Για την τοξικότητα στην πολιτική αντιπαράθεση, ενόψει των εκλογών γράφει ο Αλέξανδρος Λάμψιας.
«Την τελευταία δεκαπενταετία διάγουμε σταθερά μια φάση αυξανόμενης τοξικότητας στην πολιτική αντιπαράθεση μεταξύ των πολιτικών κομμάτων και των στελεχών τους.
Μια τοξικότητα που συχνά αντανακλάται και στην ίδια την κοινωνία με σφοδρές -στα όρια του μίσους, αν όχι και του διχασμού- συγκρούσεις κυρίως στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και με φαινόμενα όπως η άνω και κάτω πλατεία των «αγανακτισμένων».
Αυτό το είδος της πολιτικής «συζήτησης» (αν μπορεί κάποιος επιεικής να την αποκαλέσει έτσι) έκανε πιο έντονη την εμφάνισή του στο σύγχρονο πολιτικό διάλογο μετά τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου το 2008, γνώρισε μεγάλη έξαρση από το 2010 και την είσοδο της χώρας στην εποχή των μνημονίων και φούντωσε περαιτέρω με την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία όπου σταθεροποιήθηκε στο επίπεδο που τη συναντάμε σήμερα. Χαρακτηριστικά παραδείγματα με άσκηση ή απειλή άσκησης βίας υπάρχουν πολλά, ενώ αμέτρητες είναι οι φορές που ο διάλογος μεταξύ πολιτικών αντιπάλων έχει ξεφύγει από κάθε όριο ευπρέπειας, τόσο σε τηλεοπτικές εκπομπές, όσο και στο ίδιο το Κοινοβούλιο.
Φτάνουμε εύκολα λοιπόν στο ερώτημα, τι πολιτική αντιπαράθεση θέλουμε; Άρα και τι δημοκρατία θέλουμε; Εξυπηρετεί κάποιον ή σημερινή κατάσταση; Και αν ναι, ποιον και γιατί;
Είναι σαφές ότι υπάρχουν πολιτικές δυνάμεις που αγκάλιασαν αυτό το είδος αντιπαράθεσης πολύ περισσότερο από άλλες, σε βαθμό που το εξέθρεψαν και στη συνέχεια το αμόλησαν ανενόχλητο να κυριαρχήσει στην πολιτική ζωή του τόπου. Κάποιες από αυτές τις δυνάμεις έμειναν σταθερά στο περιθώριο της κοινωνίας, άλλες όμως έφτασαν στο τιμόνι της διακυβέρνησης της χώρας.
Η πολιτική αντιπαράθεση με όρους ευγένειας και αλληλοσεβασμού, αποτελεί στοιχείο πολιτισμού και ωριμότητας για κάθε κοινωνία που θέλει να σέβεται τον εαυτό της. Δεν μπορεί να νοηθεί δημοκρατικό πολιτικό σύστημα, που να αποδέχεται τη χυδαιότητα και τη -λεκτική ή ακόμα και σωματική- βία, ως μέσο διαλόγου και επίλυσης διαφορών. Η πολιτική συζήτηση, όταν διεξάγεται με γηπεδικούς όρους, καταλήγει να είναι απλά μια ανταλλαγή ύβρεων, ειρωνειών, απειλών και λαϊκίστικων συνθημάτων που αφήνουν τα πραγματικά ζητήματα της χώρας και των πολιτών της εκτός δημόσιας συζήτησης. Έτσι, η ουσιαστική αντιμετώπισή τους μπαίνει σε δεύτερη μοίρα, αφού το μόνο που δείχνει να ενδιαφέρει όλες τις αντιμαχόμενες πλευρές είναι η πρόσκαιρη δημιουργία εντυπώσεων έναντι του «εχθρού».
Σε αυτό το θλιβερό φαινόμενο που εισήγαγε στο δημόσιο βίο ο ΣΥΡΙΖΑ, παρατηρείται δυστυχώς ότι προσχωρεί ενίοτε και η κυβερνητική πλειοψηφία. Όχι στον ίδιο βαθμό και ούτε με την ίδια ένταση. Βλέπουμε όμως σε καθημερινή βάση τα στελέχη των παρατάξεων του σημερινού δικομματισμού να προχωρούν σωρηδόν σε ανοίκειες επιθέσεις και κραυγές ο ένας εναντίον του άλλου, αντί για ουσιαστικό διάλογο και αντιπαράθεση επιχειρημάτων και προτάσεων πολιτικής.
Δουλειά της κυβέρνησης είναι να ασκεί εφαρμοσμένη πολιτική και να παίρνει αποφάσεις. Και της αντιπολίτευσης (ιδίως της Αξιωματικής) να θέτει ερωτήματα και να προτείνει εναλλακτικές λύσεις. Τα ερωτήματα εκείνα που η ίδια η εξουσία δυσκολεύεται να θέσει στον εαυτό της. Τα ερωτήματα εκείνα που θα την ωθήσουν να επανεξετάσει τις αποφάσεις της και να τις βελτιώσει όπου απαιτείται για το καλό του τόπου. Μόνο έτσι θα έχουν επιτελέσει τον ουσιαστικό τους ρόλο και οι δύο.
Συμβαίνει όμως αυτό; Μάλλον όχι. Ειδικά η σημερινή αξιωματική αντιπολίτευση, αδιαφορεί εντελώς για το ρόλο της και αναλώνεται επίμονα σε μια συνεχή άσκηση εντυπώσεων και απειλών για την επόμενη φορά που «θα είναι αλλιώς». Για να μην παραβλέψουμε την πρόσφατη απόφαση για αποχή από τις ψηφοφορίες της Βουλής. Μια κατάφωρη παραβίαση του Συνταγματικού της ρόλου και της υποχρέωσής της έναντι των πολιτών. Αυτή η τακτική θυμίζει ένα ιδιότυπο τραμπισμό αλά ελληνικά και κανείς δεν μπορεί να προβλέψει έως που μπορεί να φθάσει. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, που όλα δείχνουν ότι θα έχει μια δεύτερη ευκαιρία, δεν θα έπρεπε να προσχωρεί στο γήπεδο της λασπομαχίας που επιλέγει ο Αλέξης Τσίπρας, ο οποίος προφανώς αντιλαμβάνεται ότι υστερεί και επιλέγει την ακραία πόλωση.
Από την άλλη, αυτό το σκηνικό έντασης αφήνει στην (κατά κανόνα ψύχραιμη παρά τις επιθέσεις που έχει δεχθεί από τους αντιπάλους της) τρίτη πολιτική δύναμη το πεδίο να αποτελέσει μια φωνή λογικής και κατάθεσης ουσιαστικών προτάσεων αντί για φωνές, ύβρεις και απειλές. Το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, το κόμμα που πλήρωσε όσο κανένα τις αμαρτίες του αλλά και τις αμαρτίες άλλων που έμειναν στο απυρόβλητο (λέγε με κυβέρνηση ΝΔ 2004-2009) οφείλει να είναι ταπεινό και υπομονετικό και κυρίως να προσδιορίσει με ακρίβεια τους στόχους του. Ο Νίκος Ανδρουλάκης έχει τη χρυσή ευκαιρία να αναδείξει στην τοξικότητα του σήμερα μια άλλη λογική, μια πίστη στην ουσία των πραγμάτων και να ταχθεί με το συμφέρον της κοινωνίας και των μελλοντικών γενεών και όχι να αναλωθεί σε στείρες αψιμαχίες πολεμικού χαρακτήρα.
Δείχνει να θέλει να το κάνει ή τουλάχιστον να το προσπαθεί, έχοντας βεβαίως πολλά περιθώρια βελτίωσης. Περιθώρια που οφείλει να εκμεταλλευτεί ώστε να δημιουργήσει μια νέα σχέση με το μεγάλο -αλλά συνήθως σιωπηρό- κομμάτι της κοινωνίας που επιθυμεί πρόοδο και ανάπτυξη με σύγχρονους όρους. Για να οικοδομηθεί αυτή η νέα σχέση με τους πολίτες, πρέπει να δείξει με τη στάση του και τις προτάσεις του πως υπάρχει ένας άλλος δρόμος και πως είναι αποφασισμένος και έτοιμος να το διανύσει δημιουργώντας ανατροπές στους πολιτικούς συσχετισμούς.
Ο Νίκος Ανδρουλάκης και το ΠΑΣΟΚ, οφείλουν στον εαυτό τους να ξεκαθαρίσουν ότι διεκδικούν την επιστροφή σε τροχιά εξουσίας. Για να συμβεί όμως αυτό, πρέπει πρώτα να οδηγήσουν σε ήττα τον τυχοδιωκτισμό και την πολιτική αλητεία του ΣΥΡΙΖΑ.
Σε κάθε περίπτωση, η χώρα έχει ανάγκη να περάσει σε μια νέα εποχή όπου η χυδαιότητα και τα λοιπά παρατράγουδα θα μπουν στο περιθώριο και ο σεβασμός στους θεσμούς, τη δημοκρατία και στην άσκηση πολιτικής για το συμφέρον της πατρίδας (και όχι του κόμματος) θα μπει σε πρώτη προτεραιότητα. Η χώρα χρειάζεται επειγόντως σοβαρές και τολμηρές πολιτικές δυνάμεις που θα επιτελούν το καθήκον τους, θα κάνουν την αυτοκριτική τους και θα προσπαθούν συνεχώς για το καλύτερο μακριά από μικροκομματικές και πελατειακές λογικές. Αυτό όμως είναι ευθύνη όλων μας».
*Ο Αλέξανδρος Λάμψιας είναι πολιτικός επιστήμονας