Τι κάνουν τα κόμματα της αντιπολίτευσης δυο μήνες μετά τις εκλογές; Τρία πράγματα. Πρώτον, αναζητούν τις αιτίες της ήττας τους. Δεύτερον(και συναφές) κάνουν την αυτοκριτική τους. Και, τρίτον, έχουν από κοντά τη νέα κυβέρνηση, αποκαλύπτοντας τις ανακολουθίες και προλαβαίνοντας πονηρούς σχεδιασμούς της. Δεν είναι υποχρεωμένα να επικροτούν τα όποια θετικά, αλλά δεν κάνουν και αντιπολίτευση για την αντιπολίτευση.
Ο Αλέξης Τσίπρας επιχείρησε να τα κάνει και τα τρία στην πρώτη ολοκληρωμένη παρέμβασή του από το βήμα της Διεθνούς Εκθεσης Θεσσαλονίκης. Αλλού περισσότερο και αλλού λιγότερο επιτυχημένα. Ηταν φανερό ότι η ομιλία του είχε περισσότερο αμυντικά χαρακτηριστικά, με την έννοια ότι έδωσε μεγάλο βάρος στην υπεράσπιση του έργου των κυβερνήσεών του. Ευλόγως, αφού θέλει να καταδείξει ότι η νέα κυβέρνηση «τρώει από τα έτοιμα», δηλαδή αυτά που κάνει στην αρχή της θητείας της στηρίζονται σε όσα(θετικά) παρέλαβε από τις προηγούμενες.
Δυο ήταν οι επισημάνσεις αιχμής του κ. Τσίπρα:
- Η πρώτη αφορά την σχέση «παράδοσης-παραλαβής». Πράγματι, η κατάσταση της χώρας σήμερα είναι πολύ καλύτερη από την αντίστοιχη του 2015, όταν ανέλαβε ο ΣΥΡΙΖΑ. Η προηγούμενη κυβέρνηση δεν παρέδωσε «καμένη γη», όπως ισχυριζόταν κατά κόρον η ΝΔ όσο ήταν στην αντιπολίτευση. Αυτό το αναγνωρίζουν σήμερα εμπράκτως οι νέοι κυβερνώντες, αλλιώς πού θα πατούσαν για αν κάνουν τις παροχές που κάνουν; Στα… ερείπια που βρήκαν; Αστειότητες.
- Η δεύτερη αφορά το Μακεδονικό. Πράγματι, ο Κυριάκος Μητσοτάκης και οι συν αυτώ αποδείχτηκαν «υποκριτές και διπρόσωποι», όπως τους χαρακτήρισε ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ. Παραπλάνησαν προεκλογικά τους (ντεμέκ) μακεδονομάχους και σήμερα σφυρίζουν-όλοι τους!- αδιάφορα.
Όμως, εδώ χρειάζεται προσοχή από τον αντιπολιτευόμενο ΣΥΡΙΖΑ. Και τα δύο αυτά θέματα κρίθηκαν στις προηγούμενες εκλογές. Ούτε η καλή κατάσταση της οικονομίας (αυτό που λέμε γενικά «καλά νούμερα») ούτε η λύση του Μακεδονικού αποδείχτηκαν αρκετά. Ηταν και τα δύο θετικά, αλλά οι προτεραιότητες των ψηφοφόρων ήταν άλλες. Και είναι απίθανο να αποφασίσουν με τα ίδια κριτήρια στις επόμενες εκλογές.
Και είναι λάθος ο κ. Τσίπρας και οι συν αυτώ να τα αποδίδουν όλα στην επικοινωνιακή υπεροχή της ΝΔ(όντως υπήρχε προεκλογικά και έχει μεγαλώσει μετεκλογικά), κάνοντας αυτοκριτική για δικές τους «αδυναμίες». Δεν πρόκειται γι’ αυτό. Αλλά για δικά τους λάθη, ορισμένα ασυγχώρητα. Αλλωστε και το 2015 η δύναμη πυρός τους στα μέσα ενημέρωσης ήταν κατώτερη από την αντίστοιχη της ΝΔ, αλλά αυτό δεν «παραπλάνησε» το εκλογικό σώμα. Διότι τότε υπήρχαν προσδοκίες, ορισμένες από τις οποίες έπαψαν να υπάρχουν στα τέσσερα χρόνια της δικής τους διακυβέρνησης. Και, επιπλέον, πρέπει να αναρωτηθούν αν ορισμένα επιτεύγματά τους έχουν την όψη που εκείνοι θέλουν να εμφανίζουν. Ας δούμε δύο παραδείγματα:
- Η αύξηση του κατώτατου μισθού και η μείωση του ΦΠΑ στην εστίαση πόσο πραγματικό αντίκρυσμα είχαν; Πόσοι εργοδότες κατέβαλαν την αύξηση; Μήπως απλώς άλλαξαν την μέχρι τότε σχέση εργασίας των εργαζομένων τους, για να την αποφύγουν; Και η μείωση του ΦΠΑ πέρασε στον καταναλωτή; Ή μήπως απλώς την έβαλαν στην τσέπη οι μαγαζάτορες χωρίς καν να μειώσουν- σε ορισμένες περιπτώσεις τις αύξησαν κιόλας!-τις τιμές τους;
- Η κατά δέκα μονάδες μείωση της ανεργίας (όντως απεικονίζεται στα χαρτιά) και η δημιουργία 675.000 νέων θέσεων απασχόλησης πόσο πραγματική είναι; Μήπως οι ελαστικές μορφές και οι χαμηλές-ορισμένες στα όρια του φιλοδωρήματος- αμοιβές είναι η πραγματική εικόνα; Οσοι έχουν αμφιβολία ας ρωτήσουν νέους που αναζητούν εργασία τι αντιμετωπίζουν(και καλά θα κάνουν και οι σημερινοί, όπως ο πολυπράγμων κ. Βρούτσης, να αφήσουν κατά μέρος τα συνεχή επικοινωνιακά τρικ και να δουν κατάματα την αλήθεια: η αύξηση της απασχόλησης που παρουσιάζουν είναι παραπλανητική . Σαρώνει η μερική απασχόληση και τα «τρακοσάρια» μεταξύ των νέων παιδιών).
Καλή είναι, λοιπόν, η «άμυνα» του κ. Τσίπρα και του ΣΥΡΙΖΑ, όπως αποτυπώνεται στην υπεράσπιση των δικών τους πεπραγμένων, αλλά αυτή δεν φτάνει. Η αυτοκριτική και η ενδοσκόπηση πρέπει να είναι ουσιαστική. Και σε θέματα γενικότερου πολιτικού ενδιαφέροντος. Για παράδειγμα, ο Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ εκφράζουν ήδη το συντριπτικά μεγαλύτερο τμήμα της «μεγάλης προοδευτικής παράταξης(το 31,5% των τελευταίων εκλογών το πιστοποιεί), αλλά ούτε αυτό είναι αρκετό. Πρέπει να την εκφράσουν στο σύνολό της είτε μόνοι τους είτε σε συνεργασία με τα άλλα κομμάτια της. Η πολεμική ατμόσφαιρα μεταξύ τους πρέπει να διαλυθεί. Το παρελθόν είναι ένα εμπόδιο και πρέπει να ξεπεραστεί. Αλλά πρέπει να κάνουν ισχυρή και όχι επιδερμική αυτοκριτική. Η κυβερνητική συμπόρευση με τον τυχοδιώκτη Πάνο Καμμένο και τους ΑΝΕΛ του αποτελεί ένα στίγμα, που πρέπει να βγάλουν από πάνω τους. Δεν γίνεται να κατηγορούν τον Μητσοτάκη για «ακροδεξιές επιλογές», όταν είναι νωπό ακόμα το δικό τους σφικταγκάλιασμα με το Καμμένο (ευτυχώς που δεν αποδείχτηκε θανατηφόρο!).
Η νέα περίοδος μόλις άρχισε. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη περνάει ακόμα τους πρώτους μήνες τους μέλιτος, αλλά τα δύσκολα δεν θα αργήσουν να έρθουν. Πάντως, έχει πολύ και καθαρό χρόνο μπροστά της. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει, επίσης, χρόνο για να κάνει την αυτοκριτική του, να εντοπίσει τα λάθη του, να ανοιχτεί σε ολόκληρο τον πέραν της παραδοσιακής Δεξιάς χώρο. Και, αμέσως μετά, να ασκήσει σκληρή αλλά τεκμηριωμένη κριτική στην κυβέρνηση. Όχι αντιπολίτευση για την αντιπολίτευση, όχι «μηδενιστική αντιπολίτευση». Ευτυχώς, το υποσχέθηκε ο κ. Τσίπρας.
Εχοντας ήδη μια πλήρη κυβερνητική θητεία πίσω του (πρέπει να) γνωρίζει πού να εστιάσει και τι να αποφύγει. Δεν γίνεται να κατηγορείς τους νυν για κάτι που ούτε εσύ έκανες. Είναι αυτό που έχει πει η Γαλλίδα συγγραφέας Γεωργία Σάνδη: «Η κριτική είναι πιο εύκολη από την πρακτική».