Θρυλικό έργο, δείγμα του επικού θεάτρου που θέριεψε ο Μπρεχτ, με την ιδιοφυή μουσική του Κουρτ Βάιλ, η όπερα ανέβηκε στη Λυρική φέρνοντας τον θεατή αντιμέτωπο με ένα σπουδαίο έργο και με τον βηματισμό του στη σύγχρονη εποχή.
Tι ακριβώς είναι αυτό που μας κάνει, καθισμένους στην κατάμεστη αίθουσα Σταύρος Νιάρχος της Λυρικής -μέσα στα κόκκινα σχεδόν βελούδινα καθίσματα και το ξύλο τριανταφυλλιάς ολούθε σε τοίχους και πάτωμα- να κουνάμε ρυθμικά το κεφάλι και να επαναλαμβάνουμε μέσα μας τους στίχους του Alabama song του Μπέρτλοτ Μπρεχτ; «Ι tell you we must die, I tell you, I tell you, I tell you we must die». Στο λέω, πρέπει να πεθάνουμε.
Ήδη από τα πρώτα λεπτά της όπερας σε τρεις πράξεις -με τους χυμούς τζαζ στον πυρήνα της- «Η άνοδος και η πτώση της πόλης του Μαχαγκόννυ» των Μπέρτλοτ Μπρεχτ και Κουρτ Βάιλ που ανεβαίνει σε σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά, το περίφημο τραγούδι που ανεξαρτητοποιήθηκε και τραγουδήθηκε από τους πιο ανθεκτικούς στα σκληρά μέταλλα σύγχρονους τραγουδιστές, ακούγεται στη σκηνή.
Φυσικά το επικό έργο του Μπρεχτ -το έγραψε αμέσως μετά την Όπερα της Πεντάρας- αποτελεί ένα ισχυρό σχόλιο για την δικτατορία του καπιταλισμού, την αφανιστική κυριαρχία του χρήματος πέρα κάθε άλλης αξίας. Ακόμα και αυτής της ανθρώπινης ζωής, όπως τραγουδούν άπαντες στη σκηνή του θεάτρου. Ναι, ο τρόπος που κάνει το σχόλιό του ο Μπρεχτ σε αυτό το έργο που έγραψε για το Μαχαγκόννυ, την πόλη-πλεκτάνη όπως τη μεταφράζει- δεν έχει αυτό το υποδόρια στιλπνό που έχουμε συνηθίσει πλέον ως υπαινιγμό ή σχόλιο στη σύγχρονη δραματουργία. Έχει όλο τον αχό τον μπαρουτοκαπνισμένο του μηνύματος, έχει την σφραγίδα του ηθικού διδάγματος που χαρακτηρίζει τα έργα της εποχής. Το κάνει όμως μέσα από αυτήν αγκαλιά της μουσικής που έγραψε ο Βάιλ.
Έτσι το Μαχαγκόννυ καθίσταται όπερα. Παρά την θεματολογία του γίνεται ευχάριστο, σχολιάζει ο Μπρεχτ. Κουνάμε το κεφάλι ρυθμικά τραγουδώντας ότι πρέπει να πεθάνουμε. Το να ανατεθεί η σκηνοθεσία της παράστασης στον Γιάννη Χουβαρδά μοιάζει ιδέα προφανής αλλά μαζί με αρκετό ρίσκο. Ο μεστός σκηνοθέτης της εποχής μας, ο έμπειρος, εμβαπτισμένος στα Γερμανικά γράμματα, σκληραγωγημένος στα δύσκολα, απαιτητικά, αυτά που αποκαλούμε ελλείψει άλλης λέξης εμβληματικά θα ήταν ο ιδανικός να καταπιαστεί με το έργο.
Ο Χουβαρδάς στην παράσταση που έστησε απέφυγε κάθε είδους τόλμη ή ρίσκο πέραν της γραμμής που αναμέναμε. Επένδυσε στην εικονογραφία, συνθέτοντας ώρες ώρες tableaux vivants επί της σκηνής, με την καθοριστική συμβολή της Ιωάννας Τσάμη στα κοστούμια. Μια υπέροχη δουλειά, άθλος της ενδυματολόγου, μελετημένη καλά, στίγματα και σχόλια επί σκηνής κάθε εκατοστού ρούχου ή πέρλας. Ο τρόπος που αντιμετώπισε της ιερόδουλες συγκλονιστικός, δεν επένδυσε στην χυδαιότητα και στην πρόκληση, δημιούργησε αβρά σεξουαλικά πλάσματα, όμορφα, σαν παραδείσια πουλιά, ακάθαρτα. Σαν να βλέπω μαζί την Χάνα Σιγκούλα, τις Μικρές Αφροδίτες, τα πλάσματα που δημιούργησε ο Γκαλιάνο για τον οίκο Margiela κάτω από μια γέφυρα του Παρισιού.
Ο τρόπος που στάθηκαν στη σκηνή και λειτούργησαν καθ’όλη την διάρκεια της παράστασης τα έξι κορίτσια -κινησιολογία Αμάλια Μπένετ- ήταν με κάποιον τρόπο ο πρωταγωνιστής της παράστασης. Ανάμεσά τους η αποκάλυψη της παράστασης, φωνητικά, υποκριτικά, με απόλυτο έλεγχο εικόνας και μέτρου η Μαρισία Παπαλεξίου στον ρόλο της Τζένι Χιλ. Πρέπει να την ξαναδούμε.
Όμως το βασικό εύρημα στο οποίο στηρίχθηκε ο Χουβαρδάς στην παράσταση, ήταν αυτό της χρήσης κάμερας πάνω στη σκηνή, με τις εικόνες να προβάλλονται ταυτόχρονα πίσω στον τοίχο ή στη συνέχεια στο σκηνικό: τεράστιες γκρι πολυκατοικίες, σε μια σαφή αναφορά εικαστικά και όχι μόνο στην ταινία Μετρόπολις του Φριτς Λανγκ.
Έχοντας περάσει τα πρώτα χρόνια του εντυπωσιασμού, της νέας ανάγνωσης και προσέγγισης που έφερε στις θεατρικές παραστάσεις η χρήση κάμερας επί σκηνής, η περίπτωση του Μαχαγκόννυ μού επιβεβαίωσε ότι έχει γίνει ένα εργαλείο που μερικές φορές μπορεί να γίνει «δεκανίκι» για τον σκηνοθέτη.
Στην περίπτωση αυτή, η διαρκής προβολή προσώπων και στιγμιότυπων πίσω από την επί σκηνής δράση λειτούργησε κυρίως διασπαστικά -το βλέμμα να κινείται πάνω κάτω και ταυτόχρονα να διαβάζουμε τους υπότιτλους στην πλάτη των καθισμάτων. Το σημαντικότερο είναι ότι ένιωσα να σκιάζει την προσπάθεια των ερμηνευτών, λες και δεν ήταν ικανοί να μου μεταφέρουν το αίσθημα και την ένταση, αλλά έπρεπε να μπει η κάμερα στο πρόσωπό τους για να δω τον τρόμο, την λαγνεία, την απληστία στα μάτια τους. Στιγμές στιγμές ήθελα να σκύψω να δω πίσω από τον χειριστή της κάμερας το πρόσωπο του τραγουδιστή.
Λειτούργησε ιδανικά μόνο στο δεύτερο μέρος της παράστασης, υποδειγματικά και με νόημα. Όταν προβάλλονται τα πρόσωπα πάνω στις όψεις των πολυκατοικιών με τα μικρά παράθυρα (βίντεο από τον Παντελή Μάκκα). Εκεί που το ιδιωτικό σμίγει με το δημόσιο, η έκθεση στον άλλο είναι αναπόδραστη, κανείς δεν μπορεί να κρυφτεί και να γίνει αυτό που θέλει, να ξεφύγει από τον γενικό κανόνα και τον νόμο που επιβάλλει όχι η δικαιοσύνη, αλλά οι ηγεμόνες. Εκεί οι προβολές έγιναν σαν στίχοι ποιήματος που μπλέχτηκε με τα λόγια, τους ήχους, τη δράση. Πριν και πάλι ξεχειλίσει προς το τέλος -δύο έργα σε ένα. Εκεί έγιναν φλέβα οι προβολές.
Η χορωδία υπό τη διεύθυνσή του Αγαθάγγελου Γεωργακάτου στα καλύτερά της, είναι χάρμα οφθαλμών τα τελευταία χρόνια να την ακούς αλλά και να παρακολουθείς την σκηνή της εξέλιξη και παρουσία. Η ορχήστρα υπό τη διεύθυνση του Μίλτου Λογιάδη μετέδωσε το μέταλλο και το βάθος της μουσικής του Βάιλ, αν και σε μερικά σημεία ένιωθες πως το τέμπο θα έπρεπε να είναι πιο γοργό. Τα σκηνικά της Εύας Μανιδάκη, δημιούργησαν αυτή την φυλακή που κρύβει κάθε είδους «αμερικάνικο όνειρο» στην πραγματικότητα. Έγινε ο καμβάς της απληστίας συνθέτοντας στο δεύτερο μέρος υπέροχες καρτποστάλ δράσης πάνω στις θεματικές έρωτας, ποτό, μποξ, σεξ.
Πληθωρικός, δίνοντας βάθος και νόημα χωρίς παραπατήματα υπερβολής, ο Τάσος Αποστόλου στον ρόλο του Μωυσή Τριάδα, φυγά και ιδρυτή της πόλης Μαχαγκόννυ -μπορούσες να διακρίνεις την φωνή, τον τόνο ακόμα και μέσα στα χορωδιακά αποσπάσματα. Πανούργος, με έλεγχο επί σκηνής ο Χρήστος Κεχρής ως Φάττυ ο Πληρεξούσιος. Υπερτονίζοντας την πονηριά και την μοχθηρία του ρόλου ίσως κάπως περισσότερο από ότι θα έπρεπε η Άννα Αγάθωνος ως Λευκάντια Μπέργκμπικ. Ο Χάρης Ανδριανός ως Μπιλ απολαυστικός, ο Βασίλης Καβάγιας ως Τζιμ Μάχονυ, αγωνιστικός αν και σε κάποια σημεία κάπως σκληρός.
Ένα απολύτως ελληνικό καστ, επί σκηνής, μια συμπαγής ελληνική προσπάθεια σε κάθε πεδίο, πάνω στο επικό έργο των Μπρεχτ και Βάιλ όπου σύμφωνα με τον σκηνοθέτη έχουμε μια ακαταμάχητη μείξη θεάτρου, μουσικής, ποίησης, πολιτικοκοινωνικής σάτιρας, κωμικών και δραματικών στοιχείων.
Οι επόμενες παραστάσεις είναι στις 19,21,23,25 Απριλίου.