Οκτώ μήνες μετά τις εθνικές εκλογές και τρεις μήνες πριν τις ευρωεκλογές, η κυβέρνηση της ΝΔ βρίσκεται στα χαμηλότερα δημοσκοπικά της ποσοστά του τελευταίου χρόνου, ο ΣΥΡΙΖΑ αναζητά το δρόμο του μετά από μια βαριά εκλογική ήττα και μια μεγάλη διάσπαση, χωρίς να μπορεί ακόμη να τον βρει, και το ΠΑΣΟΚ… βλέπει τα τρένα να περνούν.
Αυτό που συμβαίνει με το κόμμα του Νίκου Ανδρουλάκη είναι πράγματι πρωτόγνωρο. Για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια οι πολιτικές συνθήκες είναι ιδιαίτερα ευνοϊκές για το ΠΑΣΟΚ, τα αυτογκόλ όμως είναι τόσα πολλά που το κρατούν καθηλωμένο σε ποσοστά που δεν του επιτρέπουν να διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο στο πολιτικό σκηνικό.
Δύσκολα θα μπορούσε το ΠΑΣΟΚ να βρει ευνοϊκότερες συνθήκες. Η κυβέρνηση μετά από σχεδόν πέντε χρόνια εξουσίας είναι φυσικό να βρίσκεται αντιμέτωπη με το πολιτικό κόστος δύσκολων αποφάσεων. Το ΠΑΣΟΚ θεωρητικά θα μπορούσε να είναι ο υποδοχέας της λαϊκής δυσαρέσκειας. Και όμως δεν είναι. Όπως δείχνουν τα γκάλοπ, ο μεγαλύτερος όγκος δυσαρεστημένων ψηφοφόρων βρίσκεται στη λεγόμενη «γκρίζα ζώνη».
Ούτε η εσωκομματική κρίση στον ΣΥΡΙΖΑ, όμως, ανεβάζει το ΠΑΣΟΚ. Το φέρνει ενίοτε στη δεύτερη θέση σε κάποιες δημοσκοπήσεις - κυρίως λόγω της πτώσης του ΣΥΡΙΖΑ και όχι λόγω της ανόδου του ίδιου του ΠΑΣΟΚ - σε άλλες όμως το δείχνει ισόπαλο ή και ηττημένο από το κόμμα του Κασσελάκη, το οποίο έχει περάσει εσχάτως από τα χίλια κύματα!
Τι φταίει, λοιπόν, με το ΠΑΣΟΚ; Αν σε αυτές τις πολιτικές συνθήκες δεν μπορεί να ανακάμψει δυναμικά πότε θα συμβεί αυτό; Αυτό που συμβαίνει με το πάλαι ποτέ ισχυρό κόμμα, που σφράγισε με την παρουσία του την πολιτική ιστορία της μεταπολίτευσης, είναι πράγματι παράξενο. Το ΠΑΣΟΚ είναι παντού - στη σημερινή κυβέρνηση με κορυφαίους υπουργούς και στελέχη ακόμη και εντός του Μεγάρου Μαξίμου, στον ΣΥΡΙΖΑ με βουλευτές που πρόσκεινται στο νέο αρχηγό Στέφανο Κασσελάκη, στο Κέντρο, τον πολιτικό χώρο όπου όλοι στρέφονται για να αποκτήσουν κυβερνητικό προφίλ. Το ΠΑΣΟΚ είναι παρόν ακόμη και σε κάποια γκάλοπ, αλλά όχι με τη σημερινή του μορφή και πολιτική ταυτότητα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα: στο γκάλοπ της Pulse για τη μεταπολίτευση, που παρουσιάστηκε στο συνέδριο της Καθημερινής, ο Ανδρέας Παπανδρέου εμφανίστηκε πιο δημοφιλής από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή στο σύνολο της κοινής γνώμης με ποσοστό 46% έναντι 37%. Η ίδια εταιρία στην τελευταία της έρευνα δίνει στο ΠΑΣΟΚ πρόθεση ψήφου 12%, όσο και στον ΣΥΡΙΖΑ, έναντι 29% που δίνει στη ΝΔ.
Συμπέρασμα, το ΠΑΣΟΚ κάπου υπάρχει ακόμη, πολύ μεγαλύτερο από αυτό που απέμεινε στον Ανδρουλάκη. Θα μπορέσει να αποτελέσει ξανά τη ραχοκοκκαλιά μιας νέας παράταξης; Με το 1/3 της Κ.Ο. του σημερινού ΠΑΣΟΚ να καταψηφίζει το νομοσχέδιο για την ισότητα στο γάμο και με ολόκληρο το κόμμα μπερδεμένο σχετικά με τη θέση του στα μη κρατικά ΑΕΙ, οι προοπτικές δεν διαγράφονται ιδιαίτερα αισιόδοξες. Όταν η κυβέρνηση ανατρέχει στους κορυφαίους συνταγματολόγους που προέρχονται από το χώρο του ΠΑΣΟΚ για να νομοθετήσει και το ίδιο το κόμμα του Νίκου Ανδρουλάκη δεν τους ακούει, περιμένοντας να γνωμοδοτήσει στο μέλλον το ΣτΕ, τι μπορεί να αναμένει κανείς;
Η μάχη των ευρωεκλογών θα είναι ιδιαίτερα κρίσιμη για ΠΑΣΟΚ. Η κατάκτηση της δεύτερης θέσης μπορεί να του δώσει άλλη μια ευκαιρία, αν και θα είναι κρίσιμη όχι μόνο η σειρά κατάταξης αλλά και το εκλογικό ποσοστό. Κάτι περισσότερο από αυτό που πήρε ο βαριά ηττημένος ΣΥΡΙΖΑ στις τελευταίες εκλογές (17%) θα έδινε ίσως μια προοπτική «επιστροφής» στον παλιό δικομματισμό. Αν όμως το ΠΑΣΟΚ έρθει τρίτο ή δεύτερο αλλά με χαμηλό ποσοστό, θα αρχίσει αναπόφευκτα ένας νέος γύρος εσωστρέφειας. Η εύκολη λύση είναι να φορτωθούν οι ευθύνες στην ηγεσία. Η δύσκολη αλλά σίγουρα πιο δημιουργική είναι να αναλάβουν όλοι τις ευθύνες τους. Και να αναλογιστούν σοβαρά ότι μεγάλη παράταξη δεν γίνεσαι με εσωκομματικές ισορροπίες αλλά με πολιτικό όραμα και πρόγραμμα διακυβέρνησης. Στοιχεία που μέχρι σήμερα δεν έχει παρουσιάσει το ΠΑΣΟΚ που διεκδικεί να ξαναγίνει μεγάλο.