Τη λατρεία της Αμαρυσίας Αρτέμιδος στην Αμάρυνθο της Εύβοιας μαρτυρούν οι ανασκαφές του 2023, τις οποίες διενεργεί εδώ και χρόνια ομάδα Ελβετών και Ελλήνων αρχαιολόγων.
Σύμφωνα με ανακοίνωση του υπουργείου Πολιτισμού, «οι ανασκαφές του 2023 ολοκλήρωσαν την αποκάλυψη ενός ακόμη ναού που χρονολογείται στον 7ο αιώνα π.Χ. Το μήκος του αγγίζει 100 πόδια (ή 34 μ.), υιοθετώντας τη συμβολική μέτρηση που εντοπίζεται σε αρκετούς "εκατόμπεδους" ναούς αυτής της περιόδου στον Ελλαδικό χώρο, όπως στο κοντινό ιερό του Απόλλωνα στην Ερέτρια».
Η ανακοίνωση του υπουργείου Πολιτισμού για την ανασκαφή στην Αμάρυνθο Ευβοίας:
«Κάθε καλοκαίρι, μια ομάδα Ελβετών και Ελλήνων αρχαιολόγων ερευνά τα κατάλοιπα του ιερού της Αμαρυσίας Αρτέμιδος κοντά στην Αμάρυνθο της Εύβοιας. Η ανασκαφική περίοδος που μόλις ολοκληρώθηκε σηματοδότησε μια νέα φάση στο ερευνητικό αυτό έργο, το οποίο ξεκίνησε πριν από περίπου δεκαπέντε χρόνια. Κάτω από τα θεμέλια του ναού της θεάς αποκαλύφθηκαν οικοδομήματα που μαρτυρούν την αρχαιότητα της λατρείας της.
Ο πρώτος αρχαϊκός ναός
Ήδη από το 2017, οι αρχαιολόγοι έφεραν στο φως τα θεμέλια ενός μνημειώδους κτιρίου στην καρδιά του ιερού. Οι ανασκαφές που ακολούθησαν απέδειξαν ότι πρόκειται για τον ναό της θεάς Αρτέμιδος, που κτίστηκε προς το τέλος του 6ου αιώνα π.Χ. Παρόλο που η ανωδομή και ο διάκοσμος αυτού του κτιρίου, διαστάσεων περίπου 39 x 11 μ., έχουν καταστραφεί σχεδόν ολοσχερώς, τα θεμέλιά του προστάτευσαν τους τοίχους παλαιότερων κτιρίων, τα κατάλοιπα των οποίων σώζονται σε εξαιρετική κατάσταση. Οι ανασκαφές του 2023 ολοκλήρωσαν την αποκάλυψη ενός ακόμη ναού που χρονολογείται στον 7ο αιώνα π.Χ. Το μήκος του αγγίζει 100 πόδια (ή 34 μ.), υιοθετώντας τη συμβολική μέτρηση που εντοπίζεται σε αρκετούς «εκατόμπεδους» ναούς αυτής της περιόδου στον Ελλαδικό χώρο, όπως στο κοντινό ιερό του Απόλλωνα στην Ερέτρια.
Από την ανατολική του πλευρά, ο ναός σώζει έναν καλά δομημένο τοίχο με παραστάδα, ενώ η δυτική του καταλήγει σε αψίδα. Ο ναός είναι χτισμένος από ωμές πλίνθους πάνω σε συμπαγή θεμέλια από ξερολιθιά, πράγμα που αποδεικνύει ότι το έδαφος ήταν ακόμη βαλτώδες κατά την εποχή της κατασκευής του. Κατά μήκος του εσωτερικού τοίχου, ο ναός είχε ενισχυθεί από στύλους που εντοπίζονται σε τακτά διαστήματα, και οι οποίοι αναμφίβολα συνέβαλλαν στη στήριξη μιας βαριάς κεραμοσκεπούς στέγης.
Οι βωμοί της θεάς
Μία από τις ιδιαιτερότητες του ναού αυτού είναι ο σημαντικός αριθμός κατασκευών που εντοπίστηκαν στο εσωτερικό του. Αρκετές εστίες σε χρήση βωμών (;) εντοπίστηκαν στο κέντρο του σηκού. Επιπλέον, ο πεταλόσχημος βωμός, ο οποίος είχε αρχικά θεωρηθεί πως έστεκε έξω από το ναό, καταλαμβάνει ένα χώρο που μπορεί να χαρακτηριστεί ως πρόναος. Παχύ στρώμα τέφρας, πλούσιο σε απανθρακωμένα οστά, μαρτυρά τη μακρά χρήση αυτών των κατασκευών. Δεν μπορεί να αποκλειστεί η πιθανότητα ορισμένες από αυτές να προϋπήρχαν του ναού: το πρώτο επίπεδο χρήσης του πεταλόσχημου βωμού απέδωσε κεραμική που χρονολογείται στα τέλη του 8ου αιώνα π.Χ.
Όπως και τις προηγούμενες χρονιές, έτσι και φέτος, η ανασκαφή του αρχαϊκού ναού έφερε στο φως πλούσια αναθήματα: κορινθιακά αλάβαστρα, αττικά αγγεία, τελετουργικές πρόχους τοπικής παραγωγής, καθώς και κοσμήματα από πολύτιμα υλικά (χρυσό, ασήμι, κοράλλι, κεχριμπάρι), φυλαχτά από την Ανατολή, χάλκινα και σιδερένια εξαρτήματα οπλισμού. Ο ναός καταστράφηκε εν μέρει, πιθανότατα από πυρκαγιά, στο τρίτο τέταρτο του 6ου αιώνα π.Χ. Στη συνέχεια, πλίνθινα χωρίσματα τοποθετήθηκαν για να προστατεύσουν το κέντρο του λατρευτικού χώρου έως ότου να χτιστεί ο νέος ναός προς το τέλος του 6ου αιώνα.
Πριν από την Αρχαϊκή περίοδο
Κάτω από τα επίπεδα χρήσης του πρώτου αρχαϊκού ναού, εντοπίζονται τοίχοι από ξερολιθιά, οι οποίοι ανήκουν σε ένα επίμηκες κτίριο ίδιου προσανατολισμού, με διαμορφώσεις στον εσωτερικό του χώρο, του οποίου οι ακριβείς διαστάσεις και κάτοψη παραμένουν να διευκρινιστούν. Μπροστά από αυτό το κτίριο, τα παλαιότερα από τον πεταλόσχημο βωμό στρώματα απέδωσαν αρκετά χάλκινα ειδώλια της Γεωμετρικής περιόδου που αναπαριστούν ταύρους και ένα κριάρι, ενώ εντύπωση προκαλεί μια πήλινη κεφαλή ταύρου της Μυκηναϊκής περιόδου. Έξω από τον χώρο του ναού, δοκιμαστικές τομές αποκάλυψαν επίσης κατάλοιπα κτιρίων του 9ου και 8ου αιώνα π.Χ., μαρτυρώντας την έκταση του χώρου εκείνη την εποχή. Αν και η έρευνα των αρχαιότερων αυτών επιπέδων έχει μόλις ξεκινήσει, οι πρώτες ανακαλύψεις υποδηλώνουν ότι η λατρεία είχε τις ρίζες της στους αιώνες μετά το τέλος της Μυκηναϊκής περιόδου.
Ο προϊστορικός οικισμός στον λόφο των Παλαιοεκκλησιών
Οι ανασκαφικές τομές στον λόφο των Παλαιοεκκλησιών επιβεβαίωσαν την ύπαρξη επιβλητικών τοίχων της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού (3η χιλ. π.Χ.) που αναμφίβολα ανήκουν σε ένα σύστημα οχύρωσης του προϊστορικού οικισμού, ο οποίος εκτεινόταν στις πλαγιές και την κορυφή του. Τα κατάλοιπα των επόμενων αιώνων έχουν σχεδόν εξ ολοκλήρου εξαφανιστεί λόγω της διάβρωσης του εδάφους, με εξαίρεση έναν τάφο της αρχής της Ύστερης Εποχής του Χαλκού, ο οποίος έχει αποκαλυφθεί κοντά στο πλάτωμα της κορυφής του λόφου και στον οποίο βρέθηκαν σκελετοί με τα κτερίσματά τους.
Κατανοώντας την ένταξη του ιερού στο αρχαίο τοπίο
Παράλληλα με τις ανασκαφές του ιερού, μια συστηματική επιφανειακή έρευνα πραγματοποιείται στην λεκάνη απορροής του Σαρανταπόταμου που εκτείνεται ανάμεσα στην Αμάρυνθο και την αρχαία πόλη της Ερέτριας. Η έρευνα αυτή έχει ως στόχο την κατανόηση της ένταξης του ιερού στο αρχαίο τοπίο μέσω της μελέτης της εξέλιξης του περιβάλλοντος από την αρχαιότητα, την κατανομή των αγροτικών οικισμών ανά τους αιώνες, τις νεκροπόλεις, τα λατομεία, τη γεωργική γη, καθώς και το αρχαίο δίκτυο επικοινωνίας, με έμφαση στην "Ιερά Οδό" που συνέδεε το Αρτεμίσιο της Αμαρύνθου με την Ερέτρια.
Η ανασκαφική και ερευνητική ομάδα
Η ανασκαφική ομάδα συγκέντρωσε το 2023 περισσότερους από 50 αρχαιολόγους, συντηρητές-τριες, άλλους ειδικούς, εργάτες και φοιτητές-τριες από την Ελβετία, την Ελλάδα και άλλες χώρες. Το ερευνητικό πρόγραμμα της Αμαρύνθου είναι μια συνεργασία της Εφορείας Αρχαιοτήτων Ευβοίας του ΥΠΠΟ, υπό τη διεύθυνση της Αγγελικής Γ. Σίμωσι, Προϊσταμένης της Εφορείας Αρχαιοτήτων Πειραιώς και Νήσων, που διετέλεσε Προϊσταμένη έως το τέλος του 2022 στην Εφορεία Αρχαιοτήτων Ευβοίας και του Sylvian Fachard, Διευθυντή της ΕΑΣΕ (σ.σ. Ελβετική Αρχαιολογική Σχολή στην Ελλάδα) και Καθηγητή του Παν/μίου της Λωζάννης. Η έρευνα στο πεδίο διευθύνεται από την Όλγα Κυριαζή (ΕΦΑ Ευβοίας) και τους TobiasKrapf και TamaraSaggini (ΕΑΣΕ)».