Eνα κείμενο άκρατου διαφωτισμού, που αποτέλεσε μια από τις πρώτες καθοριστικές σπίθες ιδεών για την Ελληνική Επανάσταση, έρχεται την άνοιξη του 2021 να συνομιλήσει ξανά με τη σύγχρονη Αθήνα, μέσα από τις δημιουργίες πέντε σύγχρονων σημαντικών εικαστικών. Στην γκαλερί Σκουφά, με την ιστορία της Φιλικής Εταιρείας να ανανοηματοδοτείται.
Πώς γιορτάζει η Ελλάδα τα 200 χρόνια από την Επανάσταση; Το ερώτημα εύλογα απασχολεί πολίτες, αλλά κυρίως φορείς και οργανισμούς στον χώρο της Ιστορίας, των Τεχνών και των Γραμμάτων. Και, ευτυχώς, παρά τους περιορισμούς της πανδημίας, αναδύονται ιδέες και νέα έργα.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της γκαλερί Σκουφά, που κάλεσε πέντε Ελληνες δημιουργούς να συνομιλήσουν με την Ελληνική Επανάσταση και όσα αυτή πυροδοτεί συνεχώς, 200 χρόνια μετά. Οι Μαρία Γιαννακάκη, Θανάσης Μακρής, Τάσος Μαντζαβίνος, Κωνσταντίνος Παπαμιχαλόπουλος, Μανώλης Χάρος ανταποκρίθηκαν στην πρόσκληση σε μια έκθεση που ενώ ξεκίνησε ψηφιακά λόγω της καραντίνας, από χθες είναι πλέον ανοιχτή και στο κοινό, με φυσική παρουσία στην γκαλερί Σκουφά.
Ο τίτλος της έκθεσης είναι «Λόγος περί Ελευθερίας», όπου οι εικαστικές δημιουργίες παίρνουν τη θέση των λέξεων και αφηγούνται. Πηγάζουν όμως, τουλάχιστον ως προς την κεντρική σύλληψη, σε ένα κείμενο, στο περίφημο «Ελληνική Νομαρχία -ήτοι Λόγος περί Ελευθερίας» του Ανωνύμου του Έλληνος, που εκδόθηκε στην Ιταλία το 1806. Είναι εντυπωσιακή η πυκνότητά του σε λέξεις και έννοιες. Είχε τη μορφή επιστολής, κάλυπτε περί τις 256 σελίδες και ήταν ένα ακραιφνώς ελληνοκεντρικό έργο, με εγγραφές που εκκινούν από την αρχαιότητα και φτάνουν ως την καθημερινή ζωή των Ελλήνων κάτω από τον οθωμανικό ζυγό.
Ο συγγραφέας, που παραμένει ως τώρα ανώνυμος -αν και οι ιστορικοί εξακολουθούν να ασχολούνται με τον γρίφο της υπογραφής του-, κάνει μια συνολική θεώρηση του νεοελληνικού προβλήματος εκείνης της εποχής. Εξαιρετική σημασία έχει όμως το γεγονός ότι αυτές οι πυκνές 256 σελίδες έριξαν τον σπόρο, την ιδέα, έδωσαν την πνευματική εργαλειοθήκη που οδήγησε στη δημιουργία της Φιλικής Εταιρείας. Και σήμερα, 215 χρόνια μετά, οι πέντε Ελληνες εικαστικοί συνομιλούν ξανά με τον Ανώνυμο συγγραφέα του 19ου αιώνα, σε έναν δρόμο, μια γκαλερί που φέρει το όνομα του Σκουφά, ηγετικής μορφής της Φιλικής Εταιρείας. Διότι τα πάντα λειτουργούν ως κρίκοι.
Μπαίνοντας στην γκαλερί Σκουφά, η επίκληση φιγούρων γνωστών από την ελληνική Ιστορία, ηρώων του 1821, λειτουργεί μέσα σε συνθήκες που φέρουν τα δυο άκρα αυτού που μπορεί να εκληφθεί ως Αγώνας για την Ανεξαρτησία. Από τα σχεδόν πυρπολημένα κόκκινα και χρυσά, ως τις αχνές γραμμές μιας καταχνιάς που αφήνει στον ορίζοντα μια μάχη. Αρκεί να δεις κανείς τα πορτρέτα των πέντε ηρώων που δημιούργησε η Μαρία Γιαννακάκη. Πάνω σε ξύλο χρησιμοποίησε ξυλομπογιά, ακρυλικό αλλά και φύλλο χρυσού, δίνοντας διαρκώς μια επίμονη αίσθηση της φωτιάς που καίει, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Μια φωτιά που φέρει τους ήρωές της.
Κάθε μορφή, στη μοναχική της προσωπογραφία, φέρει το όπλο της, σχεδόν σαν στέφανο, ενώ συνοδεύεται από φράσεις των ηρώων αυτών, όπως της άντλησε η Γιαννακάκη από τη δημοτική ποίηση. Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, ο Αθανάσιος Διάκος, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο Νικηταράς, ο Μάρκος Μπότσαρης συνθέτουν αυτή την πινακοθήκη. Η αγάπη και η διαρκής ενασχόληση της Γιαννακάκη με τα πρόσωπα στο κέντρο των δημιουργιών της, με τον ίδιο τον άνθρωπο, σε αυτά τα πέντε έργα ανθεί, αφού καλείται να δώσει εικόνα και με κάποιον τρόπο φωνή σε πέντε ήρωες-προϊόντα της Ιστορίας αλλά και της συλλογικής μνήμης και του φαντασιακού μας.
Σε μια ενδιαφέρουσα, διαφορετική συνομιλία μπαίνει ο Θανάσης Μακρής, αυτή τη φορά με τον περίφημο λαϊκό ζωγράφο και «μήτρα» έμπνευσης κορυφαίων του ελληνικού χρωστήρα. Ο λόγος φυσικά για τον Θεόφιλο, που λάτρευε τις αναπαραστάσεις μεγάλων γεγονότων του 1821, στις οποίες συχνά πρωταγωνιστούσε.
Όπως έλεγε ο Γιάννης Τσαρούχης, που επηρεάστηκε βαθιά από τον Θεόφιλο, «κάθε 25η Μαρτίου, ο Θεόφιλος ντυνόταν με φουστανέλες και πήγαινε στο Βερχανέ του ελληνικού προξενείου. Ντυμένος με αυτά παρίστανε πατριωτικά και ηρωικά θέματα και μετά, μαζί με το μπουλούκι του, έβγαζε αναμνηστικές φωτογραφίες». Στα επτά έργα του, παστέλ με χαρτί, αποτυπώνει στιγμές του αγώνα και μορφές πολεμιστών, κατορθώνοντας να δώσει την ένταση της φλόγας, της έντασης μιας μάχης πάνω σε εικόνες στατικές και μοναχικές μορφές. Στα υπόλοιπα έργα, με στυλό ή μολύβι σε χαρτί, η φιγούρα του Θεόφιλου, το περίγραμμά του ελεύθερο για να τροφοδοτηθεί από τον θεατή κατά την κρίση και το συναίσθημά του, μια μορφή που σχεδόν θυμίζει Δον Κιχώτη. Στη δημιουργία του όμως για τον Θεόφιλο πάνω σε ξύλο, νιώθεις σαν αντικρύζεις ένα εικόνισμα του Αγιου Θεόφιλου.
Από την πλευρά τους, οι φιγούρες ηρώων που δημιούργησε ο Κωνσταντίνος Παπαμιχαλόπουλος μοιάζουν με χορευτές, σε διαρκή κίνηση, μορφές σχεδόν ηδονικές μέσα στον ηρωισμό τους. Και εδώ συναντάμε τη χρήση φύλλου χρυσού, μαζί με μελάνι και αυτόμπερα πάνω σε ξύλο.
Τρεις ήρωες φέρνει στην οδό Σκουφά ο Παπαμιχαλόπουλος: τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, τον Δημήτρη Υψηλάντη αλλά και τον λιγότερο γνωστό στο μαζικό κοινό Richard Church, σημαντικό φιλέλληνα. Ο Ιρλανδός αξιωματικός του βρετανικού στρατού Church, μετά τη συμμετοχή του στους Ναπολεόντειους Πολέμους, ήρθε στην Ελλάδα για να συνδράμει στον Αγώνα των Ελλήνων και ηγήθηκε της στρατιάς ξηράς και ανέλαβε πολλαπλά αξιώματα. Μάλιστα, ο τάφος του βρίσκεται στο Πρώτο Νεκροταφείο.
Ο Τάσος Μαντζαβίνος δημιούργησε μία νέα σειρά ζωγραφικών έργων υπό τον γενικό τίτλο «Ελευθερία η Θάνατος», το εθνικό σύνθημα – σύμβολο και πολεμική ιαχή του Αγώνα που πυροδότησε τις απελευθερωτικές δράσεις.
Με λάδι σε καμβά, τα έργα του απηχούν τον τρόπο πρόσληψης και αναπαράστασης ηρώων και σκηνών αγώνα στο βάθος χρόνου μέσα στον λαϊκό πολιτισμό, χωρίς ωραιοποιήσεις, με άμεσο, φθαρτό τρόπο.
Τέλος, τα έργα του Μανώλη Χάρου εστιάζουν στην ατμόσφαιρα της ηρωικής εξόδου του Μεσολογγίου τον Απρίλιο του 1826. Το Μεσολόγγι, ο αγώνας, ο πόνος, και τα μυστικά σινιάλα στη λιμνοθάλασσα, σε όλη τη διάρκεια του αποκλεισμού. Το τέλος, η σφαγή, ο χαλασμός, και η βοήθεια που δεν έφτασε ποτέ. Και εδώ η αίσθηση της φωτιάς που εξαπλώνεται, είναι κυκλωτική στα έργα του Μανώλη Χάρου.
Τα έργα των πέντε δημιουργών, συμπληρώνει το μπρούτζινο γλυπτό «Οδυσσέας Ανδρούτσος» του Θανάση Απάρτη (1899-1972), που δημιούργησε το 1958. Μαρμάρινη προτομή του Ανδρούτσου από τον Θανάση Απάρτη συναντάμε στο Πεδίον του Αρεως.