Το επιχείρησε στην απελπισία του ο Τσίπρας το 2023, παραμονές εκλογών. Ταύτισε τον Μητσοτάκη με τον αυταρχικό (και ακροδεξιό) ηγέτη της Ουγγαρίας, Βίκτορ Όρμπαν. Τον κατήγγειλε για «πρακτικές φόβου και τρομοκράτησης», για φίμωση των ΜΜΕ, για αλαζονεία. Συν Τέμπη, υποκλοπές και τα λοιπά.
Παρότι το κόλπο δεν πέτυχε και ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε τις εκλογές, οι ευρωβουλευτές του το επιχείρησαν ξανά. Ένας ετερόκλητος συνασπισμός (με τη βοήθεια του ΠΑΣΟΚ) εξίσωσε πρόσφατα ένα κεντροδεξιό κόμμα, σαν τη ΝΔ, και έναν μετριοπαθή φιλελεύθερο πολιτικό, σαν τον Κυριάκο Μητσοτάκη, με την αυταρχική ακροδεξιά του Όρμπαν και πέρασε ένα ψήφισμα στην Ευρωβουλή εναντίον της Ελλάδας. Αυτή τη φορά, μάλιστα, ο νέος αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ -που δεν φημίζεται για ιδιαίτερη αίσθηση του μέτρου- γαρνίρισε τις καταγγελίες με εκφράσεις για «χούντα», που υποτίθεται ότι βιώνουμε στην Ελλάδα.
Διαπιστώσεις εντελώς εκτός πραγματικότητας και πολιτικά επικίνδυνες. Όταν ακόμη και ο πιο κακόπιστος πολίτης δύσκολα βλέπει τον Μητσοτάκη ως (ακροδεξιό) Όρμπαν. Αν υπήρχαν στην Ελλάδα τέτοιες απειλές «στο κράτος δικαίου και στη Δημοκρατία» θα το είχαν όλοι διαπιστώσει -δεν θα περιμέναμε τον Παπαδημούλη. Κατά γενική ομολογία, ο Μητσοτάκης είναι ο πιο light δεξιός πρωθυπουργός από τη μεταπολίτευση και μετά, με μεταρρυθμίσεις που φτάνουν ως τη woke ατζέντα -τον επικρίνει εξ αιτίας αυτών η παραδοσιακή κομματική βάση εντός της Νέας Δημοκρατίας.
Το να επιδίδεται επομένως η αντιπολίτευση σε ένα άνευ προηγουμένου κρεσέντο, εντός και εκτός Ελλάδος, για να πείσει (ξανά) πως στην Ελλάδα έχουμε «χούντα Μητσοτάκη», μόνο σαν γραφική παραφωνία ακούγεται. Και ο καθένας πλέον αντιλαμβάνεται ότι όσοι (ξανα)βλέπουν Όρμπαν εκεί που δεν υπάρχει, είναι σαν να ομολογούν τα τεράστια δικά τους αδιέξοδα. Και όσο ορισμένοι αδυνατούν να κοντύνουν τον Μητσοτάκη, μέσω πολιτικών και αντιπολιτευτικών διαδικασιών, τόσο θα καταφεύγουν στην ύστατη λύση: συκοφαντικά αφηγήματα, μηχανορραφίες, ιστορίες της μικρής Μαρίας, χουντολογία, υπονόμευση του κύρους της Ελλάδας και της Ευρώπης.
Υπάρχει και το άλλο: αυτοί που κόπτονται για «το κράτος δικαίου και τα θεμελιώδη δικαιώματα», που δήθεν απειλούνται στην Ελλάδα, είναι οι ίδιοι που είχαν καταπιεί σημεία και τέρατα κατά τη συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Οι ίδιοι που σήμερα υπερασπίζονται την αθρόα λαθρομετανάστευση, τη βία, αναρχία, ατιμωρησία, τα μπαχαλοπανεπιστήμια και τις καταλήψεις.
Στην Ελλάδα (ευτυχώς) καμία ελευθερία του Τύπου δεν απειλείται, ενώ αντίθετα (δυστυχώς) η καταγγελία έχει σχεδόν εξελιχθεί σε εθνικό σπορ: από τον τελευταίο πολίτη ως το «Μακελειό» και το «Ντοκουμέντο» όλοι καταγγέλλουν αδιάκοπα, ελεύθερα και απρόσκοπτα ό,τι τους κατέβει στο κεφάλι.
Στο φοιτητικό συλλαλητήριο ακούσαμε για «Κυβέρνηση δολοφόνων», ο Πολάκης απείλησε με πογκρόμ (και) τους δικαστές, η Εκκλησία καταγγέλλει τους γκέι, οι Σπαρτιάτες τους Καλικάντζαρους, οι αγρότες τον Μητσοτάκη, η «ΕφΣυν» τον Κασσελάκη, ο Ανδρουλάκης τον Χριστοδουλάκη και πάει λέγοντας. Για όλους έχει ο μπαξές.
Και αυτό είναι το καλό με τη Δημοκρατία: οι απόψεις ακούγονται όλες, οι διαφωνίες καταγράφονται, ακόμη και η λόξα του καθενός βρίσκει ακροατές, αναγνώστες ή ψηφοφόρους. Αλλά στο τέλος πάντα μετράει η σοβαρότητα και η αξιοπιστία, όπως αποδεικνύεται την κρίσιμη ώρα στην κάλπη.
Με μια επισήμανση: το ψήφισμα που πέρασε στο Ευρωκοινοβούλιο μπορεί να είναι παρωδία και να στήθηκε επίτηδες ενόψει ευρωεκλογών, αλλά βάζει ένα μεγάλο ζήτημα: με ποια στελέχη και ευρωβουλευτές η ΝΔ κάνει lobbying στην Ευρώπη. Το πάθημα ας γίνει μάθημα.