Με τη σκιά του ακροδεξιού νικητή των εκλογών το Άμστερνταμ, η ψυχή του δεν είναι αυτή που ήταν. Παραμένει ένα ονειρικό σκηνικό, μια άχαστη καρτποστάλ, όπου οι κάτοικοι γίνονται μαινάδες πάνω στα ποδήλατα, τα μουσεία αδειάζουν, αλλά το πιο νόστιμο cookie στον πλανήτη δημιουργεί ουρές -α, ναι, μαζί με ένα κορεατικό συγκρότημα.
«Γλυκιά μου πόλη». Έτσι άρχιζε η επιστολή που έστειλε στο Άμστερνταμ και στους πολίτες του ο πιο δημοφιλής δήμαρχος στην ιστορία της, ο Eberhard van der Laan, όταν παραιτήθηκε. Eίχε προσβληθεί από μια επιθετική μορφή καρκίνου, έζησε μόνο λίγους μήνες. Στο τέλος έδινε την παρακαταθήκη του: «να προσέχετε την πόλη και κυρίως να προσέχετε ο ένας τον άλλον. Αντίο».
Μου μιλάει για αυτή την επιστολή ο Ντάνιελ Κιφτ, ο υπεύθυνος του Διεθνούς Φεστιβάλ Θεάτρου στο Άμστερνταμ, όπου μέσα στον Φεβρουάριο παρουσιάστηκαν παραστάσεις της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση, υπό τον τίτλο «Brandhaarden 2024: Onassis».
Αυτό το «μείνετε ενωμένοι», φροντίστε ο ένας τον άλλον, ως ύστατη επιθυμία, μοιάζει να μην είναι πια δεδομένο για την πόλη που ξεχωρίζει για την ανεκτικότητα, την προοδευτικότητα, την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της διαφορετικότητας.
Ο αγαπημένος δήμαρχος που έγινε mural (όπως και η Άννα Φρανκ), άγαλμα, ακόμα και μπισκότο στην πόλη, δεν πρόλαβε να δει τη σοκαριστική στροφή της πολιτικής στη χώρα. Tην εκλογική νίκη του ακροδεξιού Geert Wilders, που ακόμα, σχεδόν τρεις μήνες μετά, προσπαθεί να σχηματίσει κυβέρνηση. Ένας ακροδεξιός που μιλάει εναντίον του Ισλάμ, των μεταναστών και της παγκοσμιοποίησης στην Ολλανδία; Φρίκη για το Άμστερνταμ, που ψήφισε τον Πράσινο υποψήφιο Frans Timmermans.
Αναρωτιέμαι αν αυτή η φρίκη, ο τρόπος που κατεβάζουν το κεφάλι όσοι μίλησαν στο Άμστερνταμ αδυνατώντας να πιστέψουν ότι θα έχουν ακροδεξιό πρωθυπουργό, τους έχει επηρεάσει στη συμπεριφορά που βλέπω έξω στον δρόμο. Ή στα καφέ, στα εστιατόρια, ακόμα και στα μουσεία. Νιώθω ότι περπατώ σε ένα άρτιο σκηνικό, δηλαδή σε αυτό που είναι αρχιτεκτονικά και πολεοδομικά η πόλη με τα κανάλια που ξεπερνούν τα 100 χιλιόμετρα και έχουν 1.500 γεφύρια.
Οι ντόπιοι σχεδόν αγέλαστοι, διεκπεραιωτικοί, κάπως αγενείς, απότομοι. Μια μορφή εγκατάλειψης, ωχαδελφισμού, ένα αδιάφορο σήκωμα των ώμων και μία επιθετικότητα στο τσεπάκι. Ένιωσα μια αντιπάθεια για τους τουρίστες, ή, ίσως, μια κούραση. Εξαίρεση οι μετανάστες που συναντάω συνεχώς σε εστιατόρια, καφέ, να εργάζονται και να εξηγούν «ούτε εμένα είναι τα ολλανδικά η μητρική μου γλώσσα. Είμαι ξένος».
Ξένοι και εξαγριωμένοι στο Άμστερνταμ
Πόσο ξένοι νιώθουν και οι ντόπιοι στην πόλη τους; Εν τω μεταξύ, ζω από θαύμα νομίζω, αφού δεν με ποδοπάτησε κάποιο από τα 1,6 εκατομμύρια ποδήλατα της πόλης που σαν αρπακτικά κυκλοφορούν, με κουδούνια να χτυπούν μανιασμένα και ποδηλάτες να κραυγάζουν, να ουρλιάζουν να φύγεις από τη μέση. Χρειάζεται το πολύ μία ώρα για να σταματήσεις να ακούς το κουδούνισμα των ποδηλάτων που καλύπτει κάθε άλλο ήχο: δεν ακούς τα πουλιά, τις συζητήσεις των περαστικών, το θρόισμα των βαρκών στα κανάλια.
Πάνω στο ποδήλατο οι Ολλανδοί γίνονται κουρσάροι, γίνονται εξουσιαστές. Κάθομαι σε ένα κλασικό καφενείο, όπου συχνάζουν μόνο ντόπιοι. Παρατηρώ μια γυναίκα, που πραγματικά μοιάζει με τον στερεοτυπικό χαρακτήρα της μικρής Ολλανδέζας. Φαίνεται τόσο γλυκιά. Φεύγω και πέντε λεπτά αργότερα τη βλέπω να περνάει δίπλα μου με το ποδήλατό της. Φωνάζει να κάνουν στην άκρη οι περαστικοί, μοιάζει με μαινάδα. Η γλυκιά μικρή Ολλανδέζα. Είναι σαν τα ποδήλατα να είναι οι μαγικές σκούπες. Το πρώτο βράδυ είχα εφιάλτη ότι με καταδιώκει ένα ποδήλατο με ακέφαλο καβαλάρη.
Η χορογραφία των αεροπλάνων στον ουρανό
Περπατάς στο κέντρο της πόλης, στη γειτονιά του Νoord με τα μοντέρνα καταστήματα και τα hubs πολιτισμού, στο Jordaan, που είναι κάτι σαν το Soho της πόλης, και νιώθεις πως οι υπόλοιποι γύρω σου είναι σαν κομπάρσοι στο σκηνικό. Κλειστοί, απρόσωποι, χωρίς σκοπό. Κλειδωμένοι στον εαυτό τους, προχωρούν, ποδηλατούν, σαν κουρδισμένα ανθρωπάκια.
Μεταξύ τραμ και ποδηλάτων -ευτυχώς, ελάχιστων αυτοκινήτων-, τα αεροπλάνα κάνουν μια διαρκή χορογραφία πάνω από τα κεφάλια μας. Πετούν πολύ χαμηλά πάνω από την πόλη, με αποτέλεσμα να σηκώνεις το κεφάλι και να τα βλέπεις να περνάνε οριακά πάνω από τα στενά, χρωματιστά σπίτια. Σαν μια εικαστική χειρονομία.
Η πόλη, όμορφη, όπως την ξέρουμε όλοι από τις εικόνες της. Κάθε της γωνιά μια ιδανική καρτοποστάλ, μια ευκαιρία για selfie. Eχει καεί δύο φορές, αφού τα σπίτια ήταν όλα ξύλινα -όπως και το εκπληκτικό θέατρο Huis van het Nederlandse Theater, που πρωτολειτούργησε το 1838-, εκεί όπου είδα το «Σπίτι» του Δημήτρη Καραντζά, και τη «Νέκυια» με τον Γιάννη Αγγελάκα και την Όλια Λαζαρίδου, σε σκηνοθεσία Χρήστου Παπαδόπουλου, στο πλαίσιο της εξωστρέφειας της Στέγης. Έχει σημασία το πώς ακούστηκαν τα ελληνικά, η γλώσσα του Καραντζά, η γλώσσα του Ομήρου στην πόλη αυτή.
Μου λένε ότι, αν και η πόλη ξαναχτίστηκε, κινδυνεύει ακόμα να καεί ολοσχερώς, αφού τα περισσότερα σπίτια φέρουν μέσα τους σκελετούς από ξύλο.
Στο εξωτερικό των κτιρίων κυριαρχούν τα κοκκινωπά τούβλα, και τα μικρά μπαλκονάκια. Εκεί που οι κάτοικοι έχουν βάλει υπέροχα καθιστικά, καναπέδες μικροσκοπικούς, και με κάθε ευκαιρία βγαίνουν να κοιτάξουν προς τον ήλιο, να χαρούν το έξω. Σαν να βλέπω σκηνογραφημένες εικόνες από τον κατάλογο της IKEA για τα είδη βεράντας και κήπου. Δεν έχουν κουρτίνες, μπορείς να κοιτάζεις μέσα, σαν να κοιτάς από μακριά έναν πίνακα του Χόπερ. Ρόδες ξεπροβάλλουν μέσα από τα διαμερίσματα. Στα ημιυπόγεια -πάλι χωρίς κουρτίνες- ποδήλατα στην τραπεζαρία και τουλίπες στα βάζα. Τουλίπες παντού, ακόμα και στα σακίδια των περαστικών.
Εν τω μεταξύ, ο αέρας φυσά δαιμονισμένα, νομίζω ότι είμαι στην Τήνο τον Αύγουστο, σφυρίζει και σε τσιμπάει. Aκόμα και οι καμπάνες μού θυμίζουν ελληνικό νησί -οι καμπάνες του ύψους 85 μέτρων ναού των προτεσταντών Westertoren στο κέντρο της πόλης. Το φως του ήλιου όμως έχει κάτι το μαγικό, το ανεξιχνίαστα εικαστικό. Ακόμα και τις μέρες της βαριάς συννεφιάς, έχει τρόπους διαφυγής, τρόπους να δημιουργήσει πηγές λάμψης στα κτίρια ή στα νερά των καναλιών. Τα κατακάθαρα νερά των καναλιών, εκεί όπου οι Ολλανδοί, μόλις φτιάξει, ο καιρός κολυμπάνε και τα παιδιά κάνουν βουτιές και «μπόμπες» από τα γεφύρια.
Τα τελευταία χρόνια έχουν πληθύνει τα ποταμόπλοια και μάλιστα είναι πλέον πανάκριβα. Έχουν κανονική ηλεκτροδότηση και ύδρευση, κανονικούς κήπους και μια αίσθηση ελευθερίας μποέμικης πολυτέλειας. Πλέον, είναι τόσα πολλά που δεν εκδίδονται άλλες άδειες -αν κάποιος θέλει μπορεί μόνο να αγοράσει ένα από τα υπάρχοντα από τον ιδιοκτήτη του.
Eν τω μεταξύ, περπατώντας μπορείς να βρεις το επάγγελμα του πρώτου ιδιοκτήτη των κτιρίων, αφού πάνω ψηλά φέρουν ένα σχετικό έμβλημα: ένα γουρούνι, ένα δόντι, μια αγελάδα. Κρεοπώλης, οδοντίατρος, κτηνοτρόφος… Τα μνημεία και τα μουσεία φέρουν ψηλά στους ιστούς χρυσής απόχρωσης καράβια, για να μη λησμονείς τι ήταν το Άμστερνταμ στο παρελθόν.
Το παρελθόν. Πόσο συνδέονται με αυτό οι ντόπιοι; Πόσο βυθίζονται στην Ιστορία και την τέχνη τους. Μου είναι δύσκολο να το αντιληφθώ. Βλέπω νέους να στέκονται για ώρες σε μια από τις μεγαλύτερες ουρές που έχω δει στη ζωή μου, για να μπουν στον συναυλιακό χώρο όπου έδινε συναυλία ένα κορεάτικο συγκρότημα. Από νωρίς το πρωί, μια αλυσίδα ανθρώπων. Στις αίθουσες του Rijksmuseum, οι επισκέπτες είναι λιγοστοί και σχεδόν όλοι ξένοι. Γκρουπ τουριστών κατακλύζουν το sold out μουσείο του Βαν Γκογκ. Στο genial μπουτίκ μουσείο σύγχρονης τέχνης Μοco, τουρίστες περιηγούμαστε μεταξύ Μπάνκσι, Μπασκιά και Κουσάμα. Μόνο οι μικροί μαθητές με τα κίτρινα αδιάβροχα ή τα ροζ χάρτινα διαδήματα στο κεφάλι κελαηδούν στα αγγλικά.
Στην περιοχή των μουσείων με τα μεγάλα πάρκα, οι ποδηλάτες περνάνε από τις στοές κάτω από το μουσείο τρέχοντας, όσο μέσα ο Ρέμπραντ και ο Βερμέερ προσφέρουν την ακινησία της αιώνιας τέχνης τους. Καλύτερα: στέκομαι μόνη μου, όσην ώρα θέλω, μπροστά στη Γαλατού. H γυναίκα ακίνητη, προσηλωμένη σαν άγαλμα, τα χέρια της προσεκτικά αγκαλιάζουν την κανάτα. Τα ψωμιά λαχταριστά. Νομίζεις ότι το γάλα ρέει, το βλέπεις να κινείται.
Παραδίπλα η (έγκυος;) γυναίκα που διαβάζει ένα γράμμα, ακουμπισμένες στο τραπέζι οι πέρλες της. Το πρόσωπο δεν μας βοηθάει να καταλάβουμε: είναι γράμμα εραστή; Τα μισάνοιχτα χείλη δείχνουν αδημονία. Μετά βουλιάζεις στο μεγάλο μπλε που κυριαρχεί. Το ουλτραμαρίν που δημιουργήθηκε από το lapis lazuli. Πέρλες, μπλε, μοιραία σκέφτομαι το πιο διάσημο έργο του, το κορίτσι με τα μαργαριταρένια σκουλαρίκια (δημιουργήθηκε περίπου δύο χρόνια μετά τη γυναίκα που διαβάζει). To κορίτσι με τα μαργαριταρένια σκουλαρίκια βρίσκεται στο Mauritshuis της Χάγης.
Το παραλήρημα του Βαν Γκογκ, έχει αντίπαλο αυτό έξω από το Van Stapele (ανοίγει στις 10 το πρωί και κλείνει όταν τελειώσει και το τελευταίο μπισκότο). Ουρές γύρω από το τετράγωνο για το μικρό κατάστημα που πουλάει μόνο ένα είδος cookie. Όμοιό του δεν θα δοκιμάσετε ποτέ ξανά. Τίποτα πιο νόστιμο, ιδανικό. Μια σοκολατένια ζύμη με καρδιά λευκής σοκολάτας που φτιάχνεται μπροστά στα μάτια σας, δίπλα στο ταμείο, όσο ξεφουρνίζονται λαμαρίνες με ζεστά cookies.
Μόλις συμπλήρωσε δέκα χρόνια λειτουργίας. Παλιά γυρνούσαν από το Άμστερνταμ με ξύλινα τσόκαρα και κεφάλια γκούντα, τώρα αξίζει να γεμίσεις τη βαλίτσα σου με μεταλλικά κουτιά Van Stapele. Αλλά και με βολβούς πολύχρωμων τουλιπών -3,5 ευρώ οι πέντε- για να φυτέψεις στο μπαλκόνι σου γυρίζοντας. Ναι, και ένα μαγνητάκι με τα κορίτσια του Βερμέερ από το Rijksmuseum. Όμως, κυρίως, αυτά τα κούκις είναι λόγος για να επιστρέψεις στο Άμστερνταμ.