Με τη γη να σηκώνεται, να ξεριζώνεται αφήνοντας γυμνή τη σκηνή, τον Αμλετ ως πρίγκιπα σταρ -ένας αποτραβηγμένος Τζόνι Ντεπ ή Χοακίν Φοίνιξ, και το σκοτάδι με το πένθος να είναι πυκνά, διαρκή, η Κατερίνα Ευαγγελάτου σκηνοθέτησε το κορυφαίο έργο του Σαίξπηρ.
«Ο κόσμος γέρνει, γκρεμίζεται. Και έπρεπε να γεννηθώ εγώ για να τον στερεώσω», λέει ο Αμλετ (Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος) και πυρετικά αρχίζει να ξηλώνει τη γη. Κυριολεκτικά. Με γυμνά χέρι αρπάζει τις σανίδες στο πάτωμα, τις ξεριζώνει, τις πετά, ένα μικρό βουνό από ξύλα γύρω του, τα πόδια του πατούν βαθιά μέσα στο χώμα που καλύπτει τον χώρο κάτω από το ξύλινο πάτωμα, το υποσκήνιο του ιστορικού θεάτρου Αμφιθέατρο του Σπύρου Ευαγγελάτου αποκαλύπτεται στα μάτια του κοινού οκτώ χρόνια μετά την τελευταία αυλαία του. Είναι αυτό το μοτίβο, αυτή η λεπτή γραμμή που διατρέχει και ενώνει όλο το έργο που σκηνοθέτησε η Κατερίνα Ευαγγελάτου, με το υπέροχο κείμενο του Γιώργου Χειμωνά (κάθε λέξη ένας μικρός σταυρός).
To φάντασμα του βασιλιά σαν απόηχος εικόνας του Γκέρχαρντ Ρίχτερ
Μια παράσταση που δεν μπορείς να δεις ανεξάρτητα της ιστορίας και των φορτίσεών της. Η Κατερίνα Ευαγγελάτου, επιστρέφει στο θέατρο που δημιούργησε ο πατέρας της Σπύρος Ευαγγελάτος, επιστρέφει στο πρώτο σπίτι της τέχνης που γνώρισε από μωρό. Και έρχεται ξανά, το ενεργοποιεί μετά από οκτώ χρόνια μη λειτουργίας, με μια εμβληματική παράσταση του Σπύρου Ευαγγελάτου. Με τον Αμλετ, που είχε ανεβάσει το 1991 όπου τον ομώνυμο ρόλο έπαιζε ο Γιάννης Φέρτης. Η παράσταση αυτή, 29 χρόνια μετά, είναι μια φλέβα που χτυπά ξανά κάτω από το δέρμα της νέας παράστασης – δεν είναι αυτό που νιώθεις μόνο τις σχεδόν τρεις ώρες είναι και τα βίντεο στην αρχή και λίγο πριν το τέλος. Αρχίζει η παράσταση της Ευαγγελάτου με το βίντεο που δείχνει την υπόκλιση, το χειροκρότημα στην πρεμιέρα του 1991. Και παίρνει από εκεί την σκυτάλη για την παράστασή της. Ενώ το φάντασμα του βασιλιά μιλά στον Αμλετ μέσα από το βίντεο με τη μορφή και τη φωνή του Γιάννη Φέρτη, μια εικόνα θολή, ταραγμένη που θυμίζει πορτρέτα του Γκέρχαρντ Ρίχτερ.
Η γη ανοίγει, το χώμα σηκώνεται και εκπέμπει φως
Λίγο πριν το τέλος, στην περιγραφή της ξιφασκίας, της άνισης, σημαδεμένης μάχης του Αμλετ με τον Λαέρτη, αντί θα δούμε στη σκηνή του Αμφιθεάτρου -που έχει μετατραπεί σε τάφο και λόφο από απογυμνωμένη γη- τη δράση που περιγράφει ο Σαίξπηρ, βλέπουμε σε βίντεο την ίδια σκηνή από την παράσταση του 1991. Οι φωνές είναι αυτές του Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλου (Αμλετ), της Αννας Μάσχα ( Γερτρούδη), του Μιχάλη Μιχαλακίδη (Λαέρτη), του Νίκου Ψαρρά (Κλαύδιου). Ομως οι ρόλοι αναστημένοι ξανά στην οθόνη με τον Φέρτη να εφορμά. Η Κατερίνα Ευαγγελάτου δημιούργησε λοιπόν ένα έργο που ο Αμλετ με την κατά Χειμωνά εκφορά ήρθε με την κρούστα μιας σύγχρονης εικαστικά ανάγνωσης, σκοτεινής, σαν να διεξάγεται στις μεγάλες νύχτες του χειμώνα στη Δανία. Με τη γη να ανοίγει και από μέσα να εκπέμπει φως, το φως που θρέφει και κινεί τον Αμλετ στον δρόμο της εκδίκησης, και τροφοδοτεί την εμμονή του με τον χαμό του πατέρα.
Ο Αμλετ, ένας σταρ πρίγκιπας τη στιγμή της πτώσης
«Δυο ώρες μόνο νεκρός» λέει κάποια στιγμή που Αμλετ - «δύο μήνες και άλλους τόσους» του απαντούν. Ο χρόνος έχει χάσει την πραγματική του διάσταση. Η δολοφονία του βασιλιά από τον Κλαύδιο μοιάζει να έγινε τώρα, το σώμα να είναι ακόμα ζεστό για τον Αμλετ. Αυτή η αίσθηση της κατάλυσης του χρόνου εξαιτίας του πένθους, την καθολικής επίδρασης της οδύνης για τον χαμό είναι αυτό που ίπταται διαρκώς στην παράσταση μέσα από το χτίσιμο του Αμλετ. Ενας Αμλετ στα μαύρα, μαύρα γυαλιά, μακριά μαύρα μαλλιά που πέφτουν στο πρόσωπο, αποσυρμένος ή εξεγερμένος, μανιοκαταθλιπτικός, σαν σταρ σε αποτοξίνωση. Ενας Τζόνι Ντεπ, ένας Χοακίν Φίνιξ την ώρα της απόσυρσης.
Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ και σκοτάδι
Με το ζεύγος Γερτρούδης και Κλαύδιου να εισέρχονται στη σκηνή ως ήρωες του Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ. Τον ηθοποιό, τον νεκροθάφτη, τον Πολώνιο ως σαφείς αναφορές σε φιγούρες του ελισαβετιανού θεάτρου. Με τον Γκίλντεστερν και τον Ρόζενκραντζ σαν μορφές καρικατούρες του Φιτζέραλντ. Ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος υπηρέτησε αυτή την γραμμή του πρίγκιπα σταρ στη στιγμή της πτώσης, αυτού που όλο το βασίλειο κοιτούσε προσδοκώντας και τώρα πέφτει σκονισμένος στο έδαφος ζητώντας εκδίκηση. Με μια ρέουσα είσοδο στις διαφορετικές φάσεις του ρόλου, εξωστρεφής και εσωστρεφής με τέμπο σχεδόν μετρήσιμο σε παρτιτούρα. Μόνο που μετά το διάλειμμα, λίγο πριν το τέλος, ίσως εξαιτίας της φυσικής υποχώρησης της υποκριτικής αφού τα σώματα δρούσαν στο βίντεο του 1991, έμοιαζε να χάνει τον ρυθμό του, να βγαίνει από αυτό το μετρημένα πυρετικό των πρώτων δύο ωρών.
Στης άκριας την άκρη
Εξοχη η Αννα Μάσχα (με τα συγκλονιστικά ρούχα της Βασιλικής Σύρμα που αγάπησε πολύ τις γυναίκες της παράστασης). Με το ζαλισμένο ακροπάτημα της ερωτευμένης γυναίκας που χαριεντίζεται με τον νέο σύζυγο και θέλει να ζει ως εξουσιαζόμενη και χαϊδεμένη. Αλλά και με την θέρμη της μάνας μπροστά στην ενοχή για το θάνατο του ανδρός και τον τρόμο για την τρέλα του γιου, σπαρακτική, ένας πίδακας αίματος ξαφνικά στη σκηνή. «Η ενοχή σπρώχνει την καρδιά μου στης άκριας την άκρη και πέφτει από τον φόβο να μην πέσει» λέει και σε διαπερνά. Αντιθέτως, ο Νίκος Ψαρράς, ήταν ένας Κλαύδιος αποτραβηγμένος, ένας άνδρας γεμάτος φόβους, χωρίς παλμούς, ένας δολοφόνος που δεν έδειξε να ζει την κορύφωση,, ούτε της εξουσίας ούτε όμως της συντριβής όταν πεσμένος στο έδαφος προσευχήθηκε σαν εσταυρωμένος με το πρόσωπο χωμένο στη γη.
Η ταφή που ορίζει την υπόσταση
Η Αμαλία Νίνου, μια εύθραυστη μορφή από το πρώτο της πάτημα στο σανίδι, υπήρξε διάφανη, τόσο λεπτεπίλεπτη που αυτό που τη δονούσε, η μοιρολατρία, η εξουσία, το αδήλωτο πάθος δεν δηλώθηκαν ξεκάθαρα. Η πιο δυνατή στιγμή της, η στιγμή που η Οφηλία ήταν περισσότερο παρά ποτέ παρούσα στη σκηνή, ήταν όταν σαν διπλωμένη στα δύο την μετέφερε ο Λαέρτης στον τάφο και στη συνέχεια η ώρα που πάνω από το χώμα που έπεφτε στο κορμί της την μοιρολογούσαν γύρω της. Εξαιρετικός ο Γιάννης Κότσιφας, δείχνει πως οι δεύτεροι ρόλοι είναι αυτοί που μπορούν να αποτελέσουν τον αρμό μιας παράστασης. Στον τριπλό ρόλο του Μάρκελλου, του ηθοποιού και του νεκροθάφτη έδωσε μικρές εξαίσιες οάσεις μέσα στο σκοτάδι του Αμλετ.
«Η συνείδηση μας κάνει όλους δειλούς. Η φύση δεν της έδωσε μια λειτουργία θανάτου, δεν έχει όργανο για το άγνωστο. Αστραψε η απόφαση κι αμέσως την σβήνει την θαμπώνει η υγρασία της σκέψης. Και τα έργα τα μεγάλα που για αυτά γεννήθηκες. Μονάχα γι αυτά γεννήθηκες δεν τα τολμάς. Θρύβουν χάνονται. Ποτέ δεν θα ονομασθούν πράξεις». Αυτό το απόσπασμα από τα λόγια του Αμλετ στην περίφημη σκηνή του «να ζεις ή να μη ζεις» είναι ίσως αυτό που μένει στη σκηνή όταν όλα τελειώσουν.