«Η Δημοκρατία είναι ένα δύσκολο πολίτευμα, γιατί θέλει διαρκώς αγώνα να το προστατεύεις», τόνισε ο Πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων, Κωνσταντίνος Τασούλας, στην Ειδική Συνεδρίαση της Ολομέλειας της Βουλής για τη συμπλήρωση 50 χρόνων από την αποκατάσταση της Δημοκρατίας στη χώρα μας.
Ο κ. Τασούλας επικαλέστηκε μάλιστα δύο ρητά για να τονίσει τη σημασία προστασίας της Δημοκρατίας: «Στην πολιτική συνήθως όσα δεν μας ενθουσιάζουν είναι τα σωστά και όσα είναι σωστά δεν μας ενθουσιάζουν. Επίσης αυτό που πολεμούν κάποιοι στην πολιτική το πολεμούν γιατί το βλέπουν όπως είναι, ενώ αυτό που υπερασπίζονται το υπερασπίζονται γιατί το βλέπουν όπως θα ήθελαν να είναι». Και ο λόγος αναφοράς σε αυτά είναι, όπως είπε, «γιατί δείχνουν πόσο ευάλωτη μπορεί να είναι η Δημοκρατία έναντι της δημαγωγίας του λαϊκισμού, έναντι του βολονταρισμού. Η Δημοκρατία θέλει και φιλοδοξία και όραμα, αλλά θέλει και να είσαι ρεαλιστής και προσγειωμένος».
Ακολούθως, ο Πρόεδρος της Βουλής αναφέρθηκε με έμφαση στην τραγωδία της Κύπρου, σημειώνοντας πως «μεσολάβησαν επτά χρόνια, επτά χρόνια καταπίεσης, επτά χρόνια δικτατορίας, επτά χρόνια τα οποία οδήγησαν στα γνωστά αποτελέσματα τα οποία έφεραν την Κύπρο σήμερα να τελεί, έπειτα από την τουρκική θηριωδία της εισβολής, σε κατοχή. Η μοναδική ευρωπαϊκή χώρα που τελεί ακόμη σε κατοχή παραπάνω από το ένα τρίτο του εδάφους της».
Ο κ. Τασούλας υπογράμμισε τον ρόλο του Κωνσταντίνου Καραμανλή στον αγώνα αποκατάστασης της Δημοκρατίας, χαρακτηρίζοντάς τον «πρωτεργάτη της Μεταπολίτευσης». Όπως επεσήμανε, «ορκίστηκε εδώ μέσα στη Βουλή, στο Εντευκτήριο, τέσσερις και τέταρτο τα ξημερώματα της 24ης Ιουλίου. Ορκίστηκε μόνος του την ώρα που ήταν τεράστιες οι υπαρκτές απειλές γενικευμένης σύρραξης με την Τουρκία και επικρατούσε εσωτερικό χάος. Και ενώ το καθεστώς αυτοκαταλύεται υπό το βάρος της εθνικής καταστροφής που το ίδιο προκάλεσε στην μαρτυρική Κύπρο, την ίδια στιγμή ο πολιτικός κόσμος αναλάμβανε τις ευθύνες διακυβερνήσεως της χώρας μέσα σε ένα κενό εξουσίας». Και πρόσθεσε: «Για σκεφθείτε τι ευθύνες, με κίνδυνο να κατηγορηθούν για εθνική προδοσία, αναλάμβαναν στο άγνωστο. Στο σκοτάδι ήρθε τότε ο Καραμανλής, στο σκοτάδι ορκίστηκαν οι πρώτοι 10 υπουργοί του και σιγά σιγά αυτό το σκοτάδι το έκαναν φως, γιατί λάτρευαν την ευθύνη και την άρπαξαν και την μετέτρεψαν σε προοπτική και πρόοδο για την χώρα».
Ο Πρόεδρος της Βουλής υπογράμμισε την πολύτιμη παρακαταθήκη της σημερινής επετείου τονίζοντας πως σήμερα «οι δυνατότητές μας είναι ανεξάντλητες, όπως ανεξάντλητες δυνατότητες είχαν και οι τότε πρωτομάστορες της Δημοκρατίας, αρκεί με τις διαφωνίες μας, με τις ενστάσεις μας να συμβαδίζει και η υπευθυνότητα». Έκανε, μάλιστα, σχετική μνεία στο άρθρο του Π. Παλαιολόγου στο Βήμα της Κυριακής 17 Νοεμβρίου 1974, με τίτλο «Ψηφίζω άρα υπάρχω».
Αναλυτικά η ομιλία του προέδρου της Βουλής Κ. Τασούλα:
«Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, η σημερινή επέτειος έχει αυθύπαρκτη και εντυπωσιακή ιστορική βαρύτητα η οποία ξεπερνάει δημοφιλίες επετείων, επικαιρότητες και δικά μας συγκυριακά σχέδια. Έχει κατοχυρωθεί η σημερινή επέτειος στην πολιτική και την εν γένει ιστορία της Ελλάδος, έχει εξασφαλίσει τη σημαντική της θέση και σήμερα η βαρύτητα αυτής της επετείου, τολμώ να πω, καταδυναστεύει ακόμη και τους ομιλητές με την υποψία ή τον φόβο ότι δεν θα μπορέσουν να αποδώσουν με λόγια στα πρόσωπα και στα γεγονότα τη σημασία εκείνων των ημερών, αλλά και τη σημασία εκείνων των ημερών για τα επόμενα πενήντα χρόνια ίσαμε ακριβώς σήμερα.
Είναι πενήντα χρόνια από τη Μεταπολίτευση ή πενήντα χρόνια της Μεταπολίτευσης; Δεν έχει και τόση σημασία. Αν το δούμε τυπικά, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, είναι πενήντα χρόνια από τη Μεταπολίτευση, γιατί θεωρείται ότι η Μεταπολίτευση λίγο πολύ τέλειωσε θεσμικά, τυπικά, τον Ιούνιο του ’75 με τη δημοσίευση του ισχύοντος Συντάγματος, το οποίο εξακολουθεί ακλόνητο και αγέρωχο θεσμικά να ισχύει.
Είναι πενήντα χρόνια της Μεταπολίτευσης γιατί όλοι λειτουργούμε μέσα στα νάματα εκείνης της περιόδου. Και εκείνη η περίοδος θα διακοπεί μόνο εάν συμβεί, που είναι απευκταίο, ένα ισοπαλές γεγονός, το οποίο θα δώσει το όνομά του και το στίγμα του σε ένα νέο ξεκίνημα.
Τι ξεκίνημα ήταν εκείνο; Ήταν μία σκυτάλη που παρεδόθη;
Ήταν μία σκυτάλη που παρεδόθη από το χάος.
Το χάος παρέδωσε τη σκυτάλη στην πολιτική ηγεσία. Για να θυμηθούμε λίγο τι προηγήθηκε, πώς άνοιξε η αυλαία και πώς έκλεισε η αυλαία της επτάχρονης δικτατορίας.
Η πρώτη ανακοίνωση που βγήκε όταν επεβλήθη το δικτατορικό
καθεστώς, είχε ως εξής:
«Έχοντας υπ’ όψιν το άρθρο 91 του Συντάγματος» -να αναφέρω εδώ ότι είναι το Σύνταγμα του 1952, Σύνταγμα που υπογράφει ο φιλελεύθερος Πρόεδρος της Βουλής Δημήτριος Γόντικας, ο φιλελεύθερος Πρωθυπουργός Νικόλαος Πλαστήρας και ο φιλελεύθερος Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης Σοφοκλής Βενιζέλος- «και κατόπιν εισηγήσεως της Κυβερνήσεως, αναστέλλομεν τας διατάξεις των άρθρων 5, 6, 8, 10, 11, 12, 14, 18, 20, 95 και 97 του εν ισχύι Συντάγματος καθ’ όλον το κράτος λόγω εκδήλου απειλής κατά της δημοσίας τάξεως και ασφαλείας της χώρας εξ εσωτερικών κινδύνων. Ο ημέτερος επί των Εσωτερικών Υπουργός δημοσιεύσει και εκτελέσει το διάταγμα τούτο».
Τι είναι τα άρθρα 5, 6, 8, 10, 11, 12, 14, κλπ., που παγώνουν εκείνη την ημέρα; Είναι τα άρθρα που αφορούν στα συνταγματικά δικαιώματα των Ελλήνων. Είναι τα άρθρα που αφορούν στο δικαίωμα του φυσικού δικαστή, στο δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι, στο δικαίωμα του συνέρχεσθαι, στο άσυλο της κατοικίας, στην απαγόρευση βασάνων και δημεύσεως, στην προστασία τη δικαστική του κάθε πολίτη, που δεν μπορεί να υποστεί καμία ποινή αν δεν έχει προηγηθεί δικαστική απόφαση. Είναι όλα αυτά που σήμερα θεωρούνται στοιχειώδη.
Συνεχίζεται η ανακοίνωση και αξίζει να την ακούσουν αυτοί που δεν έζησαν και που δεν γνωρίζουν τα γεγονότα, για να συγκρίνουν. «Μέχρι νεωτέρας διαταγής απαγορεύεται η κυκλοφορία εις τας οδούς της πόλεως πάσης φύσεως οχημάτων και πεζών. Οι εξελθόντες εις τας οδούς να επανέλθουν αμέσως εις τας οικίας των. Υπ’ όψιν ότι μετά την δύσιν του ηλίου πας κυκλοφορών εις τας οδούς θα πυροβολείται άνευ προειδοποιήσεως».
Πριν πενήντα χρόνια! Πας κυκλοφορών θα πυροβολείται άνευ προειδοποιήσεως! «Επιτρέπεται η κυκλοφορία μόνον εις ιατρούς-φαρμακοποιούς. Από σήμερα και μέχρι νεωτέρας κλείνει το Χρηματιστήριον. Απαγορεύεται η ανάληψις καταθέσεων. Απαγορεύεται η αγορά χρυσών λιρών και ξένου συναλλάγματος. Οποιαδήποτε απόπειρα αποκρύψεως εμπόρων τροφίμων θα θεωρηθεί δολιοφθορά. Παρακαλούνται οι πολίτες όπως καταγγέλλουν αμέσως στας αστυνομικάς αρχάς οποιαδήποτε απόπειρα αποκρύψεως. Από σήμερον και μέχρι νεωτέρας διαταγής διακόπτονται τα μαθήματα των σχολείων στοιχειώδους και μέσης εκπαιδεύσεως, ως επίσης και απασών των ανωτάτων σχολών».
Είναι η πρώτη επικοινωνία της δικτατορίας με τον ελληνικό λαό, με αυτόν τον κοφτό, δραματικό, αποτρόπαιο για τα δικαιώματά του τρόπο. Μεσολάβησαν επτά χρόνια, επτά χρόνια καταπίεσης, επτά χρόνια δικτατορίας, επτά χρόνια τα οποία οδήγησαν στα γνωστά αποτελέσματα τα οποία έφεραν την Κύπρο σήμερα να τελεί, έπειτα από την τουρκική θηριωδία της εισβολής, σε κατοχή. Η μοναδική ευρωπαϊκή χώρα που τελεί ακόμη σε κατοχή παραπάνω από το 1/3 του εδάφους της.
Και ήρθε το πέσιμο της αυλαίας, η τελευταία ανακοίνωση του καθεστώτος.
Η πρώτη ήταν αυτή που σας διάβασα. Η τελευταία έχει ως εξής.
Το στρατιωτικό καθεστώς, πανικόβλητο από τη δραματική αποτυχία του αντεθνικού πραξικοπήματος που έκανε στην Κύπρο και εν όψει των τρομερών ευθυνών που αισθάνθηκαν ότι τους περίμεναν, ανακοινώνει το απόγευμα της 23ης Ιουλίου -η ανακοίνωση βγήκε εδώ από αυτό το κτίριο, τα Παλιά Ανάκτορα όπως τα έλεγαν- πως «Εν όψει των εξαιρετικών περιστάσεων υφ’ ας τελεί η πατρίς, αι Ένοπλαι Δυνάμεις αποφάσισαν να αναθέσουν τη διακυβέρνηση της χώρας εις πολιτικήν κυβέρνησιν». Εις πολιτικήν κυβέρνησιν.
Η αυλαία. Η δραματική αποτυχία. Το ασήκωτο τίμημα στην Κύπρο στο οποίο πρέπει όλοι να συμβάλλουμε, ώστε να μην αποτελέσει οριστικά την τελευταία πράξη του μικρασιατικού δράματος. Κάτω από αυτές τις συνθήκες το καθεστώς, χαοτικό, παραδίδει την εξουσία εις τους πολιτικούς. Την παραδίδει όμως; Στην πραγματικότητα έγινε μια τελευταία απέλπιδα προσπάθεια να συγκρατήσουν ό,τι μπορούσε να συγκρατηθεί. Τι ήταν αυτό που θέλησαν να συγκρατήσουν; Τι ήταν αυτό που επεχείρησαν να αποτρέψουν; Επεχείρησαν την τελευταία στιγμή, ανεπιτυχώς, να οδηγήσουν σε μία ελεγχόμενη πολιτικοποίηση της καταστάσεως, η οποία ναυάγησε αυθημερόν. Είχαν συμφωνήσει να ορκιστεί πρωθυπουργός ο Πέτρος Γαρουφαλιάς, ο οποίος είχε δεχτεί. Και είχαν συμφωνήσει ότι η πολιτικοποίηση θα προχωρούσε σε χορήγηση αμνηστίας, σε ανάληψη των Υπουργείων Εθνικής Αμύνης και Δημοσίας Τάξεως από υποδεικνυομένους από το στρατιωτικό καθεστώς Υπουργούς, εκλογές να γίνουν μετά από ένα έτος και βλέπουμε και σε μη επαναφορά αποτάκτων και αποστράτων αξιωματικών.
Η σύσκεψη που έγινε στα Παλαιά Ανάκτορα, εδώ μέσα, στο γραφείο που σήμερα είναι πρωθυπουργικό, απέτρεψε από την πρώτη στιγμή αυτές τις εξελίξεις. Οι κληθέντες πολιτικοί, πρώην πρωθυπουργοί κοινοβουλευτικοί και πρώην κοινοβουλευτικοί υπουργοί απέρριψαν διαρρήδην από την πρώτη στιγμή μια τέτοια εξέλιξη και αναζητήθηκε λύση πολιτική. Η λύση που εδόθη είναι γνωστό ότι αφεώρα τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και η λύση αυτή δεν είχε να κάνει παρά μόνο με τη βαρύτητα, το κύρος και τον δυναμισμό του προσώπου αυτού, που κρίθηκε πως θα μπορούσε υπό αυτές τις συνθήκες να δαμάσει το χάος το οποίο περιέσφιγγε τη χώρα.
Το χάος που περιέσφιγγε τη χώρα δεν ήταν εκείνης της στιγμής. Οι αποκαταστάσεις που έπρεπε να γίνουν είναι αποκαταστάσεις ζημιών και μιας κρίσης θεσμών που ερχόταν από πολύ παλιά, από τα έγκατα του προηγούμενου αιώνα, από το 1915.
Η κρίση των θεσμών ξεκίνησε από τον Εθνικό Διχασμό. Και πάνω στον Εθνικό Διχασμό, πάνω στην αρπάγη της κρίσης των θεσμών, είχαμε μια απίστευτη πολιτική αστάθεια και ασυναρτησία, είχαμε εμφύλιους, είχαμε δικτατορίες, είχαμε διωγμούς, είχαμε αστάθεια πολιτική, είχαμε κυβερνήσεις που σπάνια συμπλήρωναν τον θεσμικό τους χρόνο. Αποκορύφωμα αυτής της κρίσης των θεσμών, αναχρονιστικό, καταπιεστικό, εθνικά ολέθριο αποκορύφωμα της κρίσης των θεσμών, ήταν η δικτατορία της 21ης Απριλίου.
Η αποκατάσταση της δημοκρατίας έγινε με ρυθμούς θεαματικούς. Ο Καραμανλής και οι στενότεροι συνεργάτες του με περίσκεψη και αποφασιστικότητα εδραίωσαν τη δημοκρατία, προχώρησαν άμεσα σε εκδόσεις νομοθετικών διαταγμάτων αποκαταστατικών του δημοκρατικού πολιτεύματος πρώτα στη δικαιοσύνη, μετά στο πολίτευμα, μετά στην ανώτατη εκπαίδευση, μετά στη δημόσια διοίκηση και διενεργήθηκαν ταχύτατα τρεις εκλογικές αναμετρήσεις, μετά από δέκα χρόνια παγώματος εκλογών, τον Νοέμβριο του 1974 βουλευτικές εκλογές, τον Δεκέμβριο του 1974 δημοψήφισμα και τον Μάρτιο του 1975 δημοτικές εκλογές.
Η αποκατάσταση προχωρούσε με φρενήρεις ρυθμούς και αυτή η περίοδος της αποκαταστάσεως της δημοκρατίας ήταν η πρώτη φορά που από πλευράς θεσμών και προσώπων η χώρα κατάφερνε να ξεφύγει, επαναλαμβάνω, από την αρπάγη της κρίσης των θεσμών, από την πολιτική αστάθεια η οποία τη βασάνιζε από την έναρξη του λεγομένου Εθνικού Διχασμού.
Όταν ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης δύο χρόνια πριν πεθάνει αναγκάστηκε από αυτά που ένιωθε και απ’ αυτά που ψυχανεμιζόταν να κάνει την περίφημη δήλωσή του για το καθεστώς και την ανάγκη καταλύσεώς του, τα λόγια του δεν υπήρξαν μόνο μελαγχολικά, γιατί δυστυχώς επαληθεύτηκαν, τα λόγια του υπήρξαν και σήμερα που τα διαβάζουμε επεξηγηματικά των ιστορικών εξελίξεων.
Στις 28 Μαρτίου του 1969 ο Γιώργος Σεφέρης λέει ανάμεσα σε άλλα: «Στις δικτατορικές καταστάσεις η αρχή μπορεί να μοιάζει εύκολη, όμως η τραγωδία περιμένει αναπότρεπτη στο τέλος. Το δράμα αυτό του τέλους μας βασανίζει, συνειδητά ή ασυνείδητα, όπως τους παμπάλαιους χορούς του Αισχύλου. Όσο μένει η ανωμαλία, τόσο προχωρεί το κακό».
Τέσσερα χρόνια μετά, το καλοκαίρι του 1973, μετά την αποτυχία του Κινήματος του Ναυτικού, μετά ήλθε το Πολυτεχνείο, ο Ευάγγελος Αβέρωφ, ο άνθρωπος ο οποίος πρωτοστάτησε στην επιστροφή του Κωνσταντίνου Καραμανλή, του πρωτομάστορα της Μεταπολίτευσης, ήταν κρατούμενος στα κρατητήρια της ΕΑΤ-ΕΣΑ στο Πάρκο Ελευθερίας, εκεί που σήμερα η Πρόεδρος της Δημοκρατίας κατέθεσε στεφάνι. Ως κρατούμενος στο ΕΑΤ-ΕΣΑ, ο Ευάγγελος Αβέρωφ στέλνει επιστολή στον αόρατο δικτάτορα Ιωαννίδη.
Στις 12 Ιουλίου του ΄73, Αβέρωφ προς Ιωαννίδη: «Το καθεστώς σας είναι ένα δυναμικό πραγματικό γεγονός. Δεν ανατρέπεται. Καταρρέει με μία α΄ ή β΄ μορφής συμφορά. Μόνο ανήθικοι και απάτριδες μπορούν να εύχονται αυτήν τη συμφορά». Αυτό που βλέπαν πολιτικοί, πνευματικοί άνθρωποι, δεν το έβλεπε το καθεστώς και τα γεγονότα επαληθεύουν αυτές τις δυσοίωνες προβλέψεις.
Παρά ταύτα, αυτό το δραματικό τίμημα στην Κύπρο -που επαναλαμβάνω, ευχόμαστε και προσπαθούμε όλοι να μην αποτελέσει την τελεσίδικη, τελευταία πράξη του μικρασιατικού δράματος, αλλά να υπάρξει λύση ενός κράτους, όπως ελέχθη πρόσφατα και στην Κύπρο- συνοδεύτηκε από μία ανάταση. Στον θρήνο της απώλειας και του βαριού τιμήματος της Κύπρου ορθώθηκε και ένας αίνος -έτσι γίνεται συνήθως στην ελληνική ιστορία, ο θρήνος και ο αίνος είναι παράλληλα, είναι σύγχρονα- και οικοδομήσαμε την πιο περιεκτική, την πιο ανθεκτική, την πιο αξιομνημόνευτη δημοκρατία -με όλα τα σκαμπανεβάσματά της- που είχε ποτέ η Ελλάδα τα τελευταία πενήντα χρόνια. Και εμείς, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, αυτής της Δημοκρατίας είμαστε λειτουργοί με τις αδυναμίες μας και με τις φιλοδοξίες μας και με τα καλά μας και με τα δυσάρεστά μας και αυτήν τη σκυτάλη καλούμαστε να πάμε παραπέρα.
Ο πρωτεργάτης της Μεταπολιτεύσεως Κωνσταντίνος Καραμανλής ορκίστηκε εδώ μέσα, στο Εντευκτήριο, όπως το λέμε σήμερα, στις 4.15΄ τα ξημερώματα της 24ης Ιουλίου. Ορκίστηκε μόνος του την ώρα που υπαρκτές απειλές γενικευμένης σύρραξης με την Τουρκία και εσωτερικού χάους ήταν τεράστιες. Και ενώ το καθεστώς αυτοκαταλύεται υπό το βάρος της εθνικής καταστροφής που το ίδιο προκάλεσε στη μαρτυρική Κύπρο, την ίδια στιγμή ο πολιτικός κόσμος αναλαμβάνει τις ευθύνες διακυβερνήσεως της χώρας μέσα σε ένα κενό εξουσίας.
Για σκεφθείτε τι ευθύνες αναλάμβαναν τότε αυτοί οι άνθρωποι. Και για σκεφθείτε το βάρος εκείνων των ευθυνών. Πόσο σήμερα φαίνεται ασήκωτο στους δικούς μας μαλθακούς ώμους, που η ευθυνοφοβία μάς κατατρύχει και δεν τολμάμε να αναλάβουμε εύκολα ευθύνες και προσπαθούμε να διαχέουμε τις ευθύνες μας! Για σκεφτείτε τι ευθύνες, με κίνδυνο να κατηγορηθούν για εθνική προδοσία. Στο άγνωστο, στο σκοτάδι ήρθε τότε ο Καραμανλής. Στο σκοτάδι ορκίστηκαν οι πρώτοι δέκα Υπουργοί του και σιγά-σιγά αυτό το σκοτάδι το έκαναν φως, γιατί λάτρευαν την ευθύνη και την άρπαξαν και τη μετέτρεψαν σε προοπτική και πρόοδο για τη χώρα. Συνέχισε, λοιπόν, αυτή η πρόοδος και συνέχισε πάνω σε αυτήν την περίοδο, πάνω στη θεμελίωση της Δημοκρατίας.
Δεν ήταν εύκολη η θεμελίωση της Δημοκρατίας. Τους πρώτους μήνες, λίγο πριν τις εκλογές του Νοεμβρίου, όταν τα κόμματα αμήχανα από –εκλογική- αδράνεια δεκαετίας προσπάθησαν να κάνουν μια διακομματική επιτροπή τον Οκτώβριο για να συνεννοηθούν για τη χρήση του τηλεοπτικού χρόνου -όπως γίνεται πάντα, κύριε Υπουργέ, αυτή η επιτροπή η διακομματική για τα δικαιώματα των κομμάτων την προεκλογική περίοδο-, προσήλθε μόνο ο Λεωνίδας Κύρκος από το Κ.Κ.Ε. Εσωτερικού, ο Γεώργιος Ράλλης από τη Νέα Δημοκρατία και ο Ανδρέας Κοκκέβης από την Ένωση Κέντρου. Υπήρχε μια δυσκολία, μια δυσπιστία. Μετά προσήλθε ο Κωνσταντίνος Σημίτης εκ μέρους του ΠΑΣΟΚ και ολοκληρώθηκε ο κύκλος. Δεν ήταν εύκολα τα βήματα προς τη Δημοκρατία. Καραδοκούσε πάντα η απειλή επανόδου του δικτατορικού καθεστώτος, το οποίο σιγά-σιγά με περίσκεψη και σύνεση εξαρθρώθηκε. Και βεβαίως, επαναλαμβάνω, τη σκυτάλη την πήραν από το χάος και όχι από κάποιο καθεστώς λιγότερο ή περισσότερο όρθιο.
Η πρώτη απόφαση που έλαβε το Υπουργικό Συμβούλιο το απόγευμα της 24ης Ιουλίου ήταν η κατάργηση του Στρατοπέδου της Γιάρου, η απόλυση όλων των πολιτικών κρατουμένων και η απόδοση της ελληνικής ιθαγένειας σε όσους την είχαν στερηθεί μετά το ’67. Η διαφωνία από ποινικό αδίκημα, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, γίνεται δικαίωμα και μάλιστα συνταγματικό. Και προσέξτε το αυτό. Στέκομαι ιδιαίτερα στο υπέρτατο σε μια κοινοβουλευτική δημοκρατία δικαίωμα της διαφωνίας για να υπογραμμίσω πως δεν είναι ανάγκη να εκλαμβάνεται ως υποχρέωση διαφωνίας. Έχουμε δικαίωμα διαφωνίας. Αν μας ακούνε κάποιοι, μπορεί να νομίζουν ότι έχουμε υποχρέωση διαφωνίας. Δεν έχουμε υποχρέωση διαφωνίας. Έχουμε δικαίωμα. Πότε-πότε πρέπει και να συμφωνούμε.
Και θέλω, επίσης, να υπογραμμίσω ότι στο Κοινοβούλιο καθημερινά η διαφωνία, η ένταση και η συνεννόηση διεκδικούν τον χώρο τους, όπως το ίδιο συμβαίνει ανάμεσα στην ηπιότητα και την ένταση. Γιατί τα θεσμικά αποθέματα του ελεύθερου κοινοβουλευτικού πολιτεύματος για λύσεις μπορεί να είναι ανεξάντλητα μόνο εάν συνδυάζονται με την υπ’ αριθμόν 1 πολύτιμη παρακαταθήκη της σημερινής επετείου, την υπευθυνότητα.
Η Δημοκρατία, κυρίες και κύριοι, που η δική μου γενιά απήλαυσε με όλα τα σκαμπανεβάσματά της, είναι ένα δύσκολο πολίτευμα. Σας εξήγησα, νομίζω, γιατί. Γιατί θέλει διαρκώς αγώνα να το προστατεύεις. Στην πολιτική συνήθως όσα δεν μας ενθουσιάζουν είναι τα σωστά και όσα είναι σωστά δεν μας ενθουσιάζουν. Και επίσης, αυτό που πολεμούν κάποιοι στην πολιτική, το πολεμούν γιατί το βλέπουν όπως είναι, ενώ αυτό που υπερασπίζονται το υπερασπίζονται γιατί το βλέπουν όπως θα ήθελαν να είναι.
Γιατί λέω αυτά τα δύο ρητά; Γιατί δείχνει πόσο ευάλωτη μπορεί να είναι η Δημοκρατία έναντι της δημαγωγίας, του λαϊκισμού, έναντι του βολονταρισμού. Η Δημοκρατία θέλει και φιλοδοξία και όραμα, αλλά θέλει και να είσαι ρεαλιστής και προσγειωμένος.
Τη σημερινή επέτειο το ελληνικό Κοινοβούλιο την τιμά. Κι αν έκανα αυτήν την παρέμβαση, ήθελα να την κάνω για να τονίσω το ανεξάντλητο των δυνατοτήτων μας, όπως ανεξάντλητες δυνατότητες είχαν και οι τότε πρωτομάστορες της Δημοκρατίας, αρκεί με τις διαφωνίες μας, με τις ενστάσεις μας να συμβαδίζει και η υπευθυνότητα.
Την ημέρα των εκλογών -και κλείνω εδώ- στην εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ», στις 17 Νοεμβρίου του ’74, στην πρώτη σελίδα ο περίφημος επιφυλλιδογράφος Παύλος Παλαιολόγος δημοσίευσε ένα άρθρο. Το άρθρο αυτό είχε τίτλο: «Ψηφίζω, άρα υπάρχω». Γράφει ο Παύλος Παλαιολόγος για τον απλό, ίσως απλοϊκό, ψηφοφόρο εκείνης της μέρας:
«Με την πολυσέλιδη φλυαρία της εφημερίδος στο χέρι, με κλειστά χείλη ο ίδιος, βαδίζει αμίλητος στο χώρο όπου οι νόμιμοι φύλακες της γνησιότητος του δημοσίου φρονήματος φρουρούν το ανοιχτό στόμιο της κάλπης.
Πόσο πιο ψηλός αισθάνεσαι σε τέτοιες ώρες… Συγγραφέας της μέλλουσας ιστορίας του τόπου, κάνεις νοερά το σημείο του σταυρού και αφήνεις να πέση στην κάλπη υλοποιημένη η φωνή σου.
Βαδίζουμε με το χέρι στην καρδιά. Ίσως να μη πρέπει.
Στο μυαλό ανήκει ο λόγος όταν πηγαίνεις να εκλέξεις τον οδηγό της χώρας.
Έτσι, όμως, το’ χουμε εμείς εδώ. Ψηφίζουμε με την καρδιά και όχι με τη σκέψη.
Συμπάθειες και αντιπάθειες αναπηδούν από τις κάλπες. Αλλά, τι νόμισες;
Δεν θα το κάνουμε Βορά για να ψηφίσουμε με ψυχρή σκέψη.
Σπάνιο το είδος στις αγορές του Νότου.
Από την καρδιά πηγάζει η δική μας ψήφος. Ο Θεός της Ελλάδος,
ταλαιπωρημένος από τις υπερωρίες του, να βοηθήσει ώστε το βραδάκι, όταν αρχίσει η διαλογή, σωστός να είναι ο λόγος - αίσθημα που θα αναπηδήσει από τις κάλπες».