«Οι μηχανισμοί που είχαν βάλει την Ελλάδα στη μαύρη λίστα στη διάρκεια της οικονομικής κρίσης βρίσκονται πάλι εν κινήσει ενόψει της νέας κρίσης με την πανδημία του κορωνοϊού, όπως δείχνει η στάση αρχηγών κρατών που δεν θέλουν με τίποτε μια αμοιβαιοποίηση του χρέους», λέει ο Αλέξης Τσίπρας στη Le Monde.
Στο άρθρο γνώμης στη γαλλική εφημερίδα ο πρώην πρωθυπουργός σημειώνει:
«Όταν το 2015 η Ελλάδα βρέθηκε να υφίσταται την τρέλα μιας τιμωρητικής λιτότητας, που μετά την αποτυχία δύο προγραμμάτων του ΔΝΤ κι η πλειοψηφία του ελληνικού λαού βρισκόταν στο χείλος μιας ανθρωπιστικής κρίσης, η πλειονότητα των Ευρωπαίων σκεφτόταν ότι αυτή τη μικρή χώρα θα ήταν μια εξαίρεση. Η κατάσταση που υφίσταντο οι Έλληνες έπρεπε να χρησιμεύσει ως παράδειγμα ώστε άλλες χώρες να μην ακολουθήσουν τον ολισθηρό δρόμο μεγάλων ελλειμμάτων στον προϋπολογισμό. Ήδη, με την κρίση που προκάλεσε ο κορωνοίός, το έλλειμα του προϋπολογισμού οδεύει να γίνει κοινό πρόβλημα σε πάρα πολλές χώρες της ευρωζώνης.
Την εποχή εκείνη δεν άλλαξε τίποτε το γεγονός ότι η νεοεκλεγείσα αριστερή κυβέρνησή μου δεν είχε κανέναν δεσμό με τις δυνάμεις που είχαν εμβαθύνει αυτά τα ελλείμματα. Όπως ούτε και το γεγονός ότι δεν είχαμε την πρόθεση να υποστηρίξουμε, σε αντίθεση με τος προκατόχους μας, τους πλούσιους Έλληνες που κατέθεταν τα χρήματά τους σε τράπεζες στην Ελβετία και απέφευγαν συστηματικά να πληρώνουν τους φόρους. Το μεγαλύτερο μέρος της κοινής γνώμης στον [ευρωπαϊκό] βορρά είχε δηλητηριαστεί με άδικες προκαταλήψεις έναντι των «τεμπέληδων» και «διψασμένων για χρήμα» Ελλήνων, που απλώνονταν πέρα απ’ το στρώμα τους για να ζήσουν τη dolce vita με χρήματα των βορειοευρωπαίων, οι οποίοι «είχαν κάνει τα μαθήματά τους.
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ προσπάθησε να ανατρέψει αυτό το στερεότυπο και να προτείνει εναλλακτικές στην σφοδρή λιτότητα σ’ ένα πλαίσιο ευρωπαϊκής αλληλεγγύης και διαλόγου. Αλλά οι συντηρητικές κυβερνήσεις είδαν [στις προτάσεις αυτές] μια απειλή για τους κανόνες που πρέπει να εφαρμόζονται, ό,τι κι αν γίνει. Πολλές κυβερνήσεις, αν και προοδευτικές, αντιμετώπισαν με καχυποψία το διάβημά μας: “Ποιοι είναι αυτοί που αυτοί που μάχονται για έναν σκοπό που ούτε εμείς δεν είμαστε έτοιμοι να πολεμήσουμε”;
Αργότερα, βέβαια, εξέφρασαν τη συμπάθειά τους για τις προσπάθειες του Δαυίδ, που μαχόταν κατά του Γολιάθ. Μετά απ’ όλα αυτά, όπως μου είπε ο τότε πρόεδρος του Ευρωκοινοβουλίου, Μάρτιν Σουλτς μετά την πρώτη ομιλία μου στο Στρασβούργο: “Η καρδιά μας είναι μαζί σας, αλλά όχι η λογική μας”. Τι ήταν λοιπόν τόσο παράλογο; Η ιδέα να αλλάξουν οι κανόνες, αφού δεν απέδιδαν.
Προτεραιότητά μας να σωθούν ζωές
Κατά βάθος όλος ο κόσμος αντιλαμβάνεται ότι δεν είναι παράλογο το να αλλάξει μια συνθήκη, η οποία αντί να θεραπεύει, οδηγεί στην επιδείνωση της κατάστασης του ασθενούς, αλλά να παριστάνει κανείς ότι δεν βλέπει τις αποδείξεις. Απ’ την άλλη πλευρά ουδείς θεωρούσε “λογικό” να μπορέσει μια μικρή χώρα να αλλάξει τους κανόνες, έστω κι αν αυτό ήταν εντελώς δίκαιο. Σε πολλά μυαλά υπήρχε αυτή η ιδέα ότι όλες αυτές οι παράλογες συζητήσεις δεν θα άγγιζαν ποτέ τις χώρες τους. Σκέφτονταν ότι η Ελλάδα δεν ήταν παρά μια μικρή εξαίρεση.
Σε μια από τις πρώτες συνόδους κορυφής της ΕΕ που μετείχα προσπάθησα να πείσω τους ομολόγους μου κάνοντας αναφορά στο εξαιρετικό μυθιστόρημα του Χέμινγουεϊ «Για Ποιον Χτυπά Η Καμπάν». Αν χειρίζονταν έτσι την κρίση στην Ελλάδα θα ερχόταν καιρός που και οι δικές τους χώρες θα έπρεπε να αντιμετωπίσουν αυτή τη “λογική”.
Όταν η διαπραγμάτευση πήρε δραματική στροφή ενημέρωσα την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη μέσα από τις στήλες αυτής της εφημερίδας για τη μη εποικοδομητική στάση των θεσμών. [«Όχι σε μια ευρωζώνη δύο ταχυτήτων», Le Monde 2ας Ιουνίου 2015]. Το άρθρο γνώμης μου κατέληγε με την επίκληση του βιβλίου του Έρνεστ Χέμινγουεϊ. Έλεγα ότι το πρόβλημα που αντιμετωπίζαμε δεν αφορούσε μόνον την Ελλάδα, αλλά ήμασταν στο επίκεντρο μιας μάχης ανάμεσα σε δύο αντίπαλες στρατηγικές για το μέλλον της Ευρώπής. Το ένα είχε ως άξονα την πολιτική ενσωμάτωση στο πλαίσιο της ισότητας και της αλληλεγγύης. Το άλλο οδηγούσε στον κατακερματισμό και τη διαίρεση.
Δεν γνωρίζω, υπό το φως των τρεχουσών εξελίξεων, πότε αυτό το άρθρο θα αποδειχθεί προφητικό. Ούτε γνωρίζω σε ποιο βαθμό κατάφερα να πείσω τους συναδέλφους μου. Μολονότι οι κυβερνήσεις Γαλλίας και Ιταλίας υποστήριξαν την Ελλάδα, δεν νομίζω ότι το έκαναν επειδή θεωρούσαν ότι υπήρχε υπαρκτός κίνδυνος να χτυπήσει η καμπάνα και για εκείνες. Εν πάσει περιπτώσει, παρά τις προσπάθειες της Γαλλίας, ο διάλογος για το μέλλον της Ευρώπης αποδείχθηκε σύντομος.
Αυτή η νέα κρίση θυμίζει την περίοδο στην οποία αναφέρεται το μυθιστόρημα του Χέμινγουεϊ [τον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο 1936-1939]. Σήμερα, βέβαια, δεν είμαστε αντιμέτωποι με έναν πραγματικό πόλεμο. Αλλά σχεδόν έτσι έχουν τα πράγματα. Οι οικονομίες μας επιβραδύνονται συμμετρικά με απόλυτους όρους. Κι η προτεραιότητά μας είναι να σωθούν ζωές. Τα χρέη μπορούν να εξοφληθούν ή να αποσβεστούν, όπως έγινε μετά από έναν πραγματικό πόλεμο το 1953 [στις 27 Φεβρουαρίου 1953 με τη συμφωνία του Λονδίνου για ένα μεγάλο μέρος του γερμανικού χρέους]. Αλλά τις ζωές δεν μπορεί να τις επαναφέρει κανείς.
Κυριαρχεί το “καθένας για την πάρτη του”
Στις επείγουσες, δραματικές συνθήκες που διερχόμαστε, διαπιστώνουμε ότι μια ομάδα ευρωπαίων ηγετών εξήγαγε εσφαλμένα συμπεράσματα από προηγούμενες κρίσεις κι επιμένει σ’ έναν κακό δρόμο. Αντί να αφήσουν στην άκρη τις εμμονές ενόψει της σοβαρότητας της απειλής και να προτάξουν την αλληλεγγύη και τη συνεργασία, συντηρούν την παλιά τους λογική: “δεν θα πληρώσουμε τα χρέη του σπάταλου Νότου”. Ούτε που κάνουν σκέψεις για αμοιβαιοποίηση οτυ χρέους, είναι η λογική του “καθένας για την πάρτη του”, κι όποιος χρειάζεται δάνειο θα πρέπει να πληρώσει το τίμημα. Όπως έκανε η Ελλάδα. Γι’ αυτούς οι κανόνες είναι κανόνες.
Φοβούμαι μήπως αυτή η επίδειξη ακραίας και ανήθικης αδιαλλαξίας από μέρους ευρωπαίων ηγετών, οι οποίοι, όπως ο Ολλανδός πρωθυπουργός Μαρκ Ρούτε, δεν βλέπουν στις ριζικές αλλαγές που γνωρίζει η Ευρώπη λόγο να υποστηρίξουν νέα οικονομικά εργαλεία, αποδειχθεί μοιραία για την ενότητα της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κι αυτή δεν εδράζει μόνον σε οικονομικές προϋποθέσεις, αλλά στις κοινές μας αξίες. Για τους Ευρωπαίους η ευρωπαϊκή ιδέα υλοποιείται όταν Ούγγροι γιατροί πάνε να φροντίσους Ιταλούς ασθενείς, ή Ολλανδοί γιατροί κάνουν το ίδιο στην Ελλάδα, όχι όμως όταν αναγκαζόμαστε να ζητήσουμε εθελοντές γιατρούς από την Κούβα ή την Κίνα να φροντίσουν Ιταλούς ασθενείς.
Ένα ζήτημα αξιοπρέπειας
Όταν ο γραφειοκράτης γενικός διευθυντής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, Κλάους Ρέγκλινγκ, λέει στους Ιταλούς, τους Ισπανούς και οσονούπω στους Γάλλους, ότι μπορούν να δανειστούν αν αποδεχθούν τους όρους ενός οικονομικού προγράμματος, είναι σαφές ότι ανεξάρτητα από τους οικονομικούς υπολογισμούς, κάποια ρωγμή άνοιξε στις σχέσεις των κρατών μελών. Γιατί η ζωή δεν είναι μόνον ζήτημα χρημάτων, αλλά πρωτίστως αξιοπρέπειας.
Γνωρίζω καλά, μετά από τεσσεράμιση χρόνια συμμετοχής στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, ότι η Ευρώπη προχωρά με αργό βηματισμό, με μικρές προστριβές και μεγάλους συμβιβασμούς. Ελπίζω να μπορέσει να επιτευχθεί ένας τέτοιος συμβιασμός τις επόμενες μέρες. Η ευθύνη πέφτει κυρίως στους ώμους της Γερμανίδας καγκελαρίου, Άνγκελα Μέρκελ, που οφείλει να επιλέξει ανάμεσα στην κληρονομιά της ως ευρωπαίας ηγέτιδος και μια γερμανική κοινή γνώμη μολυσμένη εδώ και πολλά χρόνια από τον ιό του σωβινισμού.
Αν το πρόβλημα έγκειται σ’ αυτή τη λέξη, τα “ευρωομόλογα”, πρωτίστως συμβολική, είναι πάντα εφικτή η εξεύρεση μιας λύσης. Υπάρχουν τεχνικές επιλογές με το ίδιο αποτέλεσμα, αλλά διαφορετικό όνομα, Θα μπορούσε επί παραδείγματι να υπάρξει μια συμφωνία για έκδοση ενός μεγάλου ομολογιακού δανείου από τον ΕΜΣ. Ο ΕΜΣ θα μπορούσε να δανειστεί με εξαίρετους όρους ένα σημαντικό πλην αναγκαίο ποσό, που θα ανταποκρινόταν για παράδειγμα στο ποσό που συμφώνησαν στις ΗΠΑ οι Ρεπουμπλικανοί με τους Δημοκρατικούς για την προστασία της αμερικανικής οικονομίας. Στη βάση αυτού του ομολογιακού δανείου ο ΕΜΣ μπορεί στη συνέχεια να δημιουργήσει μια πιστωτική γραμμή για τα κράτη μέλη χωρίς καμία άλλη προϋπόθεση, παρα μόνον την αντιμετώπιση της οικονομικής και υγειονομικής κρίσης.
Λύσεις μπορούν να βρεθούν, αλλά όπως είπε στο Μεσοπόλεμο ο Τζον Μέιναρντ Κέινς, «η δυσκολία δεν είναι να αναπτύξεις νέες ιδέες, αλλά να αφήσεις πίσω τους τις παλιές». Υπάρχει αυτή η πολιτική βούληση; Σε κάθε περίπτωση οι χώρες που υπέγραψαν την επιστολή προς τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Σαρλ Μισέλ,ζητώντας αυτό το ευρωομόλογο, πρέπει να είναι έτοιμες να συνεχίσουν τη διαπραγμάτευση μ’ αυτό το στόχο μιας ευρωπαϊκής λύσης και να μην μείνουν απλώς στη διατύπωση της διαφωνίας τους. Κι αν τελικά η Άνγκελα Μέρκελ προτιμά τα εγκώμια του γερμανικού Τύπουο από μια ισχυρή πρωτοβουλία για το καλό της ενότητας της ευρωζώνης, αυτές οι χώρες δεν πρέπει να διστάσουν να κάνουν μαζί νέα βήματα.
Σίγουρα ένα ευρωομόλογο χωρίς τη Γερμανία και την Ολλανδία δεν θα είναι τόσο ισχυρό, αλλά μην ξεχνούμε ότι όλες οι άλλες χώρες μαζί αντιπροσωπεύουν τα δύο τρίτα του ΑΕΠ της ευρωζώνης. Υπό τον όρο ότι θέλουν να προχωρήσουν. Τελικά αυτός μπορεί να είναι ο μοναδικός τρόπος να προχωρήσει ολόκληρη η Ευρώπη».
- Ολες οι ειδήσεις
- Κεραμέως για σχολεία: Ας είμαστε προετοιμασμένοι να μην ανοίξουν μετά το Πάσχα
- Κορωνοϊός: Στους 51 οι νεκροί στην Ελλάδα- Απεβίωσε άνδρας στην Καστοριά
- Πάσχα: Κεκλεισμένων των θυρών οι Λειτουργίες τη Μ. Εβδομάδα -Στις 26 Μαΐου το «Χριστός Ανέστη»