Όσο ήταν εν ενεργεία πρωθυπουργός, αλλά ακόμη και τώρα με την απώλειά του, ο Κώστας Σημίτης αντιμετώπισε δύο Ελλάδες: μια που σέβεται και τιμά την τεράστια εκσυγχρονιστική του προσπάθεια και το πολύπλευρο έργο του, και μια δεύτερη που οργίζεται και μόνο στο άκουσμα του ονόματός του.
Οι δύο αυτές Ελλάδες, ως γνωστόν, κινούνται παράλληλα και δεν πρόκειται ποτέ να συναντηθούν. Συνυπάρχουν στα κόμματα, στην κοινωνία, στον πολιτισμό, σε όλες τις εκδηλώσεις της ζωής. Η μια ομνύει στην ουσία, στην αποτελεσματικότητα, στην εργατικότητα, στην πειθαρχία και στη δωρικότητα στο ύφος των πολιτικών. Η άλλη κραδαίνει τα λάβαρα της ευκολίας, αντιπαθεί με μένος κάθε τι νεωτερικό και ταυτόχρονα αγκαλιάζει με ζήλο τον κάθε επίδοξο λαϊκιστή. Ο Σημίτης ήταν το αντίθετο του λαϊκιστή, κι αυτό μια μεγάλη μερίδα του λαού και των πολιτικών ταγών μας δεν του το συγχώρησε ποτέ.
Ακόμη και την ημέρα του θανάτου του διάφοροι του επιτέθηκαν με μένος και τοξικότητα. Διαβάζεις τα ταυτόσημα σχόλια ακροδεξιών και συριζοκασσελαυγιτών για τον Σημίτη και έχεις μπροστά σου άλλη μία απτή απόδειξη της θεωρίας των δύο άκρων. Ή των δύο Ελλάδων. Μερίδα συμπολιτών μας, παρότι πάει στα ΑΤΜ και βγάζει ευρώ, χρησιμοποιεί το «Ελ. Βενιζέλος», την Αττική Οδό, το μετρό, τη γέφυρα Ρίου-Αντιρρίου, τους αυτοκινητόδρομους της χώρας, δαιμονοποιεί ακόμη τον Σημίτη και την εκσυγχρονιστική του προσπάθεια.
Ο Σημίτης -που οι αντίπαλοί του αποκάλεσαν «λογιστάκο» και «δεξιό»- ήταν τόσο θαρραλέος που δεν δίστασε να τα βάλει ακόμα και με την ελληνική Εκκλησία του πανίσχυρου Χριστόδουλου, καταργώντας το θρήσκευμα από τις ταυτότητες. Ή να εισαγάγει τον νόμο Γιαννίτση, θέλοντας να σπάσει τις συντεχνίες και τις αδράνειες του Δημοσίου. Βρίζουν τον Σημίτη άνθρωποι που δεν αντελήφθησαν ποτέ το μέγεθος της πολιτικής του προσπάθειας και τον μέμφονται για τις προσωπικές τους αστοχίες π.χ. στον τζόγο που οι ίδιοι επέλεγαν να ρισκάρουν. Τον επικρίνουν, επίσης, για το «ευχαριστώ στους Αμερικανούς», ενώ έπραξε το σωστό. Από την οργή που προκάλεσε ο Σημίτης, ακόμη και μέσα στο ΠΑΣΟΚ, έγινε στόχος σε κάθε συνωμοσιολογία που κατασκεύαζε ο ακροδεξιός και ακροαριστερός Τύπος. Ένας μεγάλος συνασπισμός εθνικολαϊκών και αντιευρωπαϊκών δυνάμεων στάθηκε με μένος απέναντί του.
Ανάμεσά τους βρέθηκαν και πολιτικοί όλων των κομμάτων, όπως ο Κώστας Καραμανλής που τον διαδέχθηκε στην εξουσία, και ο ΓΑΠ που τον διαδέχθηκε στο κόμμα. Ο πρώτος έριξε τη χώρα στα βράχια, χωρίς ποτέ να προφέρει ένα «mea culpa», και πολέμησε αισχρά τον Σημίτη. Και ο δεύτερος διέγραψε τον προκάτοχό του από την Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΠΑΣΟΚ, σβήνοντας με μια μονοκονδυλιά την εκσυγχρονιστική και φιλοευρωπαϊκή παρακαταθήκη του. Όμως, ο Κώστας Σημίτης άφησε μια οικονομία καλύτερη από αυτήν που βρήκε όταν ανέλαβε και είχε ένα όραμα γι' αυτή τη χώρα. Η πολεμική εναντίον του, σε μεγάλο βαθμό, έγκειται ακριβώς σε αυτά τα χαρακτηριστικά του.
Ο Σημίτης είχε, επίσης, το σθένος να συστήσει ένα νέο πολιτικό πρότυπο. Μέσα σε μια κυρίαρχη κουλτούρα ξεχαρβαλώματος και ουσιαστικά μη αποδεκτός από το «βαθύ» ΠΑΣΟΚ, κατόρθωσε να εκλεγεί δύο φορές πρωθυπουργός. Μην ξεχνάμε ότι παρέλαβε μια κυβέρνηση από τον ασθενή στο Ωνάσειο Παπανδρέου, περιτριγυρισμένο από τη γραφική αυλή της Δήμητρας, ισχυρές φατρίες και κομματικά συμφέροντα. Όποιος στήριζε γραμμή Σημίτη εκείνη την εποχή δεν θεωρούνταν ΠΑΣΟΚ από Γεννηματικούς και Τσοχατζοπουλικούς και δεχόταν σφοδρή αμφίπλευρη επίθεση. Είχε, ωστόσο, την απαραίτητη στοχοπροσήλωση να τηρήσει μια άλλη στάση πολιτικής και προσωπικής ζωής, εμπνέοντας όσους πιστεύαμε ότι μια άλλη Ελλάδα μάς αξίζει. Αυτό το ιδεολογικό και αισθητικό πρότυπο Σημίτη δεν του το συγχώρησαν ποτέ οι αντίπαλοί του, εντός και εκτός ΠΑΣΟΚ.
Είναι οι ίδιοι που ακόμη σήμερα του καταλογίζουν ότι δεν τα έκανε όλα τέλεια και δεν ξερίζωσε τη διαφθορά από το «βαθύ» ΠΑΣΟΚ. Αυτοί που τον κατηγορούν είναι οι ίδιοι λάτρεις και νοσταλγοί του παλιού ΠΑΣΟΚ και πρόθυμα μεταπήδησαν π.χ. στον ΣΥΡΙΖΑ για να βρουν τον χαμένο «ανδρεϊκό» λαϊκισμό. Ο Σημίτης αντιστάθηκε με όλες του τις δυνάμεις, πάλεψε με το «βαθύ» ΠΑΣΟΚ και προσπάθησε να εγκαταστήσει ένα άλλο ήθος της πολιτικής, κόντρα στο παραδοσιακό πελατειακό σύστημα. Αλλού πέτυχε, αλλού όχι. Αλλά ένα δεν θα του συγχωρήσουν ποτέ: ότι πρωτοστάτησε στο κίνημα του εκσυγχρονισμού της Ελλάδας και προσπάθησε να μετακινήσει το ΠΑΣΟΚ προς τον χώρο του ευρωπαϊκού Κέντρου.
Ο αντι-Σημιτισμός είναι, εν ολίγοις, ιδεολογία και στάση ζωής. Ακόμη και σήμερα όσοι στοιχίζονται πίσω από τις αρχές του εκσυγχρονισμού είναι δακτυλοδεικτούμενοι. Πόσες φορές δεν κατηγόρησαν ακόμη και τον Κυριάκο Μητσοτάκη ότι οι Σημιτικοί έκαναν εισοδισμό στην κυβέρνησή του, επιμολύνοντας τη «γαλάζια» καθαρότητα της ΝΔ. Τι τους ενοχλεί στην πραγματικότητα; Μα η παρακαταθήκη του μεταρρυθμιστικού Κέντρου: δηλαδή η σύγκρουση με τον κρατισμό και τον λαϊκισμό της Αριστεράς και της λαϊκής Δεξιάς, η μετριοπάθεια στην εξωτερική πολιτική και, φυσικά, ο σταθερός ευρωπαϊκός προσανατολισμός του Μητσοτάκη.
Προσωπικό Υστερόγραφο: Ενοχλεί για ένα πρόσωπο όπως ο Σημίτης, με βαρύνουσα σημασία στη μεταπολιτευτική ιστορία της χώρας, η προσπάθεια ορισμένων να τον επικαλεστούν προκειμένου να προβληθούν οι ίδιοι. Θα αρκεστώ, από την πλευρά μου, να παραθέσω μια επαγγελματική και όχι προσωπική στιγμή, παρά την κοινή πορεία με τον εκλιπόντα πολιτικό.
Τον Ιανουάριο, λοιπόν, του 1996 μού ζητήθηκε από τη γαλλική εφημερίδα Libération, της οποίας ήμουν ανταποκρίτρια, να γράψω για τον νέο πρωθυπουργό της Ελλάδας που θα εκλεγόταν μετά την παραίτηση του Παπανδρέου, ο οποίος νοσηλευόταν ακόμη στο Ωνάσειο. Η εκλογή παιζόταν ανάμεσα σε τέσσερις υποψηφίους: στον Κώστα Σημίτη, στον Άκη Τσοχατζόπουλο, στον Γεράσιμο Αρσένη και στον Ιωάννη Χαραλαμπόπουλο.
Η συνεδρίαση της ΚΟ του ΠΑΣΟΚ κράτησε πολλές ώρες, η ψηφοφορία έγινε σε δύο γύρους και ο χρόνος πίεζε. Έπρεπε να παραδώσω το κείμενό μου γύρω στις 3 το απόγευμα, πριν το «κλείσιμο» της εφημερίδας. Ο Άκης Τσοχατζόπουλος εθεωρείτο φαβορί για την εκλογή. Ήδη το επιτελείο του είχε καταλάβει μια κεντρική αίθουσα στο ισόγειο της Βουλής, από όπου ακούγονταν γέλια και χαρούμενες ιαχές από οπαδούς και συνεργάτες του. Γνωστοί δημοσιογράφοι της εποχής μπαινόβγαιναν ορμητικά, αγκαλιάζονταν και πανηγύριζαν, βέβαιοι για την επικράτηση. Γκαρσόνια μετέφεραν ποτά και ουίσκι με τις κούτες.
Δεν ξέρω αν κινήθηκα από ένστικτο, άγνοια κινδύνου ή πίστη στο νεότευκτο κίνημα του εκσυγχρονισμού, αλλά αποφάσισα να «ορίσω», αυθαίρετα εκείνη τη στιγμή, νικητή τον Σημίτη. Καθισμένη στην αίθουσα Τύπου της Βουλής και κλείνοντας τα αυτιά στα τρεχαλητά των οπαδών του Άκη στον διάδρομο, έγραψα για τον «socialiste rénovateur», τον εκσυγχρονιστή σοσιαλιστή που θα γινόταν ο επόμενος πρωθυπουργός. Διαβάστε εδώ.
Έστειλα στη Libération το κείμενό μου με φαξ και περίμενα κάμποσες ώρες ως το αποτέλεσμα: Στον δεύτερο γύρο τα προγνωστικά ανατράπηκαν. Ο Κώστας Σημίτης επικράτησε με 86, έναντι 75 ψήφων του Άκη. Σήμερα, μετά τα τόσα που διαδραματίστηκαν στο μεταξύ, ένα θα ήθελα να προσθέσω: Μόνο και μόνο που κέρδισε στις εσωκομματικές του ΠΑΣΟΚ το 1996 και δεν είχαμε τελικά Άκη Τσοχατζόπουλο για πρωθυπουργό της Ελλάδας, ένα άγαλμα το αξίζει ο Σημίτης!