Το υπουργείο Δικαιοσύνης επεξεργάζεται εναλλακτικά σενάρια για την επαναλειτουργία των δικαστικών υπηρεσιών, έκανε γνωστό ο Κώστας Τσιάρας.
Ο υπουργός Δικαιοσύνης σε συνέντευξη του στα ΝΕΑ ανέφερε πως η παράταση του δικαστικού έτους είναι μια έκτακτη ρύθμιση που απαντά στη μεγάλη ανάγκη που δημιουργείται από τη συσσώρευση τεράστιου όγκου υποθέσεων την περίοδο της αναστολής των δικαστικών εργασιών.
Πρόσθεσε επίσης πως «η πρωτοφανής πανδημία έφερε πιο κοντά μεγάλες μεταρρυθμίσεις που είχαμε ήδη σχεδιάσει στον χώρο της Δικαιοσύνης και έκανε ακόμα πιο επιτακτική την ανάγκη ταχύτερης ψηφιοποίησης των δικαστικών διαδικασιών».
Όπως σημείωσε ο κ. Τσιάρας, «ήδη, έχουμε θεσπίσει τη δυνατότητα ηλεκτρονικής παραλαβής πολλών πιστοποιητικών που εκδίδουν οι δικαστικές Αρχές μέσω της πλατφόρμας gov.gr, χωρίς να απαιτείται η αυτοπρόσωπη παρουσία των πολιτών ή των δικηγόρων τους. Από τα στελέχη του υπουργείου Δικαιοσύνης καταβάλλεται, παράλληλα, μια εργώδης προσπάθεια προκειμένου να ψηφιοποιηθούν ακόμα περισσότερα πιστοποιητικά για τη διευκόλυνση της καθημερινότητας των πολιτών και των δικηγόρων στα δικαστήρια».
Ο υπουργός Δικαιοσύνης επισήμανε ότι στην κατεύθυνση της “αποϋλοποίησης”, τρέχει με γρήγορους ρυθμούς το ολοκληρωμένο σύστημα διαχείρισης της πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης, ενώ δρομολογείται η ταχύτερη απόδοση ψηφιακών υπογραφών στους δικαστές και στους δικηγόρους.
Ο κ. Τσιάρας αναφέρθηκε και στο σχέδιο νόμου, που τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση τις προηγούμενες ημέρες, στο ορίζονται οι διαδικασίες για τη σύσταση ειδικών τμημάτων στα δικαστήρια:
«Δίνεται έτσι η δυνατότητα ταχύτερης επίλυσης δικαστικών διαφορών που αφορούν υποθέσεις με έντονο αναπτυξιακό πρόσημο, όπως ενδεικτικά οι υποθέσεις που αφορούν παραβίαση του δικαίου του ανταγωνισμού ή τον κλάδο των τηλεπικοινωνιών.
Με τον τρόπο αυτόν στέλνουμε ένα ισχυρό σήμα στους επενδυτές ότι η Ελλάδα είναι μια φιλική και ελκυστική για νέες επενδύσεις χώρα- είπε. Παράλληλα, βελτιώνουμε με τον τρόπο αυτόν τη θέση της Ελλάδας στη διεθνή κατάταξη για την αποτελεσματικότητα της Δικαιοσύνης που καταρτίζει τόσο το Συμβούλιο της Ευρώπης και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή όσο και η Παγκόσμια Τράπεζα, καθώς οι δείκτες αυτοί αποτελούν βαρόμετρο για τις επιλογές των διεθνών επενδυτών».