένη του. Η νέα φαντασίωση.
Ολοι θέλουν να του μοιάσουν, να τους μοιάσουν. Δύναμη, επιρροή, καθηλωτικό ταλέντο. Ο ριζοσπάστης, αριστοκράτης, που αλλάζει τον τρόπο να βλέπουμε, να νιώθουμε. Αλλάζει το μέσο. Αλλάζει τη βιομηχανία. Mπορεί να πει ό,τι θέλει, να κάνει ό,τι θέλει και να γίνει νόμος.
«Μια ταινία πρέπει να έχει αρχή, μέση και τέλος. Όχι όμως απαραίτητα με αυτή τη σειρά» λέει, και φερέλπιδες αλλά και καθιερωμένοι σκηνοθέτες μπαίνουν σε ψυχεδελικά και συχνά αφόρητα, ανούσια ταξίδια για να εφαρμόσουν αυτή την ατάκα.
Το τσίρκο της Μπαρντό, η απόρριψη της Νόβακ
Αγαπούσε να κάνει τους γύρω του να αισθάνονται αμήχανα, άβολα, λένε συνεργάτες του. Ηταν μαρτυρικές οι στιγμές στα γυρίσματα της «Περιφρόνησης», αφού ήδη βρισκόταν σε αντιπαράθεση με τη σύζυγό του, Αννα Καρίνα. Επίσης εκνευριζόταν με το τσίρκο που είχαν στήσει οι παπαράτσι για την Μπριζίτ Μπαρντό -η αρχική του επιθυμία ήταν το ζευγάρι να το ερμηνεύσουν οι Φρανκ Σινάτρα και Κιμ Νόβακ. Πάλεψε να βάλει την απίστευτη σεξουαλικότητα της Μπαρντό που μόλις είχε γυρίσει το «Και ο θεός έπλασε τη γυναίκα» στο καλούπι της μπουρζουά Γαλλίδας. Της φοράει κάποια στιγμή μια μαύρη περούκα και είναι σαν την αντανάκλαση της Αννα Καρίνα -στο μυαλό σου ήμουν γυμνή, είναι σαν να του αντιγυρίζει ξανά.
Ηταν δέκα χρόνια μικρότερή του και ήταν ίσως η μόνη που άνοιξε μια μεγάλη χαραμάδα στη ζωή του. Δεν τον κατάλαβε ποτέ ακριβώς. «Ημασταν διακοπές στη Νότια Γαλλία. Ημουν ευτυχισμένη. Είχαμε ήδη διανύσει 200 χιλιόμετρα, γυρίζω, τον κοιτάζω και του λέω ''δεν είσαι ευτυχισμένος''. Μου απαντά ''δεν είμαι δυστυχισμένος. Είμαι κάπως απογοητευμένος, ακύρωσα μια συνάντηση με τον Τριφό στο Παρίσι''. Κάνει στροφή στο αυτοκίνητο και γυρίζει πίσω προς το Παρίσι. Μετά από 100 χιλιόμετρα γυρίζει και με κοιτάζει "δεν είσαι ευτυχισμένη'', μου λέει. Κάνει πάλι στροφή και γυρίζει πίσω στο ταξίδι».
Οι τύψεις επειδή του κράτησαν μυστικό το Ολοκαύτωμα
Μετά το διαζύγιό του από την Καρίνα, παντρεύτηκε την Anne Wiazemsky, η οποία εμφανίστηκε στο φιλμ του «La Chinoise». Χώρισε και με αυτήν. Οσο μεγάλωνε, οι αφορισμοί που έδινε στις ελάχιστες συνεντεύξεις του πλήθαιναν. Κόντρα στον εαυτό του. Στο επάγγελμά του. Εφτασε στο σημείο να κηρύξει νεκρό το σινεμά. «Λυπάμαι τον γαλλικό κινηματογράφο επειδή δεν έχει ιδέες. Λυπάμαι τον αμερικάνικο κινηματογράφο επειδή δεν έχει ιδέες».
Αρνηση, αμφισβήτηση, ακόμα και τύψεις. Όταν έγινε το Ολοκαύτωμα ήταν 15 ετών. «Οι γονείς μου δεν μου το είπαν. Το έμαθα πολύ αργότερα. Νιώθω ακόμα τύψεις που δεν το ήξερα και δεν μπόρεσα να κάνω κάτι για να βοηθήσω». Οπως έφηβος επέλεξε να σταματήσει να μιλά, να νιώσει το βάρος του κόσμου πάνω του για το Ολακαύτωμα, να νιώσει ότι δεν έχει πατρίδα και εθνική ταυτότητα, έτσι και οι ταινίες του έγιναν όλες οι ιστορίες, τα διαβατήρια, οι βεβαιότητες που δεν απέκτησε. Ή, αν τις απέκτησε, τις θρυμμάτισε. Προσφέροντάς μας μια εποποιία που ξεπερνά τον κινηματογράφο, την Τέχνη. Επικοινώνησε απευθείας μαζί μας, ακόμα και αν δεν είχαμε την παραμικρή ιδέα.