Το κράτος και τα κόμματα στην Ελλάδα λειτουργούν όπως και τα φρούρια. Χτίζουν ψηλά τείχη για να οχυρώνονται μέσα σ’ αυτά. Οι συμμετέχοντες έχουν ιδιοκτησιακή λογική. Πιστεύουν ότι κατέχουν αυτοδίκαια την κυριότητά τους. Αντιμετωπίζουν τον έξω κόσμο αφ’ υψηλού. Τον θεωρούν ξένο σώμα. Μάλιστα, πολλές φορές νομίζουν ότι επιβουλεύεται την παρουσία τους. Στο εσωτερικό τους δημιουργούν δεσμούς αλληλοϋποστήριξης, προκειμένου να αντισταθούν σε οποιαδήποτε ιδιοποίηση ή σφετερισμό.
Εύλογα, λοιπόν, αναπτύσσονται αμυντικά αντανακλαστικά. Είτε λόγω έλλειψης αυτοπεποίθησης. Είτε εξαιτίας των αδυναμιών τους. Ενστικτωδώς γίνεται αντιληπτό πως οι κλειστοί ορίζοντές τους δεν επιτρέπουν την ανατροφοδότηση με ζωντανές και δημιουργικές δυνάμεις. Το αποτέλεσμα είναι να ανακυκλώνονται και να διαιωνίζονται οι μετριότητες. Και βέβαια να ικανοποιείται η βουλιμία για εξουσία, ρόλους, οφίτσια.
Στην πραγματικότητα πρόκειται για κρατικά και κομματικά κατεστημένα, αποκομμένα από το κοινωνικό σώμα. Ζώντας στον μικρόκοσμό τους εκδηλώνουν υπέρμετρη αυταρέσκεια. Το χειρότερο, αντιστρατεύονται με όλα τα μέσα κάθε αλλαγή. Η δυσανεξία τους αποδεικνύεται μεγαλύτερη όταν διαπιστώσουν την είσοδο νέων δυνάμεων εντός των χώρων τους. Αποστρέφονται το άνοιγμα και την ανανέωση όπως ο διάβολος το λιβάνι!
Τα παραδείγματα είναι διαχρονικά πολλά, ιδιαίτερα στον πολιτικό στίβο. Ξεχωρίζει εκείνο του Κωνσταντίνου Καραμανλή, όταν ενέταξε στην κυβέρνησή του κορυφαίες κεντρώες προσωπικότητες. Οι εκφραστές της σκληρής Δεξιάς της Ν.Δ. δύσκολα το αποδέχθηκαν. Το ίδιο συνέβη όταν ο Κώστας Σημίτης αξιοποίησε στη διακυβέρνησή του πρόσωπα εγνωσμένου πολιτικού και επιστημονικού κύρους από την ευρύτερη Κεντροαριστερά, αλλά εκτός τειχών του ΠΑ.ΣΟ.Κ. Οι κλειδοκράτορες της κομματικής ορθοδοξίας το θεώρησαν εκτροπή. Και στις δύο περιπτώσεις οι γαλάζιοι και πράσινοι αξιωματούχοι δυσκολεύτηκαν να αφομοιώσουν τα ανοίγματα των αρχηγών τους. Επιπλέον, έκαναν και ό,τι μπορούσαν για να τα υπονομεύσουν.
Ανάλογα προβλήματα αντιμετωπίζει σήμερα κι ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Το άνοιγμά του στο Κέντρο προκαλεί αμηχανία στους βέρους δεξιούς της κομματικής του βάσης. Ταυτόχρονα, δέχεται υπόγεια αμφισβήτηση και από υπουργικά του στελέχη. Οι αντιδράσεις τους, πέρα από ιδιοτέλειες, αντανακλούν και κάτι βαθύτερο: Την προσκόλλησή τους σε έναν παρωχημένο ιδεολογικοπολιτικό αναχρονισμό. Άλλωστε οι επικρίσεις τους, τις οποίες αποφεύγουν να διατυπώσουν δημοσίως, δεν περιορίζονται στην υπουργοποίηση κεντρώων και κεντροαριστερών. Συνοδεύονται και με την αποστροφή τους σε καίριες επιλογές του.
Ουσιαστικά αποδέχθηκαν τον Κυριάκο Μητσοτάκη επειδή τους προσέφερε προοπτική διακυβέρνησης. Και τώρα γιατί τους διασφαλίζει κυβερνητική συνέχεια. Πράγματι, αν επιχειρήσουμε κάποια αποκρυπτογράφηση, το πρώτο που θα διαπιστώσουμε είναι ότι ο σκληρός πυρήνας της δεξιάς παράταξης μαζί με τους διάφορους «βαρόνους» βρίσκεται σε ευθεία απόκλιση από τη φιλελεύθερη και μεταρρυθμιστική ατζέντα του πρωθυπουργού.
Έτσι, λοιπόν, μπορούν να ερμηνευθούν τα διάφορα κρούσματα δυσανεξίας που εκδηλώθηκαν την περίοδο αυτήν απέναντι στον Μιχάλη Χρυσοχοϊδη, αλλά και στον Σταύρο Μπένο. Φαίνεται πλέον καθαρά ότι ο υπουργός Δημόσιας Τάξης παραμένει ξένο σώμα για το νεοδημοκρατικό κατεστημένο. Οι βολές εναντίον του δεν είναι τυχαίες. Επίσης, η επιλογή του επικεφαλής της Επιτροπής Ανασυγκρότησης της Εύβοιας, μολονότι έχει την αποδοχή της κοινής γνώμης, έκανε πολλούς γαλάζιους να δυσανασχετήσουν.
Οι παραπάνω περιπτώσεις δείχνουν ότι η μικροπολιτική μιζέρια καθίσταται ισχυρή στους θύλακες της κομματοκρατίας. Και μαζί με αυτήν ο άκρατος κυνισμός. Διότι είναι κυνισμός να προσδοκάς τη στήριξη ευρύτερων δυνάμεων προκειμένου να αναδειχθείς στο πηδάλιο της εξουσίας, ενώ στη συνέχεια να αποστρέφεσαι όλους εκείνους, οι οποίοι με τον δημόσιο λόγο και την πράξη τους έδωσαν αέρα στα πανιά σου για να αναλάβεις την ευθύνη διακυβέρνησης της χώρας.
Εξάλλου, το συγκριτικό πλεονέκτημα του Κυριάκου Μητσοτάκη για την ανάδειξή του στην αρχηγία της Ν.Δ., αλλά και στην πρωθυπουργία, ήταν ότι είχε την υποστήριξη δυνάμεων εκτός των τειχών της Νέας Δημοκρατίας, με καταβολές από τον φιλελεύθερο, κεντρώο και κεντροαριστερό χώρο.
Τα κομματικά φρούρια αντιδρούν στα πολιτικά ανοίγματα επειδή το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι η επιβίωσή τους. Ακόμη κι όταν η απήχησή τους είναι περιορισμένη, η υπερτροφία της μετριότητας μπορεί να τα συντηρεί. Όπως όμως έγραψε σαρκαστικά ο Μακιαβέλι «όποιος χτίζει ένα φρούριο για να καταφύγει εκεί φυλακίζεται από τα ίδια τα τείχη του και στην πορεία χάνεται».