Η μαζική κινητοποίηση των πολιτών μετά την αποκάλυψη του ηχητικού ντοκουμέντου της τραγωδίας των Τεμπών αιφνιδίασε κυρίως την κυβέρνηση και δευτερευόντως και τα περισσότερα κόμματα της αντιπολίτευσης. Και είναι γεγονός, που δύσκολα μπορεί να αμφισβητηθεί, ότι οι εξελίξεις στο ζήτημα των Τεμπών δημιουργούν ένα νέο πολιτικό τοπίο. Για την ακρίβεια, επιταχύνουν τις μεταβολές που είχαν ήδη δρομολογηθεί τους τελευταίους μήνες και είχαν αρχίσει να αποτυπώνονται στις δημοσκοπήσεις από τον Σεπτέμβριο του 2024.
Η κυβερνητική παράταξη δοκιμάζεται και βρίσκεται ίσως στην πιο δύσκολη φάση από το 2019, που ήρθε στην εξουσία. Η δοκιμασία της δεν σχετίζεται μόνο με την ακρίβεια και την καθημερινότητα, ζητήματα στη διαχείριση των οποίων, παρά τη φθορά της, διατηρεί συγκριτικό πλεονέκτημα έναντι των πολιτικών της αντιπάλων. Αφορά πλέον ζητήματα Δικαιοσύνης και δημοκρατίας, που αγγίζουν ιδιαίτερα ευαίσθητες χορδές των πολιτών λόγω μιας τραγωδίας που δύο χρόνια μετά, αντί να οδηγείται σε διαλεύκανση, αποκτά όλο και περισσότερα σκοτεινά σημεία. Οι «θεωρίες συνωμοσίας» για το τι μετέφερε το μοιραίο τρένο -για τις οποίες μιλούσε ο ίδιος ο πρωθυπουργός τρεις εβδομάδες μετά την τραγωδία- έγιναν τώρα «το απίθανο που μοιάζει πιθανό» με τα λόγια του ίδιου. Η κοινή γνώμη αγωνιά, αμφιβάλλει και περιμένει. Εκ των πραγμάτων η κυβέρνηση πληρώνει ένα πολιτικό κόστος που αποτυπώνεται με την πτώση των ποσοστών της ΝΔ.
Παρά ταύτα, αν δει κανείς το πολιτικό σκηνικό στο σύνολό του, θα διαπιστώσει ότι η ΝΔ, αν και βρίσκεται σε πτωτική πορεία, παραμένει σε πλεονεκτική θέση έναντι των πολιτικών της αντιπάλων, με ποσοστά που πλησιάζουν κατά μέσο όρο το 25% στην πρόθεση ψήφου. Βρίσκεται, δηλαδή, αρκετά κοντά στο ποσοστό που πήρε στις ευρωεκλογές (28%). Η σύγκρισή της, μάλιστα, με τα άλλα συστημικά κόμματα -αυτά δηλαδή που έχουν ασκήσει εξουσία- είναι χρήσιμη για να αντλήσει κανείς ψύχραιμα πολιτικά συμπεράσματα.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, που εξελέγη αξιωματική αντιπολίτευση και παρέμενε δεύτερο κόμμα στις ευρωεκλογές, μειώνοντας μάλιστα τη διαφορά του από τη ΝΔ από τις 23 εκατοστιαίες μονάδες των εθνικών εκλογών στις 13, βρίσκεται σε δεινή δημοσκοπική κατάσταση. Ενώ στις ευρωεκλογές πήρε 15%, με αρχηγό τον Κασσελάκη, σήμερα καταγράφει με άλλον αρχηγό (Φάμελλο) πρόθεση ψήφου κάτω από το μισό, γύρω στο 7% κατά μέσο όρο. Είναι, αδιαμφισβήτητα, το κόμμα που βρίσκεται στη χειρότερη θέση σε σχέση με τα εκλογικά του ποσοστά.
Το ΠΑΣΟΚ, που οι εξελίξεις στον ΣΥΡΙΖΑ το έφεραν στη Βουλή σε θέση αξιωματικής αντιπολίτευσης, αποτελεί το μόνο από τα συστημικά κόμματα που παρουσιάζει άνοδο σε σχέση με τα εκλογικά του ποσοστά στις εθνικές εκλογές και στις ευρωεκλογές, κινούμενο γύρω στο 15% στην πρόθεση ψήφου. Ωστόσο, η άνοδος δεν είναι τέτοια που να δείχνει δυναμική ικανή να οδηγήσει σε ανατροπή των πολιτικών συσχετισμών.
Εκεί όπου υπάρχει δυναμική αλλαγής του συσχετισμού των πολιτικών δυνάμεων είναι στα θεωρούμενα ως αντισυστημικά κόμματα. Αυτά που βρίσκονται δεξιότερα της ΝΔ κερδίζουν διαρκώς έδαφος και αθροίζουν σήμερα περί το 20% στην πρόθεση ψήφου. Από την άλλη πλευρά, και τα κόμματα της Αριστεράς που κινούνται με αντισυστημική προσέγγιση αθροίζουν ποσοστά που υπερβαίνουν το 10%-22%, ενώ το ΚΚΕ κινείται επίσης ανοδικά, προσεγγίζοντας διψήφιο ποσοστό.
Με αυτό το σκηνικό, είναι φανερό ότι οι πολιτικές εξελίξεις παραμένουν απρόβλεπτες. Πολλά θα κριθούν από τη δυνατότητα της κυβέρνησης να ξεπεράσει αυτή την κρίση απαντώντας πειστικά στο αίτημα για αλήθεια και απόδοση Δικαιοσύνης. Πολλά, όμως, επίσης θα κριθούν από την πορεία που θα ακολουθήσουν μικρότερα αντισυστημικά κόμματα. Η άνοδός τους αυτή την περίοδο ενισχύεται από τη συγκυρία, κι αυτό τους δίνει εύκολη διέξοδο στον λαϊκισμό. Η πρόσφατη Ιστορία, ωστόσο, έχει αποδείξει ότι η αντοχή στον χρόνο απαιτεί περισσότερα από μια ευνοϊκή πολιτική συγκυρία και μπόλικο λαϊκισμό. Όσο πιο σύντομα το αντιληφθούν, τόσο μεγαλύτερες πιθανότητες έχουν να επιβιώσουν πολιτικά σε βάθος χρόνου και να διαδραματίσουν κάποιον ρόλο.