Καθόμουν έξω, στην κολωνακιώτικη «Βιβλιοθήκη», κι έπινα τον καφέ μου χαζεύοντας τους περαστικούς, όταν σταμάτησε ένα αυτοκίνητο στην είσοδο του μαγαζιού και κατέβηκαν τρεις μεγάλες, καλοβαλμένες κυρίες. Μπήκαν μέσα. Αναγνώρισα τη μία εξ αυτών, την τέως πριγκίπισσα Ειρήνη…
Σαν ανεμοστρόβιλος, με την ταχύτητα και το πολύχρωμο ανακάτεμα που μόνο το ανθρώπινο μυαλό μπορεί να πετύχει, πέρασαν εικόνες και μνήμες από το εφηβικό αλλά και πιο ώριμο παρελθόν μου... Την αποβολή που έφαγα στην 8η Γυμνασίου, για την άρνησή μου να παρακολουθήσω υποχρεωτικά (διαταγή υπουργείου!) μαζί με τους άλλους συμμαθητές μου τον γάμο του νεαρού τότε βασιλιά Κωνσταντίνου με την Άννα-Μαρία.
Την αποστροφή που είχα νιώσει (κολλητική, από τα αισθήματα της κεντρώας οικογένειάς μου…) για τη ρήξη του με τον εκλεγμένο πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου, ακολουθώντας τις συμβουλές της μητέρας του, Φρειδερίκης, βασιλομήτορος τότε, και μια δράκας αυλικών και ανωτάτων αξιωματικών, «κολλημένων» στις αρχές και «αξίες» μιας σκληροπυρηνικής δεξιάς που εκμετρούσε το ζην…
Ο ανώριμος, νέος 24χρονος βασιλιάς δεν είχε πάρει μυρουδιά. Αντί να στηρίξει τον γηραιό κεντρώο πρωθυπουργό (και να γίνει διά μιας ηγέτης δεξιών και κεντρώων, της συντριπτικής πλειοψηφίας του ελληνικού λαού) επέλεξε «τοις κείνων ρήμασι πειθόμενος…» να μείνει ένας μονάρχης που δεν αλλάζει μυαλά.
Θυμήθηκα τα συλλαλητήρια (και το ξύλο που έπεφτε από την αστυνομία) με το σύνθημα «Κοκό, δεν σε θέλει ο λαός, παρ’ την μάνα σου κι εμπρός», τη φοβική, αμήχανη, παιδαριώδη στάση που τήρησε από το πρώτο κιόλας βράδυ που η ηγεσία της στρατιωτικής χούντας των συνταγματαρχών τον επισκέφθηκε στο Τατόι. Θα μπορούσε με μια αποφασιστική, αυστηρή, ακόμη και απειλητική στάση εναντίον των στασιαστών να είχε αποτρέψει το έγκλημα κατά της Δημοκρατίας και να εδραιωθεί ως ο μονάρχης που διέσωσε την Δημοκρατία. Και πάλι, δίστασε και χάθηκε το momentum. Τα όσα (πρόχειρα, ασχεδίαστα, με αφέλεια και πίστη σε λόγια μη αξιόπιστων) επιχείρησε με το «βασιλικό πραξικόπημα» του Νοεμβρίου του '67 μπορεί να εκληφθούν ως post mortem μεταμέλεια. Αλλά ήταν αργά. Και, όπως αποδείχθηκε, δεν μέτρησαν στη συλλογική μνήμη και συνείδηση του λαού.
Ο νους μου ήρθε κατόπιν στο δημοψήφισμα του ’74, την εκστρατεία υπέρ της αβασίλευτης με το καταπληκτικό, εμβληματικό σκίτσο του πιτσιρικά να ουρεί μέσα στο στέμμα, και το δημοκρατικό ξέσπασμα από πλήθη κόσμου στους δρόμους, όταν έγιναν γνωστά τα αποτελέσματα: το 69,2% υπέρ της αβασίλευτης δημοκρατίας.
Ύστερα θυμήθηκα την όχι και τόσο γενναιόδωρη και υπεράνω στάση του στο ζήτημα της «βασιλικής περιουσίας» -αλλά δεν αποκλείεται αυτή να προκλήθηκε από την εξίσου μίζερη, μικροπολιτικάντικη στάση απόλυτης σκοπιμότητας και λαϊκισμού που είχε τηρήσει τότε το πολιτικό σύστημα στη χώρα, κυβερνήσεις και αντιπολιτεύσεις εναλλάξ. Από τον φόβο του έρμου πολιτικού κόστους…
Ο πανδαμάτωρ χρόνος… Ο τέως και η οικογένειά του αναγνωρίστηκαν κάποια στιγμή ως… Έλληνες (που αναμφίβολα ήταν, η Ελλάδα ήταν η μόνη πατρίδα που γνώρισαν και όπως απέδειξαν στα ύστερα χρόνια αγάπησαν και δέθηκαν μαζί της…), εγκαταστάθηκε εδώ, κυκλοφορούσε απλός και καλοσυνάτος στους δρόμους και τα στέκια της Αθήνας. Είχαν καταλαγιάσει, πια, τα μίση και τα πάθη του παρελθόντος, τα κάθε είδους στερεότυπα και εμμονές. Έγινε αποδεκτός εν τοις πράγμασι, ως τμήμα της νεότερης και πολύπαθης ιστορίας του τόπου μας.
Αποφάσισα ξαφνικά να σηκωθώ και να μπω μέσα στη «Βιβλιοθήκη». Η τέως πριγκίπισσα Ειρήνη και η παρέα της κάθονταν σε μια γωνιά του μαγαζιού και απολάμβαναν το γεύμα τους. Πλησίασα, συστήθηκα, και στρεφόμενος προς την Ειρήνη της είπα με ήρεμη ειλικρίνεια: «Έχω πολεμήσει και την οικογένειά σας, με όλες μου τις δυνάμεις, επαγγελματικές και άλλες. Όμως τώρα πια χαίρομαι πολύ που σας βλέπω ανάμεσά μας, να συμπεριφέρεστε ως απλή πολίτης, να μη φοβάστε και να μη σας ενοχλεί κανείς στους δρόμους. Αυτό σημαίνει ήρεμη και σίγουρη δημοκρατία…».
«Μα, αγαπητέ μου, δεν είσθε ο μόνος που μας πολεμήσατε, όπως λέτε, και τώρα δεν σας ενοχλεί η παρουσία μας, την ανέχεστε ευγενικά έστω…», μου απάντησε, χαμογελώντας καλοσυνάτα, και πρόσθεσε: «Δυστυχώς, είναι αδύνατον να ξαναγράψει κανείς την ιστορία, ακόμη και αν το επιθυμούν οι αντίθετες πλευρές. Αρκεί να τη γνωρίζεις. Και να μαθαίνεις από αυτή…».
Διαβάζω στο διαδίκτυο για τον εκλιπόντα τέως βασιλιά, «απόψεις» χολερικές, απάνθρωπες, αδιανόητες. Και αναθέματα που όχι μόνο δεν τιμούν το οφειλόμενο σέβας στον νεκρό, ακόμη και ορκισμένο αντίπαλό σου, αλλά προσβάλλουν την ίδια την ανθρώπινη φύση. Και καλά όσα γράφουν φανατικοί με τ’ όνομά τους ή ανώνυμα. Τους οικτίρεις για την αυτοκαταστροφική τους εμπάθεια και τελειώνεις…
Αλλά τα γνωστά διατεταγμένα τρολ, που διοχετεύουν μέσω του διαδικτυακού υπονόμου κομματικές «γραμμές» και όρντινα, ομολογώ ότι με νευριάζουν πολύ -περισσότερο από το γεγονός ότι «Εφημερίδα των Συντακτών», «Αυγή» και (φυσικά) «Ριζοσπάστης» δεν… βρήκαν ούτε μισό μονόστηλο χώρο στα πρωτοσέλιδά τους να αναγγείλουν (αυτό, τίποτε άλλο) τον θάνατο του τελευταίου Βασιλιά της Ελλάδος…
Πώς θα ταφεί, πού θα γίνει η κηδεία, θα είναι «δημοσία δαπάνη», θα εκτεθεί η σορός του τέως σε λαϊκό προσκύνημα. «Λεπτομέρειες», αλλά με τη σημειολογία τους στα πρωτόκολλα της σύγχρονης Δημοκρατίας. Έναν Γόρδιο Δεσμό, ανούσιο επί της ουσίας, που σημειολογικά και επικοινωνιακά (ιδίως προεκλογικά, και με μια αντιπολίτευση που δεν το ’χει και σε τίποτε να κατεβάσει τις «πλατείες» στους δρόμους…) κλήθηκε να λύσει η κυβέρνηση με τον πλέον ανώδυνο και ασφαλή σχετικά τρόπο.
Οι ρυθμίσεις που αποφασίστηκαν κινούνται… με ελιγμούς στα πλαίσια του εφικτού και του λογικού. Ένα παρατεταμένο λαϊκό προσκύνημα (για να προσέλθουν οι όσοι νοσταλγοί της βασιλείας) θα εγκυμονούσε κινδύνους προβοκάτσιας. Κηδεία με τιμές αρχηγού κράτους -μια παρατυπία και άνευ λόγου υπερβολή- δεν θα έπρεπε καν να ζητήσει η οικογένεια. «Δημοσία δαπάνη»; Εγώ θα έλεγα γιατί όχι; Έχει προσφερθεί σε ένα σωρό ανθρώπους, μέχρι και καλλιτέχνες του άσματος, τι θα γινόταν αν την πρόσφερε η πολιτεία και στον τέως;
Αφήστε που θα αποτελούσε μιας πρώτης τάξεως χειρονομία να δείξει η πολιτεία την αυτοπεποίθησή της, την ασφάλεια που νιώθει σήμερα η Δημοκρατία μας, τη μεγαθυμία και τη διάθεσή της να πει «ναι» στην τοποθέτηση της ιστορίας εκεί που είναι η θέση της, και όχι στις φαρέτρες του άγονου, μισαλλόδοξου και εκρηκτικά επικίνδυνου κομματικού ανταγωνισμού…