Ανοίγουν από σήμερα τα θερινά σινεμά στην επικράτεια, με όλα τα μέτρα και οσκαρικές ταινίες κάτω από τα άστρα.
Τα θερινά ανοίγουν με δύο οσκαρικές ταινίες, το ποιητικό «Nomandland» της Κλόι Ζάο και το «Soul», το μεταφυσικό animation της Pixar, αλλά και μια ελληνική πρεμιέρα, το «Πρόστιμο» του Φωκίωνα Μπόγρη.
Η χώρα των νομάδων (Nomadland)
Σενάριο-σκηνοθεσία: Κλόι Ζάο
Παίζουν: Φράνσις ΜακΝτόρμαντ, Ντέιβιντ Στραδέρν, Λίντα-Μέι, Σουάνκι, Μπομπ Γουέλς
Περίληψη: Μια γυναίκα γύρω στα εξήντα, που έχασε τα πάντα κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, είναι πια αναγκασμένη να μετακινείται διαρκώς. Η νέα της ζωή αλλάζει ριζικά τόσο την ίδια όσο και τους γύρω της.
Με δεκάδες βραβεία, μεταξύ των οποίων και τρία Όσκαρ (Καλύτερης Ταινίας, Καλύτερης Σκηνοθεσίας και Α΄ Γυναικείου Ρόλου για τη Φράνσις ΜακΝτόρμαντ) η Κλόι Ζάο, μια από τις πιο σημαντικές δημιουργούς του σύγχρονου σινεμά, αναμφίβολα έχει υπογράψει την ταινία της χρονιάς.
Βασισμένη στο βιβλίο της δημοσιογράφου και συγγραφέα Τζέσικα Μπρούντερ με τίτλο «Nomadland: Surviving America in the 21st Century» («Η Χώρα των Νομάδων: Επιβιώνοντας στην Αμερική του 21ου Αιώνα»), η Ζάο καταγράφει το οδοιπορικό μιας γυναίκας, της Φερν, που έχει επιλέξει να ζει στο περιθώριο του αμερικανικού ονείρου. Αν και η ίδια είναι πρώην δασκάλα, μετά από τον θάνατο του άντρα της και το κλείσιμο του εργοστασίου όπου δούλευε, επιλέγει να αφήσει το σπίτι και τις ανέσεις της μικροαστικής ζωής και να ζήσει ως πλάνητας.
Μένοντας σε ένα βανάκι, χαρακτηρίζει τον εαυτό της «houseless» (ανέστια) κι όχι «homeless» (άστεγη), κάνει ευκαιριακές δουλειές για να εξασφαλίσει τα προς το ζην και μοιράζεται τη νομαδική ζωή σε προσωρινές κοινότητες, που στήνονται κάπου στην αμερικανική ενδοχώρα, συγκεκριμένα στις δυτικές και μεσοδυτικές Πολιτείες. Και μπορεί η αφορμή αυτής της απόφασης να οφείλεται στην οικονομική κρίση και στην προσωπική απώλεια που βιώνει, αιτία όμως είναι το γεγονός ότι η Φερν θέλει να κοιτάζει τον ανοιχτό ορίζοντα.
Μαζί με τους καινούργιους φίλους, τους «παρίες» της κοινωνίας, περνάει τις μέρες ήρεμα και ανέμελα. Οι δικοί της θέλουν να τη βοηθήσουν, οι φίλοι της θέλουν να της προσφέρουν σπίτι, εκείνη όμως επιλέγει να ζει στην απεραντοσύνη, μακριά από τις συμβατικότητες. Κι αυτή ακριβώς είναι η ομορφιά και η δύναμη της πάντα χαμογελαστής Φερν, που ερμηνεύει μοναδικά η Φράνσις ΜακΝτόρμαντ, χωρίς μεγάλες εξωτερικές αλλαγές, που αρέσουν στις Ακαδημίες, αλλά με βαθιά εσωτερικότητα και βλέμμα σταθερό, διαχωρίζοντας απόλυτα τη μοναχικότητα από τη μοναξιά.
Η γεννημένη στην Κίνα αλλά εγκατεστημένη στην Αμερική Ζάο, που πλέον έχει γίνει η απόλυτη εκπρόσωπος του «Girl Power», παρακολουθεί αυτό το road trip στην αμερικανική πραγματικότητα μέσα από τη ματιά μιας διαφορετικής ηρωίδας, που θέλει να αυτοπροσδιορίζεται από την εσωτερική της ανάγκη. Η Φερν δεν είναι μια επαναστάτρια, είναι επαναστατική. Δεν είναι ακραία, δεν είναι έντονη, δεν κραυγάζει για την ελευθερία της, απλώς την προασπίζεται ήρεμα και απλά και η ταλαντούχα σκηνοθέτις κινείται στο «αποκαλούμενο» περιθώριο χωρίς ούτε για μια στιγμή να καταφεύγει σε μελοδραματισμούς, αποκαλύπτοντας τελικά το μεγαλείο μιας τέτοιας επιλογής.
Ο διευθυντής φωτογραφίας Τζόσουα Τζέιμς Ρίτσαρντς, αποτυπώνοντας το αχανές αμερικανικό τοπίο, φωτίζει την απεραντοσύνη που αναζητάει η Φερν, και η Ζάο αντιπαραβάλλει αυτή την απόκοσμη ομορφιά με τον υλικό κόσμο μιας καταναλωτικής κοινωνίας, χωρίς καταγγελτική διάθεση, αλλά με μια ποίηση, που σπάνια βρίσκει κανείς σήμερα σε μια ταινία. Ταυτόχρονα η έννοια τη μνήμης και του χρόνου κρύβεται μέσα σε κάθε πλάνο, απαλύνοντας τον φόβο του θανάτου και ταυτόχρονα λυτρώνοντας την ηρωίδα από τον πόνο, που απλώς τον αποδέχεται ως ένα κομμάτι της διαδρομής της.
Όπως συνηθίζει η Ζάο, αληθινά πρόσωπα συντροφεύουν τη Μακ Ντόρμαντ στην περιπλάνησή της, δημιουργώντας ένα ενδιαφέρον ντοκιμαντέρ fiction, πράγμα που χαρακτηρίζει και τις προηγούμενες δουλειές της, και φτιάχνει ένα απόλυτα ανθρωποκεντρικό μανιφέστο που δεν συμπονά, αλλά θαυμάζει όσους αποφασίζουν να ζήσουν αλλιώς.
Το πρόστιμο
Σκηνοθεσία: Φωκίων Μπόγρης
Παίζουν: Βαγγέλης Ευαγγελινός, Στάθης Σταμουλακάτος, Μαρία Μπαλούτσου, Βασίλης Άγγελος Αναστασίου, Φένια Αποστόλου, Βαγγέλης Μουρίκης, Τζένη Κιτσέλη, Σίσσυ Τουμάση, Όμηρος Πουλάκης, Κώστας Στεφανάκης, Γιάννης Οικονομίδης
Περίληψη: Ο Βαγγέλης βγάζει τα προς το ζην πουλώντας κάνναβη. Προσπαθεί να πιάσει μια μόνιμη δουλειά, όμως το στιγματισμένο ποινικό του μητρώο δεν του το επιτρέπει. Όταν οι γείτονες απειλούν να τον καταδώσουν στην αστυνομία, ο Βαγγέλης αναγκάζεται να εγκαταλείψει το διαμέρισμά του και να καταφύγει στο σπίτι της αδελφής του. Εκεί θα γνωρίσει τον αρραβωνιαστικό της, Πέτρο, έναν μπράβο και συνεργάτη του υποκόσμου των νοτίων προαστίων. Ο Πέτρος προσφέρει διέξοδο στο οικονομικό του πρόβλημα, ωθώντας τον να συμμετάσχει στις «δουλειές» που οργανώνει. Όμως ο Βαγγέλης δεν θέλει να ανήκει στον κόσμο της νύχτας.
Στη δεύτερη μεγάλου μήκους του ταινία (δέκα και κάτι χρόνια μετά από την «Κάθαρση») ο Φωκίων Μπόγρης περιπλανάται στον κόσμο της νύχτας και της παρανομίας, υπογράφοντας ένα σφιχτοδεμένο αθηναϊκό νέο-νουάρ.
Με κεντρικό ήρωα, έναν τριαντατετράχρονο άνδρα, που το ποινικό μητρώο δεν του επιτρέπει να βρει μια σταθερή και χωρίς ρίσκο δουλειά, όπως ο ίδιος λέει, και ακολουθώντας τον δρόμο που χάραξε ο Οικονομίδης -ο οποίος εμφανίζεται και σε έναν μικρό ρόλο στην ταινία -ο Έλληνας σκηνοθέτης καταγράφει έναν κόσμο που ζει στο περιθώριο, άλλοτε κατά επιλογή και άλλοτε από ανάγκη, με ωμό ρεαλισμό.
Ο Μπόγρης βασίζει το σενάριό του που συνυπογράφει με τον Παύλο Τράγο σε μια αληθινή ιστορία, επενδύει στην αυθεντική γλώσσα των διαλόγων και φτιάχνει ένα ενδιαφέρον μωσαϊκό χαρακτήρων, που ζουν μέσα στη βία, κυρίως γιατί έτσι έμαθαν, ή γιατί δεν είχαν κανένα άλλον τρόπο να επιβιώσουν σε ένα αδηφάγο σύστημα. Μέσα εκεί ο Βαγγέλης, ο κεντρικός του ήρωας, προσπαθεί να ξεφύγει από μια μοίρα προδιαγεγραμμένη και να ακολουθήσει τον δρόμο της καρδιάς.
Με σωστούς ρυθμούς, έξυπνο μοντάζ και δεξιοτεχνική σκηνοθεσία κυρίως σε ό,τι αφορά στη χρήση του χώρου, ο Μπόγρης με αξιοθαύμαστη ισορροπία, και χωρίς κριτική διάθεση αφηγείται μια ακραία ιστορία με χαρακτήρες ανθρώπινους, που ακροβατούν επικίνδυνα, και κερδίζει με την ειλικρίνειά του.
Μάλιστα, πατάει πάνω στο «ανδρικό χιούμορ» που έχει χρησιμοποιήσει πολλάκις ο ελληνικός κινηματογράφος, στιγματίζοντας την τοξική αρρενωπότητα. Η εικόνα του μάτσο άντρα που μπορεί να χτυπάει, να κακοποιεί, ή να κάνει σεξιστικά αστειάκια αποσαθρώνεται πλήρως από τον Μπόγρη, που φροντίζει πάντα να κόβει στη μέση το γέλιο του θεατή, υπενθυμίζοντας τι κρύβεται πίσω από τέτοιου είδους συμπεριφορές.
Αν κι σε κάποια σημεία, η επίμονη νατουραλιστική απεικόνιση στερεί από τις σκηνές του δραματικές εντάσεις που θα προσέδιδαν μεγαλύτερη δυναμική, η ματιά του παραμένει καθαρή, βαθιά πολιτική και αμιγώς κινηματογραφική.
Soul
Σκηνοθεσία: Πιτ Ντόκτερ
Με τις φωνές των: Τζέιμι Φοξ, Τίνα Φέι, Κουέστλαβ, Φιλίσια Ρασάντ, Νταβίντ Ντιγκς
Περίληψη: Ο Τζο Γκάρντνερ είναι ένας πιανίστας της τζαζ που ονειρεύεται μια πετυχημένη καριέρα σε μπάντες και βραδινά κλαμπ, αλλά αρκείται να διδάσκει σχολικές τάξεις. Η μητέρα του, με την οποία είναι ιδιαίτερα συνδεδεμένος, κάνει ό,τι μπορεί για να του θυμίζει ότι είναι loser. Όταν τελικά η τύχη του χτυπήσει την πόρτα, η μοίρα θα τον φέρει σ' αυτόν τον μυστηριώδη κόσμο μεταξύ ζωής και θανάτου. Εκεί, ο Τζο θα γνωρίσει την 22, μια ψυχή έτοιμη να πάρει τη θέση του στη Γη, πράγμα για το οποίο δεν είναι ιδιαιτέρως πρόθυμη, επειδή δεν βλέπει τι το ελκυστικό υπάρχει στο δικό μας σύμπαν.
Το καινούργιο animation της Pixar που απέσπασε Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας Κινουμένων Σχεδίων και μουσικής, έχει μεταφυσικές ανησυχίες και ευαισθησία, χωρίς όμως να κάνει την επανάσταση.
Μετά από το «Inside Out», η Pixar για πρώτη φορά με Αφρο-Αμερικανό πρωταγωνιστή- έναν καθηγητή μουσικής που ονειρεύεται να παίξει μια μέρα στο Ηalf Νote- και με τη συνοδεία της τζαζ εξερευνά το μέγα μυστήριο της ψυχής.
Ο Τζο λοιπόν τη μέρα ακριβώς ότι που το όνειρο της ζωής του θα γίνει πραγματικότητα, κατά λάθος πέφτει σε μια τρύπα στον δρόμο και πεθαίνει. Η ψυχή του μεταφέρεται στο Μεγάλο Μετά. Εκεί οι υπάλληλοι αυτού του μεταφυσικού κόσμου, που θυμίζουν τους κυβιστικούς πίνακες του Πικάσο και ονομάζονται όλοι Τζέρι, προσπαθούν να τον μυήσουν στη νέα του κατάσταση. Ο Τζο όμως θέλει να επιστρέψει στη γη κι έτσι καταλήγει στο Μεγάλο Πριν, εκεί που οι ψυχές προετοιμάζονται για τον κόσμο. Μια από αυτές, με τον αριθμό 22, δεν έχει βρει ακόμα τον στόχο της και γι' αυτό είναι εντελώς απρόθυμη για τη μεγάλη περιπέτεια. Ο Τζο τότε αναλαμβάνει ως μέντορας να τη βοηθήσει με απώτερο σκοπό να βρει έναν τρόπο να επιστρέψει.
Σε αυτό το μεταφυσικό τοπίο, όπου οι ψυχές –όλες σε χρώμα μπλε, που συμβολίζει τον αγώνα κατά του ρατσισμού- ψάχνουν να βρουν το νόημα της ζωής, ο Πιτ Ντόκτερ υπογράφει μια πιο «ψαγμένη εκδοχή του πολύχρωμου «Coco», προσεγγίζοντας δύσκολα θέματα με χιούμορ ευαισθησία και τις απαραίτητες ψυχεδελικές πινελιές, αφηγούμενος την απολαυστική ιστορία μιας περίεργης φιλίας, που τελικά δεν μιλάει για τον θάνατο, αλλά και για το νόημα της ζωής.
Με τις τζαζ μελωδίες τουΤζον Μπατίστ αφενός και το ηλεκτρονικό score των Τρεντ Ρέζνορ και Άτικους Ρος να κυριαρχούν, και με φόντο την πολύβουη Νέα Υόρκη, ο Ντόκτερ αξιοποιεί μια ενδιαφέρουσα ιδέα, κατάλληλη ως επί το πλείστον για το ενήλικο κοινό, με υψηλή αισθητική, χωρίς όμως να καταφέρνει να ξεπεράσει τον σκόπελο του διδακτικού μηνύματος των animations.
Wonder Woman 1984
Σκηνοθεσία: Πάτι Τζένκινς
Παίζουν: Γκαλ Γκαντότ, Κρις Πάιν, Πέδρο Πασκάλ, Κρίστεν Γουίγκ, Ρόμπιν Ράιτ.
Περίληψη: Η πριγκίπισσα των Αμαζόνων Νταϊάνα εργάζεται ως υπεύθυνη μουσείου στην Ουάσιγκτον του 1984 και εντοπίζει ένα αρχαίο πετράδι με μαγικές ιδιότητες, που μπορεί να πραγματοποιήσει την ευχή εκείνου που το κρατά στα χέρια του.
Η Γκαλ Γκαντότ επιστρέφει στην Wonder Woman, με την Πάτι Τζένκινς να υπογράφει και πάλι τη σκηνοθεσία, χωρίς όμως να τα καταφέρνει και τόσο καλά αυτή τη φορά.
Βρισκόμαστε στο 1984, ο Ρίγκαν είναι Πρόεδρος των ΗΠΑ και η Νταϊάνα Πρινς στο εργάζεται στο ινστιτούτο Smithsonian. Όταν στην αντίληψη της πέφτει η ύπαρξη ενός πετρώματος με μαγικές ιδιότητες, που όπως σωστά φαντάζεστε μπορεί να πραγματοποιήσει όλες τις ευχές, αλλά και να καταστρέψει τον κόσμο, καλείται να αναλάβει δράση.
Η Πάτ Τζένκινς είναι η πρώτη γυναίκα που ανέλαβε τη σκηνοθεσία υπερηρωικής ταινίας και στην ουσία έδωσε έναν αέρα ανανέωσης στο σκουριασμένο σύμπαν της DC, όμως αυτή τη φορά έχει στα χέρια της ένα σενάριο γεμάτο προβλήματα.
Καταρχάς, η άτσαλη επανεμφάνιση του Στιβ δραματουργικά στέκει με το ζόρι, και όλοι καταλαβαίνουν πως η απόφαση αυτή έχει να κάνει περισσότερο επειδή η Γκαντότ έχει καλή χημεία με τον Κρις Πάιν, παρά για οποιανδήποτε άλλο λόγο.
Το μήνυμα περί αλαζονείας της εξουσίας είναι παρόν, οι ηθικο-διδακτικοί τόνοι ανεβασμένοι ως εκεί που δεν πάει, η σοβαροφάνεια επισκιάζει το χιούμορ και το όλο εγχείρημα θυμίζει παλιότερες δεκαετίες. Μένουν μόνο οι σκηνές της δράσης -αυτό δηλαδή που όλοι ζητάνε από μια Wonder Woman – να κάνουν τη δουλειά. Όντως σε αυτό το σημείο η Τζένκινς έχει το δικό της στίγμα και μας χαρίζει τρεις δυνατές στιγμές, που ανεβάζουν την αδρεναλίνη, με καλύτερη όλων αυτή με τους αγώνες των Aμαζόνων στην έναρξη.
Η υποβλητική μουσική του Χανς Ζίμερ και η εκρηκτική Γκαλ Γκαντότ που έχει βελτιωθεί και πλέον είναι πιο εξοικειωμένη με τον ρόλο της, προσπαθήσουν να βοηθήσουν την κατάσταση, αλλά δυστυχώς το πρόβλημα του σεναρίου είναι τόσο μεγάλο, που σχεδόν έχεις την αίσθηση ότι δεν βλέπεις μια ολοκληρωμένη ταινία, παρά μονό κάποια ευχάριστα αποσπάσματα.
Οι Μάγισσες (The Witches)
Σκηνοθεσία: Ρόμπερτ Ζεμέκις
Παίζουν: Αν Χάθαγουεϊ, Οκτάβια Σπένσερ, Στάνλεϊ Τούτσι
Περίληψη: Ένα ορφανό αγόρι πηγαίνει να ζήσει με την αγαπημένη του γιαγιά στα τέλη του 1967 στην κωμόπολη Ντεμόπολις, στην Αλαμπάμα. Καθώς το αγόρι με τη γιαγιά του συναντούν κάποιες παραπλανητικά λαμπερές, αλλά απόλυτα διαβολικές μάγισσες, βρίσκουν καταφύγιο σε ένα πολυτελές ξενοδοχείο δίπλα στη θάλασσα. Δυστυχώς, καταφθάνουν ακριβώς την ίδια στιγμή που η ανώτατη μάγισσα έχει συγκεντρώσει μυστικά τις συναδέρφους της από όλο τον κόσμο για να πραγματοποιήσει τη διαβολική αποστολή της.
Ο Ρόμπερτ Ζεμέκις διασκευάζει ξανά τις «Μάγισσες» του Ρόαλντ Νταλ, μετά από τον Νίκολας Ρεγκ, που το 1990 έκανε μεγάλη επιτυχία με πρωταγωνίστρια την Αντζέλικα Χιούστον.
Ακολουθώντας εν πολλοίς τα χνάρια της πρώτης ταινίας, κι όχι του βιβλίου, ο Ζεμέκις που είναι μετρ στο fantasy, φτιάχνει ένα μαξιμαλιστικό remake παρά μια δική του διασκευή. Μόνο που μεταφέρει τη δράση στην Αλαμπάμα του ‘60 και βάζει τους κεντρικούς πρωταγωνιστές, δηλαδή την γιαγιά – που υποδύεται εξαιρετικά η Οκτάβια Σπένσερ- και τον εγγονό της να είναι μαύροι. Μέσα από αυτό το δίδυμο προσπαθεί σε μια ιστορία με μάγισσες που κυνηγούν μετά μανίας τα μικρά παιδιά, να περάσει μερικά υπαινικτικά σχόλια σε σχέση με τον ρατσισμό και τις ταξικές ανισότητες, υπακούοντας στο πνεύμα του # BlackLiveMatters, που επικρατεί στο Χόλιγουντ.
Κατά τα άλλα, αν και το σενάριο έχει την υπογραφή του παραμυθά Γκιγιέρμο ντελ Τόρο, δεν έχει να προσθέσει πολλά σε αυτή τη δεύτερη εκδοχή, απλώς αντί να επενδύει στο μακιγιάζ χρησιμοποιεί, ενίοτε δε και αλόγιστα, την τεχνολογία, φορτώνοντας τα πλάνα του με αμέτρητα οπτικά εφέ.
Βέβαια τα πράγματα το ΄90 ήταν πολύ διαφορετικά, γεγονός που δεν φαίνεται να υπολογίζει ο Ζεμέκις, εξ ου και προκάλεσε την αντίδραση των ατόμων με αναπηρίες όσο αφορά στον τρόπο που απεικόνισε τις μάγισσες (με ελλιπή άκρα που παραπέμπουν σε πραγματικές ασθένειες), συνδέοντας έτσι το δαιμονικό με την εξωτερική εμφάνιση.
Επιπλέον, πέρα από το πολιτικά μη ορθό ατόπημά του, η καρικατουρίστικη προσέγγισή του δεν καταφέρνει να απευθυνθεί σε ενήλικο κοινό, ούτε όμως και να αγγίξει τον κόσμο των μικρότερων θεατών που σήμερα πια, μετά από δημοφιλή blockbusters όπως ο «Χάρι Πότερ» ή ο «Άρχοντας των Δαχτυλιδιών» έχουν μια εντελώς άλλη αντίληψη σχετικά με τους μαγικούς κόσμους.
Έξι λεπτά πριν από τα μεσάνυχτα (Six Minutes to Midnight)
Σκηνοθεσία: Άντι Γκόνταρντ
Παίζουν: Έντι Ίζαρντ, Κάρλα Τζούρι, Τζέιμς Ντ' Αρσι, Τζούντι Ντεντς
Περίληψη: 1939. Ο Τόμας Μίλερ είναι δάσκαλος, και την τελευταία στιγμή προσλαμβάνεται από ένα βρετανικό κολέγιο για να διδάξει αγγλικά στις κόρες υψηλόβαθμων στελεχών των ναζί. Κάτω από το άγρυπνο βλέμμα της διευθύντριας και της αφοσιωμένης βοηθού της, τα κορίτσια εξασκούν τη γλώσσα, προκειμένου στο μέλλον να αντιπροσωπεύσουν το ιδανικό της Γερμανίδας γυναίκας. Όταν εντοπίζεται το πτώμα ενός πρώην δασκάλου, πυροδοτείται μια σειρά από γεγονότα με τελική κατάληξη ο Τόμας να κατηγορείται για φόνο.
Βρετανικό δράμα εποχής, βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα, με τηλεοπτική αισθητική που θα ταίριαζε περισσότερο στη μικρή οθόνη.
Τοποθετημένο δεκαεπτά μέρες πριν από την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου το «Έξι λεπτά πριν από τα μεσάνυχτα» προσπαθεί να φωτίσει ένα όχι και τόσο προβεβλημένο κεφάλαιο της Ιστορίας, που αφορά κυρίως στη πλευρά των Βρετανών, οι οποίοι είτε συντάχθηκαν, είτε δεν αντιτάχθηκαν στους Ναζί.
Ένας Βρετανός κατάσκοπος, ο Τόμας Μίλερ, που είναι κατά το ήμισυ Γερμανός, όπως και αρκετοί ακόμα από τους ήρωες της ταινίας, προσλαμβάνεται ως καθηγητής σε ένα οικοτροφείο, όπου κόρες και συγγενείς υψηλόβαθμων στελεχών του Τρίτου Ράιχ εκπαιδεύονται και μαθαίνουν αγγλικά. Στόχος του είναι να ανακαλύψει πότε τα κορίτσια θα αναχωρήσουν από την Αγγλία, γεγονός που θα σημάνει και την έναρξη του πολέμου.
Γύρω του, φιλόπατρεις Εγγλέζοι, προδότες επιθεωρητές που λειτουργούν ως κατάσκοποι των Γερμανών και παραστρατημένες δασκάλες που δεν μπορούν να καταλάβουν, ή δεν θέλουν να δουν την απειλή που κρέμεται πάνω από την Ευρώπη, μπλέκονται σε μια περιπέτεια, που θα ήθελε να είναι κατασκοπική.
Tο πρόβλημα είναι ότι ο Άντι Γκόνταρντ, που συνυπογράφει το σενάριο με τη Σέλιν Τζόουνς και τον πρωταγωνιστή Έντι Ίζαρντ, αντιμετωπίζει αυτή την πολύπλοκη υπόθεση πρόχειρα. Χάρτινοι και μονοδιάστατοι χαρακτήρες, σεναριακά κενά που δεν δικαιολογούνται, αμήχανο μοντάζ και μια στιλιζαρισμένη σκηνοθεσία που προσπαθεί να δημιουργήσει μια κάποια ατμόσφαιρα, δημιουργούν τελικά έναν αχταρμά που ενίοτε φλερτάρει έντονα με μια υποψηφιότητα για Χρυσό Βατόμουρο.
Έτσι ο Γκόνταρντ χάνει την ευκαιρία να υπενθυμίσει στους συμπατριώτες του ότι στην υπόθεση «Β’ παγκόσμιος Πόλεμος» κανείς στην ουσία δεν ήταν εντελώς αθώος και πως όλες οι πλευρές έβαλαν το λιθαράκι τους για την φρίκη που επακολούθησε.
Τρία υπέροχα κορίτσια (È per il tuo bene)
Σκηνοθεσία : Ρολάντο Ραβέλο
Παίζουν: Μάρκο Τζιαλίνι, Βιντσέντζο Σαλέμε, Τζιουζέπε Μπατιστον, Ιζαμπέλα Φεράρι, Βαλεντίνα Λοντοβίνι, Κλαούντια Παντόλφι και Ματίλντε Τζιόλι.
Περίληψη: Τρεις απελπισμένοι μπαμπάδες είναι πεπεισμένοι πως οι κόρες τους έχουν διαλέξει τον λάθος σύντροφο. Θεωρώντας πως κάνουν το σωστό, ενώνουν τις δυνάμεις τους για να ξεφορτωθούν τους τρεις αντισυμβατικούς μνηστήρες, δοκιμάζοντας την υπομονή των συζυγών τους.
Ιταλική κομέντι, που βασίζεται στην ισπανική επιτυχία του 2017 «Είναι για το Καλό σου».
Τρεις πενηντάρηδες, με διαφορετικό οικονομικό στάτους ο καθένας, που έχουν όμως παντρευτεί τρεις αδερφές, βλέπουν την ήσυχη ζωή τους να τινάζεται στον αέρα με τα καμώματα των κοριτσιών τους. Η Βαλεντίνα, η κόρη του γιάπη δικηγόρου Αρτούρο, παρατάει τον γαμπρό την ημέρα του γάμου τους, για τα μάτια της Άλεξ, μιας απελευθερωμένης μαύρης κοπέλας, vegan και αντικαπνίστριας. Η Μάρτα, η κόρη του αστυνομικού Αντόνιο, τα έχει φτιάξει με τον Σιμόνε, έναν ράπερ, που καπνίζει χασίς και τα χώνει με τη μουσική του στο σύστημα, ενώ η Σάρα, η κόρη του Πόλι, ετοιμάζεται να φύγει για τις Ηνωμένες Πολιτείες για να χαρεί τον έρωτά της με τον Λουίτζι, έναν γνωστό γυναικοκατακτητή, αλλά και πρώην συμμαθητή του πατέρα της.
Οι τρεις συντηρητικοί μπαμπάδες θεωρούν τις επιλογές των τέκνων τους ακατάλληλες, οπότε ενώνουν τις δυνάμεις τους για να εξολοθρεύσουν τους «εχθρούς», προκαλώντας το μένος των οικογενειών τους.
Με σύνθημα τη διαφορετικότητα, στην πλέον ωραιοποιημένη και καλόβολη εκδοχή της, ο Ρολάντο Ραβέλο επιστρατεύει την κλασική συνταγή μιας οικογενειακής κωμωδίας, και φτιάχνει μια συμβατική ταινία, που απενοχοποιημένα παίζει με όλα τα κλισέ του είδους, εκπληρώνοντας τον βασικό της στόχο, που δεν είναι άλλος από το απευθυνθεί σε ένα ευρύ κοινό, χωρίς περαιτέρω διάθεση προβληματισμού.
Επαναπροβολές:
Για την Μικρή Σαμά (For Sama)
Σκηνοθεσία: Ουαάντ αλ-Κατέμπ, Έντουαρντ Γουάτς
Περίληψη: Μια φοιτήτρια από το Χαλέπι της Συρίας κινηματογραφεί τον εαυτό της, καθώς ζει την έκρηξη της συριακής εξέγερσης και στη συνέχεια τις βιαιότητες του εμφυλίου πολέμου.
Μια συγκλονιστική ταινία με περισσότερα από 60 βραβεία σε διεθνή φεστιβάλ και διθυραμβικές κριτικές παγκοσμίως, που συγκινεί με το θάρρος της.
Η 26χρονη Ουάντ με αυτό το προσωπικό ντοκιμαντέρ, που στην ουσία είναι μια επιστολή αγάπης, απευθύνεται στη Σάμα, στη μικρή κόρη της, καταγράφοντας τις τελευταίες ημέρες των συγκρούσεων στο Χαλέπι της Συρίας.
Η δημιουργός ζει στο Χαλέπι με τον Χάμζα, τον πατέρα της Σάμα, που είναι γιατρός στο τελευταίο νοσοκομείο που απέμεινε στην πόλη. Περικυκλωμένοι από παντού, καθημερινά υφίστανται τους βομβαρδισμούς του συριακού καθεστώτος και της ρωσικής αεροπορίας. Με το φόβο ότι μπορεί να σκοτωθούν ανά πάσα στιγμή, η Ουάντ δημιουργεί ένα κινηματογραφημένο μήνυμα προς την μόλις ενός έτους κόρη της, για να της εξηγήσει ποιοι είναι οι γονείς της, για ποιον σκοπό αγωνίζονται και γιατί η Σάμα ήρθε σε αυτόν τον κόσμο.
Και Οι Θεοί Τρελάθηκαν (The Gods Must Be Crazy)
Σκηνοθεσία: Τζέιμι Ις
Παίζουν: ΝιΞάο, Μάριους Βέγιερς, Σάντρα Πρίνσλοου. Ν. Αφρική, Μποτσουάνα
Περίληψη: Στην έρημο Καλαχάρι ένα αεροπλάνο ρίχνει μια μέρα ένα άδειο μπουκάλι Coca-Cola. Το άγνωστο αντικείμενο θα αναστατώσει την ήσυχη ζωή των κατοίκων της περιοχής.
Μια οικολογική ταινία από τη δεκαετία του ’80, που με το ναΐφ στυλ της έγινε τεράστια εμπορική επιτυχία στη εποχή της, διατηρώντας μέχρι σήμερα διατηρεί τη γοητεία της. Ένα άδειο μπουκάλι Coca-Cola που πέφτει από τον ουρανό αναστατώνει την πρωτόγονη, ειδυλλιακή καθημερινότητα μιας οικογένειας Βουσμάνων στην έρημο Καλαχάρι. Ένας απ’ αυτούς ξεκινά με τα πόδια για να φτάσει στην άκρη του κόσμου και να το ξεφορτωθεί.
Η κωμική οικολογική αλληγορία του Τζέιμι Ις από τη Νότια Αφρική κέρδισε τις εντυπώσεις με την ειλικρίνειά της και το καλοκάγαθο χιούμορ της, αντλώντας την έμπνευσή της από τις κωμωδίες του βωβού κινηματογράφου.