Επισκεφθήκαμε σαν θεατές, χωρίς διαπίστευση, χωρίς να παρακολουθήσουμε τις συνεντεύξεις Τύπου, την έκθεση της 7ης Μπιενάλε της Αθήνας για να καταγράψουμε την εμπειρία. Επιλέξαμε τα καλά έργα, τα αδιάφορα και εκείνα που σε κάνουν να αναρωτηθείς: «μα είναι τέχνη αυτό;».
Δεκάδες ανεμιστήρες με κορδελάκια που ανεμίζουν μέσα σε ένα δωμάτιο. Κομμένα χέρια μέσα σε μια μεταλλική βαλίτσα για μεταφορά όπλου. Βίντεο-περφόρμανς με ένα ζευγάρι που βάζει ζωντανά χταπόδια στο κεφάλι και κυλιέται εκστασιασμένο στην άμμο, σε μια παραλία της Ύδρας. Κουήρ κούκλες του σεξ από λατέξ, με έντονο μακιγιάζ και Louis Vuitton τσάντες-μαϊμού, που αιωρούνται κρεμασμένες από το ταβάνι, σε ένα παράξενο σύμπλεγμα ψεκασμένο με υγρό άζωτο. Τερατένια πλάσματα σαν δόντια με πόδια που μοιάζουν να έχουν βγει από θρίλερ του Στίβεν Κινγκ. Γιγαντιαίες κάρτες ταρώ. Ένα ανατριχιαστικό video game με ένα αλλόκοτο πλάσμα τύπου Λανκολίαρς που αναπαριστούν, όπως γράφει η λεζάντα του έργου, μια «Xeno-queer παραστρατιωτική ομάδα» με την οποία ο θεατής πρέπει να παλέψει (μην σας εντυπωσιάζει η πολύπλοκη περιγραφή, κάτι joystick από PlayStation είναι με λιωμένο κερί πάνω τους που είναι συνδεδεμένα με κάτι πουφ, ένα κράνος ΜΑΤ, πολεμικά μπάνερ και ένα πράγμα με γλώσσα που κουνιέται ανατριχιαστικά, χαμογελώντας σαρδόνια). Ένας νεροχύτης που έχει πιάσει λειχήνες και βρύα με κάτι οθόνες δίπλα που δείχνουν κάτι νάνους. Κάτι μεταλλικά πιατάκια σκύλου με ξεραμένα χρώματα στο πάτωμα, σαν αίματα…
Από πού να αρχίσει και πού να τελειώσει κανείς περιγράφοντας τα έργα που εκτίθενται στα τρία εγκαταλελειμμένα κτίρια στο κέντρο που απαρτίζουν όλα μαζί την 7η Μπιενάλε της Αθήνας, η οποία θα διαρκέσει μέχρι τις 28 Νοεμβρίου του 2021.
Το παλιό, άδειο πλέον πολυκατάστημα Fokas στη Σταδίου αποτελεί τον πυρήνα της έκθεσης που ολοκληρώνεται με δυο ακόμα χώρους εκεί δίπλα: το κτίριο των Δικαστηρίων Σανταρόζα ακριβώς απέναντι και το Μέγαρο Σλήμαν-Μελά στην Πανεπιστημίου.
Η 7η Μπινάλε της Αθήνας με τίτλο Eclipse (Έκλειψη) «θέλει να αναδείξει την ολοένα πιο θολή αντίληψη που έχουμε για την πραγματικότητα, εξαιτίας της κατάστασης διαρκούς ρευστότητας την οποία βιώνουμε σήμερα», όπως εξηγούν οι διοργανωτές στον κατάλογο της έκθεσης. Για την ακρίβεια πρόκειται για μια εφιαλτική και μαζοχιστική περιήγηση στην κόλαση της σύγχρονης Τέχνης που εκτείνεται σε 15.000 τμ με ορισμένες δημιουργικές εξάρσεις, ειδικά στο κτίριο των Δικαστηρίων Σανταρόζα όπου ομολογουμένως είναι και το πιο σημαντικό και πιο υποβλητικό κομμάτι της διοργάνωσης. Επιπλέον υπάρχει και ένα τμήμα της έκθεσης στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών αλλά δεν είχα το κουράγιο να πάω κι εκεί.
Περιήγηση στην έκθεση
Στο κτίριο Fokas, μέσα σε ένα πολυκατάστημα-κουφάρι μιας άλλης εποχής, πριν τα σαρώσει όλα η οικονομική κρίση, έχουν τοποθετηθεί, εκεί όπου άλλοτε φιγουράριζαν άκαμπτα σαν ψόφια ψάρια τζην παντελόνια των €800, τα έργα 80 καλλιτεχνών από όλο τον κόσμο (από τη Βόρεια και τη Νότια Αμερική, έως την Καραϊβική και την Ευρώπη).
Διασχίζεις τους ψιλοέρημους ορόφους, ανεβοκατεβαίνεις κυλιόμενες σκάλες που άλλες λειτουργούν κι άλλες όχι, κι αναρωτιέσαι «μα είναι τέχνη αυτό;». Μια κυρία στέκεται σε ένα πλατύσκαλο και προσπαθεί σαστισμένη να καταλάβει τι απεικονίζει η εικόνα που βλέπει μπροστά της. Ψάχνει να βρει την καρτέλα με τον τίτλο του έργου και την επεξηγηματική λεζάντα, την ώρα που την πλησιάζω και της λέω «Αγνοήστε το αυτό, δεν είναι μέρος της Μπιενάλε», είναι μπάνερ από διαφήμιση ενός γνωστού premium brand casual ένδυσης που έχει ξεμείνει στο χώρο από τότε που ο Φωκάς λειτουργούσε ως πολυκατάστημα. Φεύγουμε μαζί και καθόμαστε αποκαμωμένοι από το άχθος της Τέχνης σε ένα παγκάκι που έχει τοποθετηθεί πάνω στην άμμο για να δούμε σε τρία videowalls την ιστορία ενός ζευγαριού που χτυπάει κάτι χταπόδια στα βράχια της Ύδρας.
Αν το σκεφτείς καλά τα περισσότερα από αυτά τα έργα θα μπορούσαν να είναι ένα μάτσο σκουπίδια που κάποιος ρακοσυλλέκτης έχει ενώσει σε μια τυχαία στοίβα. Το χαλασμένο joystick του PlayStation, οι σκουριασμένοι ανεμιστήρες, κάτι σπασμένες καρέκλες… Όμως είναι εργα τέχνης και μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις κοστίζουν και πολύ ακριβά. Αν θέλεις να τα ισοπεδώσεις όλα απλά τους γυρνάς την πλάτη και τα προσπερνάς, ξεχνάς ότι τα είδες. Όμως η αλήθεια είναι πως πραγματικά κάποια από αυτά δουλεύουν υπόγεια, τα σκέφτεσαι ώρες μετά αφού τα είδες, θρυμματίζοντας, όπως λέει ο Κάφκα, την παγωμένη θάλασσα μέσα σου. Ο σύγχρονος άνθρωπος στον οποίο απευθύνεται αυτού του είδους η Τέχνη, συχνά διαδραστική, είναι ένα πρόσωπο που βομβαρδίζεται από εκατομμύρια πληροφορίες καθημερινά: είναι καταναλωτής πληροφοριών, δέκτης διαφημιστικών μηνυμάτων, ένα πρόσωπο κυκλωμένο από αλγόριθμους διαφόρων τύπων που προσπαθούν να του αποσπάσουν την διασπασμένη προσοχή. Όπως ο Μοντερνισμός των αρχών του 20ου αιώνα προσπαθούσε να ερμηνεύσει έναν ταραγμένο ρευστό κόσμο που άλλαζε από τον Μεγάλο Πόλεμο, την τεχνολογία και τις τεράστιες επιστημονικές ανακαλύψεις που αμφισβητούσαν τα πάντα, ακόμα και τη σταθερά του χρόνου όπως έκανε η Θεωρία της Σχετικότητας του Αϊνστάιν, έτσι και η μεταμοντέρνα τέχνη εκφράζει ακριβώς τη ρευστότητα μιας μεταβατικής εποχής που περνά σαρωτικά από τον αναλογικό στον ψηφιακό κόσμο. Πολύ λογικά η Τέχνη υιοθετεί νέα μέσα για να εκφραστεί, πολλές φορές μέσα άγρια και βασανιστικά, μέσα που θέλουν να σοκάρουν τον θεατή για να καταφέρουν να αποσπάσουν την προσοχή του. Προσωπικά αυτή η Τέχνη δεν με συγκινεί, όπως με συγκινεί μια αναγεννησιακή τοιχογραφία σε κάποιο παλάτσο της Φλωρεντίας ή πολύ περισσότερο ένας πίνακας της εποχής του Ρομαντισμού που απεικονίζει το δέος του ανθρώπου μπροστά στη μεγαλειώδη τρικυμιώδη φύση. Παρόλα αυτά κατανοώ τη δυναμική της και κατανοώ ότι ο ρόλος αυτής της Τέχνης είναι διαφορετικός αφού εκφράζει μια πολύ διαφορετική εποχή όπου όλα είναι ρευστά και αλλάζουν με μεγάλη ταχύτητα.
Tα 4 πιο δυνατά έργα της 7ης Μπιενάλε της Αθήνας
Από ολα τα έργα που είδα στα τρία κτίρια της έκθεσης ξεχώρισα τα εξής:
Το «Catch and Kill» της Cajsa Von Zeipel από τη Σουηδία, που εκτίθεται στο ισόγειο του κτιρίου Fokas. Πρόκειται για ένα σύμπλεγμα σωμάτων κατασκευασμένα από σιλικόνη που αιωρούνται, κρεμασμένα από την οροφή, ένα σχόλιο στην φιλήδονη εποχή «μιας εφήμερης πολιτιστικής εφηβείας» όπου η μόδα, η τεχνολογία και η αισθητική χειρουργική καθορίζουν τα πλαστικά πρότυπα ομορφιάς σε έναν επιφανειακό κόσμο όπου η λαγνεία και η επίδειξη πλούτου αποθεώνονται. Το εξέλαβα ως ένα πολύ εύστοχο σχόλιο για την επιδερμική κουλτούρα φιγούρας του Instagram, όπου η εικόνα καθορίζει το περιεχόμενο, δημιουργώντας ψευδαισθήσεις.
Δυο ακόμα έργα στο στο κτίριο των Δικαστηρίων Σανταρόζα: Τα έργα από τη σειρά «Their New Power» της Πολωνής Zuzanna Czebatul που ζει στο Βερολίνο, με κομμάτια αγαλμάτων που μόλις έχουν βγει από το χώμα, τοποθετημένα και φωτισμένα υποβλητικά μέσα στο σκοτάδι ενός δωματίου. Όπως εξηγεί ο επιμελητής της έκθεσης Poka-Yio «στην απλή αυτή αναπαράσταση, η Czebatul φέρνει τον θεατή αντιμέτωπο με τη δική μας, σύγχρονη εποχή ως δεύτερου βαθμού προσομοίωση, μέσα από τα λόγια του φιλοσόφου-κοινωνιολόγου Jean Baudrillard, που περίεγραψε τη σημερινή μας συνθήκη ζωής ως ''έρημο του πραγματικού''».
Επίσης, ξεχώρισα, το έργο «Known but to God: The Dug Up, Dissected, and Disposed for the Sake of Medicine» της Doreen Garner από τη Φιλαδέλφεια της Πενσυλβάνια στις ΗΠΑ, η οποία ζει στη Νέα Υόρκη. Το έργο της αποτελείται από τρεις διαδοχικές γυάλες γεμάτες ουίσκι όπου συντηρούνται σαν να βρίσκονται σε φορμόλη γυναικεία μέλη από μαύρες γυναίκες που αποτέλεσαν τα πειραματόζωα ενός γυναικολόγου.
Και, τέλος, βρήκα συγκλονιστικό το installation «Black September» του Ελβετού Christoph Draeger που ζει στη Σουηδία, το οποίο αναπαριστά με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες το δωμάτιο όπου έγινε η σφαγή της Ισραηλινής Ολυμπιακής Ομάδας από μέλη της τρομοκρατικής ομάδας Μαύρος Σεπτέμβρης. Πρόκειται για ένα πολύ δυνατό σχόλιο για την τρομοκρατία. Γι' αυτό και μόνο το έργο η εμπειρία της 7ης Μπιενάλε της Αθήνας μου άφησε θετικό πρόσημο, παρά τα πολλά και ανούσια έργα, κυρίως στο κτίριο Fokas.
Αξίζει να δείτε την 7η Μπιενάλε έχοντας στο μυαλό σας ακριβώς αυτό: τα έργα που εκτίθενται εκεί είναι προϊόντα της εποχής τους, μιας εποχής που έχει άλλες ανησυχίες και άλλους προβληματισμούς, μιας εποχής, ολοένα και πιο ψηφιακής, που πάσχει και νοσεί, μιας εποχής που τη συγκλονίζουν και τη συνταράσσουν συθέμελα οι οδύνες του παλιού που πεθαίνει και του καινούργιου που παλεύει να γεννηθεί.