Σε άρθρο του στο τελευταίο τεύχος του Foreign Affairs με τίτλο «Η Νέα Βιομηχανική Εποχή» ο Ro Khanna, γερουσιαστής και πρώην καθηγητής οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Stanford εξηγεί γιατί οι ΗΠΑ πρέπει να γίνουν ξανά μια βιομηχανική Υπερδύναμη.
Ο Khanna περιγράφει τη σταδιακή αποβιομηχάνιση της Αμερικής από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 και μετά, προς όφελος κατά βάση της Κίνας και εξηγεί πώς το διευρυνόμενο εμπορικό έλλειμμα, η απώλεια 5.000.000 καλοπληρωμένων θέσεων εργασίας και το κλείσιμο 70.000 μονάδων παραγωγής οδήγησαν ολόκληρες περιοχές στην «ερημοποίηση».
«Η απώλεια μεταποιητικής παραγωγής δεν έβλαψε μόνο την Αμερικανική οικονομία αλλά και την Αμερικανική δημοκρατία», υπογραμμίζει -και ο νοών νοήτω…
Φυσικά, ο Khanna επικροτεί τις πολιτικές της διοίκησης Biden «για την επιστροφή της βιομηχανικής παραγωγής στην Αμερική» προσθέτοντας ωστόσο ότι χρειάζεται να ενισχυθεί κι άλλο αυτή η ατζέντα:
«Οι Αμερικανοί πρέπει να αγκαλιάσουμε ένα νέο οικονομικό πατριωτισμό, που θα στοχεύει στην αύξηση της εγχώριας παραγωγής, στον «επαναπατρισμό» θέσεων εργασίας και στην προώθηση των εξαγωγών», είναι το μήνυμά του..
Αν και ο «νέος οικονομικός πατριωτισμός» των Αμερικανών έχει ως βασική στόχευση την Κίνα -και συνδυάζεται με την ανάγκη μετασχηματισμού της οικονομίας για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής-οι πρόσφατες αποφάσεις των ΗΠΑ και κυρίως ο περίφημος νόμος για τη μείωση του πληθωρισμού (InflationReduction Act) έφεραν στην Ευρώπη πανικό!
Για τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις, αντιμέτωπες ήδη με τεράστια προβλήματα λόγω του πολέμου στην Ουκρανία και της εκτίναξης του κόστους ενέργειας, ο κίνδυνος δεν αφορούσε πλέον απλώς και μόνο την ανταγωνιστικότητά τους αλλά την ίδια τους την επιβίωση. Κι εκείνες που έχουν επενδυτικά σχέδια ή ετοιμάζονται να εκπονήσουν, βρίσκουν ασφαλώς πιο ασφαλή και ελκυστικό επενδυτικό προορισμό την Αμερική.
Δυστυχώς, οι έως τώρα συζητήσεις και προτάσεις γύρω από τη διαμόρφωση της «ευρωπαϊκής απάντησης» θυμίζουν την πρώτη περίοδο της κρίσης του ευρώ –«πολύ λίγα, πολύ αργά» -ενώ το διακύβευμα θα απαιτούσε απάντηση αντίστοιχη με εκείνη της κρίσης της πανδημίας (που οδήγησε στο Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης).
Το «Σχέδιο για τη Βιομηχανία Μηδενικών Εκπομπών», που θα συζητηθεί από τους Αρχηγούς κρατών και κυβερνήσεων στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο 23-24/03 περιλαμβάνει, κατά κύριο λόγο, ρυθμιστικές/αδειοδοτικές διευκολύνσεις για επενδυτικά σχέδια σε όλη την αλυσίδα παραγωγής «πράσινων τεχνολογιών» και «συστάσεις» για «χρηματοδότηση κατά προτεραιότητα», είτε από τον εθνικό κορβανά (μέσω της χαλάρωσης των κανόνων κρατικών ενισχύσεων) είτε από αναδιανομή υφιστάμενων κοινοτικών πόρων.
Χωρίς να υποτιμάται η αξία της απλοποίησης/επιτάχυνσης των διαδικασιών, σε μια Ευρώπη που πάσχει ούτως ή άλλως από γραφειοκρατία, το προτεινόμενο Σχέδιο Κανονισμού έχει μεγάλα κενά και στους στόχους και στα εργαλεία πολιτικής για να συνιστά επαρκή απάντηση στα υπαρξιακά ζητήματα που αντιμετωπίζει η ευρωπαϊκή βιομηχανία. Ακόμα χειρότερα, κινδυνεύει να υπονομευθεί κι ένα από τα μεγάλα στρατηγικά πλεονεκτήματα της Ένωσης, η Ενιαία Αγορά. Με τη συντελούμενη ήδη χαλάρωση των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις και την «παρότρυνση» να αξιοποιηθούν εθνικοί πόροι για τη χρηματοδότηση πράσινων επενδύσεων, ευνοούνται οι ισχυρές δημοσιονομικά χώρες και τα κράτη-μέλη οδηγούνται σε εσωτερικό «πόλεμο επιδοτήσεων».
Η Ευρώπη δεν μπορεί ούτε πρέπει να είναι αφελής.
Από το ξέσπασμα της πανδημίας και μετά κι ακόμα περισσότερο μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, συντελούνται ραγδαίες μεταβολές στο γεωοικονομικό περιβάλλον: οι παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού είναι πολύ ευάλωτες, η οικονομική αλληλεξάρτηση, που πριν μερικά χρόνια ήταν πλεονέκτημα θεωρείται πλέον «αδυναμία», ενώ τα ζητήματα ασφάλειας και οικονομίας γίνονται ολοένα και πιο αλληλένδετα. Το βλέπουμε με την κλιμακούμενη (και) οικονομική αντιπαλότητα ανάμεσα στις μεγάλες οικονομίες με μια σειρά «εργαλεία πολιτικής», όπως εμπάργκο, κυρώσεις, έλεγχος ή ακόμα και απαγορεύσεις εξαγωγών/εισαγωγών, μηχανισμοί ελέγχου ξένων επενδύσεων, αδιαφανείς κρατικές ενισχύσεις κ.ά.
Το φαινόμενο δεν είναι μεν καινούργιο, όμως τα τελευταία χρόνια εξαπλώνεται σταθερά και συστηματικά, ενώ οι κανόνες και οι διεθνείς Οργανισμοί που εγγυώνται το ελεύθερο εμπόριο υπονομεύονται και αδυνατίζουν. Είναι σαφές ότι είμαστε μπροστά σε μια νέα γεωοικονομική και γεωπολιτική πραγματικότητα, που αναδεικνύει την ενίσχυση του ρόλου και της παρέμβασης του κράτους στο γεωπολιτικό περιβάλλον.
Σε αυτή τη νέα πραγματικότητα, πώς μπορεί να έχει ρόλο και λόγο η Ευρώπη, εφόσον δεν είναι «κράτος», όπως είναι η Κίνα, η Ρωσία ή η Αμερική;
Εύκολο δεν είναι, αλλά εάν κι εφόσον υπάρχει βούληση, τρόπος υπάρχει.
Θα μπορούσε για παράδειγμα η Ευρώπη, ίσως και θα όφειλε, να κάνει ένα σχεδιασμό «πράσινης βιομηχανικής αναγέννησης» που να ενσωματώνει όλες τις γεωγραφικές της περιφέρειες, στη βάση ασφαλώς των ιδιαιτεροτήτων και των στρατηγικών πλεονεκτημάτων της κάθε μιας. Παντού στην Ευρώπη υπάρχουν ευκαιρίες και δυνατότητες για να δημιουργηθεί ένας μικρός ή μεγαλύτερος κρίκος στην αλυσίδα αξίας της νέας τεχνολογίας.
Θα μπορούσε επίσης η Ευρώπη και ίσως και θα όφειλε να ενθαρρύνει τις συμπράξεις ευρωπαϊκών επιχειρήσεων είτε σε περιφερειακό επίπεδο είτε γύρω από μια «πράσινη τεχνολογία» και μάλιστα να δώσει ενισχυμένα κίνητρα εάν πρόκειται οι συμπράξεις αυτές να δημιουργηθούν στις λιγότερο ανεπτυγμένες βιομηχανικά περιφέρειές της.
Ναι, εύκολο δεν είναι γιατί η Ευρώπη δεν είναι ομοσπονδία και χρειάζεται χρόνο και διαδικασίες για να βρεθεί ο ελάχιστος κοινός παρονομαστής. Στην πανδημία συνειδητοποιήσαμε τον κίνδυνο που ήταν κοινός και κάναμε γρήγορα ένα γενναίο βήμα. Κοινός είναι ο κίνδυνος και τώρα. Καμία ευρωπαϊκή χώρα μόνη της, ακόμα και οι ισχυρότερες οικονομίες, δεν θα μπορούν να ανταπεξέλθουν μόνες τους στον εξελισσόμενο γεωοικονομικό «πόλεμο». Εάν ενώσουμε δυνάμεις εγκαίρως, μπορούμε να διεκδικήσουμε με αξιώσεις προοπτικές ευημερίας για τους ευρωπαίους αλλά και να περιφρουρήσουμε όσο γίνεται ένα σύστημα αξιών, αρχών και κανόνων που ναι, δεν είναι τέλειο, αλλά είναι καλύτερο από αυτά που υπάρχουν γύρω μας..
Για να δούμε, θα γίνει;