Δεν έφτανε η κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ που συντελέστηκε μετά την καθαίρεση Κασσελάκη, ήρθε και η πτώση των ποσοστών του ΠΑΣΟΚ στα επίπεδα των ευρωεκλογών του 2024 ή και πιο κάτω από αυτά, για να θολώσει πολύ γρήγορα το σχέδιο της κεντροαριστερής σύμπραξης.
Δεν είναι καθόλου υπερβολή να πούμε ότι η πολυσυζητημένη συνεργασία της κεντροαριστεράς μοιάζει πια ως υπεραισιόδοξο σενάριο, αν όχι ως χίμαιρα. Με το ΠΑΣΟΚ σε ποσοστά στις μετρήσεις από 10 έως 13% και τον ΣΥΡΙΖΑ από 5 έως 6%, όλο και λιγότεροι τολμούν να κάνουν λόγο για μια τέτοια προοπτική, ακόμη και τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ που μέχρι πρότινος είχαν αναγάγει το θέμα της λεγόμενης προοδευτικής κυβέρνησης σε κυρίαρχη στρατηγική. Αν αθροίσουμε τα ποσοστά και των δύο κομμάτων, ακόμα και στην προς τα πάνω εκδοχή τους, δύσκολα φτάνουν στο 20%, ενώ και ο άλλος φορέας που το ΠΑΣΟΚ και ο ΣΥΡΙΖΑ θέλουν να υπολογίζουν στο κεντροαριστερό μπλοκ, η Νέα Αριστερά, καταγράφεται γύρω στο 1%.
Υπάρχουν πάντα κάποιοι αισιόδοξοι που υποστηρίζουν ότι η πρόσθεση δυνάμεων μπορεί να λειτουργήσει πολλαπλασιαστικά, πολύ πιο πάνω από το αριθμητικό άθροισμα, λόγω της υποτιθέμενης θετικής αύρας και της δυναμικής που δημιουργείται. Αυτό ωστόσο στην πράξη σπάνια επιβεβαιώνεται. Το αντίθετο μάλιστα, συχνά σε αυτές τις προσθέσεις το πραγματικό αποτέλεσμα είναι κατώτερο από το μαθηματικό, όταν στις συνιστώσες που αθροίζονται ενυπάρχουν ετερόκλητες ομάδες που αποσκιρτούν.
Και ως φαίνεται, δεν προβλέπεται ανάκαμψη όχι μόνο για τον ΣΥΡΙΖΑ αλλά ούτε και για το ΠΑΣΟΚ, η ηγεσία του οποίου είναι αναγκασμένη να πορεύεται άτολμα και να τηρεί ισορροπίες. Αν στραφεί αριστερότερα θα δυσαρεστήσει τους πιο κεντρώους, αρκετοί από τους οποίους στήριξαν τον πρόεδρο στις εσωκομματικές εκλογές και αν μετακινηθεί περισσότερο προς το κέντρο θα απογοητεύσει τους πιο αριστερόστροφους. Και όσο η ηγεσία θα πορεύεται διστακτικά και διπλωματικά, το ΠΑΣΟΚ θα καθηλώνεται, στην καλύτερη περίπτωση, τη στιγμή που το ζητούμενο είναι η αύξηση της επιρροής του και όχι η διατήρηση των εσωκομματικών ισορροπιών.
Είναι γνωστό ότι το ενδεχόμενο μιας κεντροαριστερής σύμπραξης δεν το ασπάζεται ούτε το ασπάζονταν ποτέ το σύνολο του ΠΑΣΟΚ, ακόμα και μια μερίδα στελεχών και οπαδών του που υποστήριξε Ανδρουλάκη στις πρόσφατες εσωκομματικές εκλογές. Ασφαλώς πολύ λιγότερες διαφωνίες με την επιδίωξη της προοδευτικής σύμπλευσης υπάρχουν στον ΣΥΡΙΖΑ ή στη Νέα Αριστερά, τουλάχιστον σε επίπεδο ηγετικών στελεχών, όμως και εδώ σε περίπτωση συνεργασίας με το ΠΑΣΟΚ πιθανότατα αρκετά μέλη τους θα μετακινηθούν προς άλλες αμιγώς αριστερές επιλογές. Δύσκολα συνεπώς η τυχόν δυναμική που θα δημιουργηθεί με την όποια συνεργασία θα είναι μεγαλύτερη από τις απώλειες των αποχωρήσεων.
Σε κάθε περίπτωση, ακόμα και αν υποτεθεί ότι ένα μελλοντικό σχήμα ΠΑΣΟΚ – ΣΥΡΙΖΑ θα ανταγωνίζονταν εκλογικά τη Νέα Δημοκρατία, δεν θα μπορούσε να καταστεί αυτοδύναμη κυβερνητική πλειοψηφία. Είναι περιττό να πούμε ότι τα υπόλοιπα συγγενή κόμματα, Πλεύση Ελευθερίας, Κίνημα Δημοκρατίας και Μέρα 25, δεν θέλουν ούτε να ακούν για ΣΥΡΙΖΑ και για τα ηγετικά στελέχη του ή για τα μέλη του υπουργικού συμβουλίου Τσίπρα που συγκροτούν τη Νέα Αριστερά.
Ένα ερώτημα είναι αν ο φημολογούμενος νέος φορέας Τσίπρα, που όλα δείχνουν ότι ο πρώην πρωθυπουργός θέλει να συγκροτήσει, μπορεί να ταράξει το σημερινό τέλμα στην κεντροαριστερά. Ακόμα και αν υλοποιηθεί όμως, πράγμα καθόλου εύκολο, δεν φαίνεται πιθανό να ενσωματώσει ούτε καν ολόκληρη τη Νέα Αριστερά, όπως φάνηκε από τις διαφωνίες ως προς την ενσωμάτωση της Κ.Ο. της στον ΣΥΡΙΖΑ που καταγράφηκαν πρόσφατα στις συνεδριάσεις των οργάνων της και το πιθανότερο είναι ο πολυσυζητημένος νέος φορές να αποτελέσει απλώς μία μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ, με την ενσωμάτωση κάποιων ανένταχτων στελεχών της Αριστεράς που θα λειτουργήσουν ως επίφαση ανοίγματος σε ευρύτερες δυνάμεις.
Παρά ταύτα, για το μέχρι πρότινος κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, δεν παύει η συγκρότηση ενός νέου σχήματος από τον πρώην πρωθυπουργό να είναι μία διέξοδος, όχι απαραίτητα για να εκτιναχθούν αίφνης τα ποσοστά του, αλλά για να ανακοπεί η φθορά του και να του δοθεί κάποια δυνατότητα ανάκαμψης προκειμένου να επανέλθει ως ισότιμη και υπολογίσιμη συνιστώσα μιας προοδευτικής συνεργασίας. Η λογική λέει ότι δεν θα θιγεί ιδιαίτερα το ΠΑΣΟΚ από μια τέτοια εξέλιξη, αλλά πιθανότατα ένας νέος φορέας θα φέρει πίσω κάποιες δυνάμεις που έφυγαν από τον ΣΥΡΙΖΑ και στράφηκαν σε πιο αριστερές επιλογές. Αν το ΠΑΣΟΚ εξακολουθεί να θέλει τη συνεργασία, ίσως και για το ίδιο να αποτελέσει μία καλή είδηση, αφού η επάνοδος Τσίπρα ενδέχεται να αναβιώσει μία προοπτική που αυτή τη στιγμή μοιάζει να έχει ναυαγήσει.
Ούτως ή άλλως, το ΠΑΣΟΚ δεν επωφελήθηκε καθόλου από τη συρρίκνωση του ΣΥΡΙΖΑ στο 1/3 περίπου της δύναμης του σε σχέση με τις ευρωεκλογές. Αν υποθέσουμε ότι και το ίδιο προσέβλεπε στη συνεργασία, η κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ ήταν εν τέλει μία δυσάρεστη εξέλιξη. Η ειρωνεία όμως είναι ότι συνέβαλε και το ίδιο το ΠΑΣΟΚ σε αυτό, αφού ο αρχηγός του δεν έπαυε να χλευάζει τον εκλεγμένο πρώην πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ από την πρώτη ημέρα της εκλογής του, ενώ μετά την καθαίρεση του και τον αποκλεισμό του από μία νέα υποψηφιότητα, έβγαλε αίφνης από το στόχαστρο του το άλλοτε κραταιό κόμμα της Αριστεράς. Εντούτοις, παρά το μορατόριουμ που έφερε η υποβόσκουσα προσέγγιση των δύο κομμάτων, οι ψηφοφόροι που έφυγαν από τον ΣΥΡΙΖΑ δεν πήγαν στο ΠΑΣΟΚ, όπως ήλπιζε ο πρόεδρός του όταν με την αποχώρηση των βουλευτών που στήριξαν Κασσελάκη κατέλαβε τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αλλά ούτε καν στη Νέα Αριστερά, αφού και η ίδια πέφτει συνεχώς. Να όμως που η θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν αποδείχθηκε πανάκεια και ούτε είχε καμία πολιτική προίκα, πέρα από κάποια κοινοβουλευτικά προνόμια, αφού το ΠΑΣΟΚ από τότε που την κατέλαβε, πέφτει συνεχώς. Μάλιστα, έφτασε στο σημείο να κατέχει τη θέση χωρίς την αντίστοιχη ουσιαστική πολιτική νομιμοποίηση, αφού δεύτερο κόμμα είναι πλέον σε όλες τις μετρήσεις η Πλεύση Ελευθερίας, η οποία είναι η μόνη που επωφελείται από τις μετακινήσεις που συντελέστηκαν στον χώρο της Αριστεράς.
Με δυο λόγια, όσοι με το έναν ή τον άλλο τρόπο συνέβαλαν στην καθαίρεση Κασσελάκη (που δεν συμμερίζονταν ποτέ μια κεντροαριστερή συνεργασία), πέτυχαν τελικά τη διάλυση του ΣΥΡΙΖΑ και την απαξίωση του από την πλειοψηφία της βάσης του που μετακινήθηκε σε άλλες αριστερές επιλογές. Κάπως έτσι, η κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ έφερε το ξεθώριασμα, αν όχι την ματαίωση, του κεντροαριστερού οράματος.