Ως βήμα εκσυγχρονισμού της λειτουργίας του Ελεγκτικού Συνεδρίου ο χαρακτήρισε τον νέο Οργανισμό του, ο υπουργός Δικαιοσύνης, Κώστας Τσιάρας. Παράλληλα, ενημέρωσε για την τροπολογία που αφορά την επιτάχυνση της εκδίκασης εκκρεμών υποθέσεων .
Σημειώνεται ότι, την ερχόμενη Πέμπτη (22/7) εισάγεται για συζήτηση και ψήφιση στην ολομέλεια της Βουλής, το σχέδιο νόμου του υπουργείου Δικαιοσύνης για τον νέο Οργανισμό του Ελεγκτικού Συνεδρίου, μετά την ολοκλήρωση της δεύτερης ανάγνωσής του στην αρμόδια Επιτροπή της Βουλής.
Το νομοσχέδιο και κατά τη δεύτερη ανάγνωσή του στην επιτροπή της Βουλής, υπερψηφίσθηκε από τη Νέας Δημοκρατία, καταψηφίστηκε από το ΚΚΕ, ενώ ΣΥΡΙΖΑ, Κίνημα Αλλαγής, Ελληνική Λύση και ΜέΡΑ 25, επιφυλάχθηκαν να τοποθετηθούν στην Ολομέλεια της Βουλής.
«Ολοκληρώνουμε το πλαίσιο λειτουργίας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, μια προσπάθεια που ξεκίνησε με το ν. 4700/20», ανέφερε ο Κ. Τσιάρας. Προανήγγειλε ότι θα υπάρξει τροποποίηση της παραγράφου του άρθρου 9 σχετικά με τους ελέγχους στα οικονομικά των επαγγελματικών σωματείων δημοσίου δικαίου από το ανώτατο δικαστήριο, λέγοντας πως η κυβέρνηση και το υπουργείο, αποδεικνύουν με τον τρόπο αυτό, ότι ακούνε και λαμβάνουν υπόψιν τους τις παρατηρήσεις των φορέων και των κομμάτων.
Ενημέρωσε, επίσης, ότι για την επίλυση του προβλήματος των 100.000 περίπου εκκρεμών υποθέσεων, οι οποίες δεν έχουν τακτοποιηθεί στο Ελεγκτικό Συνέδριο και ως επί το πλείστον αφορούν συνταξιοδοτικές εκκρεμότητες, θα κατατεθεί μία τροπολογία, όπου στο πρώτο της άρθρο θα προβλέπει, ότι υποθέσεις που εκκρεμούν πέραν της τριετίας, θα μπορούν να εισάγονται και να εκδικάζονται από το Τμήμα σε συμβούλιο, με μία και μόνο απαραίτητη προϋπόθεση: να συναινεί γι' αυτό ο ιδιώτης διάδικος, ακόμα και αν διαφωνεί ο διάδικος του δημόσιου φορέα.
Σχετικά με παρατηρήσεις βουλευτών πως μπορεί να καθυστερήσουν οι απορροφήσεις των χρημάτων του Ταμείου Ανάκαμψης εξαιτίας των ελλείψεων σε δικαστικούς για τους προσυμβατικούς ελέγχους, ο υπουργός απάντησε πως «γι' αυτό το νομοσχέδιο προβλέπει 12 νέες οργανικές θέσεις δικαστών, ακριβώς γιατί θέλουμε ουσιαστικά να προλάβουμε όλα αυτά τα ζητήματα τα οποία θα αναγκαστεί το Ελεγκτικό Συνέδριο να αντιμετωπίσει ενόψει του Ταμείου Ανάκαμψης».
Αναφορικά με τους προβληματισμούς που αναπτύχθηκαν με τον κατακερματισμό της ολομέλειας του δικαστηρίου σε τρεις ελάσσονες ολομέλειες και τα κωλύματα που μπορεί να προκύψουν επειδή πολλοί δικαστές μετέχουν σε πρωτοβάθμιους δικαστικούς μετασχηματισμούς, είπε πως «στα περισσότερα σύγχρονα δικαστήρια υπάρχουν και λειτουργούν ελάσσονες συνθέσεις της ολομέλειας. Ελάχιστα είναι τα δικαστήρια στα οποία στην ολομέλειά τους μετέχουν όλοι οι δικαστές και ανεβαίνουν όλοι στην έδρα».
Ο υπουργός απέρριψε τις αιτιάσεις ότι δεν υπάρχει μεγάλη ώθηση της ψηφιοποίησης της Δικαιοσύνης, λέγοντας ότι έχει γίνει «η μεγαλύτερη προσπάθεια από αυτή που υπήρξε τα προηγούμενα δέκα χρόνια, που ξεκίνησε η ιδέα της ψηφιοποίησης της Δικαιοσύνης και αυτό αποδεικνύεται, όχι μόνο με τα συγκεκριμένα έργα τα οποία ήδη είναι εν ισχύ, αλλά κυρίως από το γεγονός ότι καταφέραμε να εντάξουμε στο Ταμείο Ανάκαμψης το λεγόμενο μεγάλο έργο, που είναι η δεύτερη φάση του ΣΔΠΠ, η επέκταση του ΣΔΔΔ, το πλήρες πληροφοριακό σύστημα για το Ελεγκτικό Συνέδριο, το νέο ψηφιακό ποινικό μητρώο, οι τηλεδίκες οι οποίες ξεκινάνε, η ψηφιακή κατάθεση δικογράφων στο Συμβούλιο Επικρατείας και στα διοικητικά δικαστήρια, η ηλεκτρονική ροή της μήνυσης, η ηλεκτρονική ουσιαστικά δυνατότητα να πάρει κανείς σωρεία πιστοποιητικών από τα δικαστήρια της χώρας. Πράγματα που είναι ήδη ορατά από τους πολίτες».
Τέλος, ο υπουργός Δικαιοσύνης, σχολιάζοντας την ευρεία συναίνεση που καταγράφηκε από τους εισηγητές και τους ειδικούς αγορητές υπέρ του νομοσχεδίου, ανέφερε πως αυτό «μπορεί προφανώς να μην έχει πολιτική αναφορά ή χροιά, αλλά στην πραγματικότητα δημιουργεί ένα βήμα εκσυγχρονισμού της συνολικής λειτουργίας του Ελεγκτικού Συνεδρίου». Έτσι, δίνεται «η δυνατότητα να λειτουργήσει μέσα από το ρόλο που προβλέπεται και για τη χώρα μας, αλλά γενικότερα και για την ευρωπαϊκή πραγματικότητα».