Πώς αισθάνεται κανείς, όταν χάνει ένα φίλο, που τον γνωρίζει σχεδόν πενήντα χρόνια; Πώς αισθάνεται, όταν ο φίλος αυτός ήταν μια προσωπικότητα που θα τον γράψει η ιστορία; Αισθάνεται ότι έχει υποχρέωση να αναφερθεί στα πολλά και σημαντικά που αυτός έκανε, αλλά και ότι, ταυτόχρονα, είναι εξαιρετικά δύσκολο να διατυπώσει αυτό που είναι διάχυτο μέσα του.
Ο Κωνσταντίνος Σημίτης ήταν μια σπάνια προσωπικότητα που τον διάπλασαν οι πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, η πολιτική δράση των γονέων του, η οικογένεια του, τα ταραχώδη χρόνια της δεκαετίας του 1960, η δικτατορία, οι εμπειρίες του από το πώς προχωρούσαν οι κοινωνίες στην Ευρώπη, όταν εμείς ήμασταν στο γύψο, και μετά η σταθερή προσήλωσή του στο ΠΑΣΟΚ. Αφιέρωσε τη ζωή του στο να συμβάλλει ώστε η Ελλάδα ν’ ανέβει ψηλότερα -πολύ ψηλότερα. Πολιτικά, δεν λοξοδρόμησε ούτε εκατοστό από το χώρο που είχε συνιδρύσει και τον οδήγησε σε δύο εκλογικές νίκες. Το κυριότερο: δεν έκανε τίποτα που να φέρει την Ελλάδα προς τα πίσω.
Αναστοχαζόμενοι τις εξελίξεις στη μεταπολίτευση διαπιστώνουμε, τρία βασικά σχήματα: ο Κωνσταντίνος Καραμανλής κλήθηκε να εμπεδώσει τη δημοκρατία, να ελέγξει τα κατάλοιπα της δικτατορίας, να αντιμετωπίσει την εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο και μια πρωτόγνωρη οικονομική κρίση. Ο Ανδρέας Παπανδρέου κλήθηκε να γεφυρώσει κοινωνικούς και πολιτικούς διχασμούς, κοινωνικές ανισότητες και αντιθέσεις, να εκσυγχρονίσει θεσμούς και σχέσεις σε μια εξαιρετικά δύσκολη φάση διεθνών ανακατατάξεων . Ο Κωνσταντίνος Σημίτης κλήθηκε να παραλάβει μια Ελλάδα «μαύρο πρόβατο» στο ευρωπαϊκό σκηνικό και να την κάνει ευρωπαϊκή χώρα. Μια Ελλάδα για την οποία ο Ανδρέας Παπανδρέου δύο χρόνια πριν είχε διατυπώσει τη γνωστή φράση «είτε το έθνος θα εξαφανίσει το χρέος, είτε το χρέος θα αφανίσει το έθνος». Ο Σημίτης πέτυχε. Και πέτυχε δυνατά. Η πραγματική ένταξη της Ελλάδας στην Ε.Ε. στην ουσία συντελέστηκε μεταξύ 1996 και 2000.
Η μεγάλη ανατροπή πραγματοποιήθηκε με την επικράτηση του Κωνσταντίνου Σημίτη ως πρωθυπουργού από τον Ιανουάριο 1996 και ως Προέδρου του ΠΑΣΟΚ στις εσωκομματικές εκλογές το 1996. Η νέα αυτή φάση συνοδεύεται από μια συνολικότερη αύρα εκσυγχρονισμού και στροφή πορείας. Ο «εκσυγχρονισμός» της περιόδου αυτής -και οποιασδήποτε- δεν καθορίζεται με αποσπασματικές αναφορές στη μία ή την άλλη πολιτική ή σε ειδικά μέτρα. Αφορούσε μια συνολική αντίληψη, που διαχεόταν σε περισσότερα πεδία, στο κυβερνών κόμμα, σε πρόσωπα, αξίες, αντιλήψεις και συμπεριφορές. Πέρα από τη σημασία που είχε για την απεμπλοκή της χώρας από διαδοχικές αδιέξοδες καταστάσεις στην οικονομία και σε άλλα θέματα, είχε σημασία και για την αξιοπιστία και το βάρος της χώρας σε θέματα εξωτερικών σχέσεων, όπως τη θέση της στο ευρωπαϊκό σύστημα, την ένταξη της Κύπρου, τη διασφάλιση κοινοτικών πόρων, το ρόλο στα Βαλκάνια, τις σχέσεις με την Τουρκία κ.α. Απαξιωτική εικόνα της χώρας και της πολιτικής ηγεσίας της θα ήταν αδύνατο να λειτουργήσουν υποστηρικτικά στις προσπάθειές της στο οικονομικό, διεθνοπολιτικό και ευρωπαϊκό επίπεδο, όπως εξελίχθηκαν.
Μπορεί να διακρίνει κανείς εκσυγχρονιστικές παρεμβάσεις ή μεταρρυθμίσεις σε πεδία, όπως η οικονομία, θεσμικά ζητήματα, στην κοινωνική πολιτική, στην ευρωπαϊκή και εξωτερική πολιτική κ.α.Ο εκσυγχρονισμός στην οικονομική πολιτική πήρε τη μορφή μιας μεγάλης στροφής αφ’ ενός προς την κατεύθυνση ενός σταθερού και διατηρήσιμου μακροοικονομικού πλαισίου και, αφ’ ετέρου, προς την επίτευξη, έπειτα από πολλά χρόνια, υψηλών ρυθμών μεγέθυνσης, ο συνδυασμός των οποίων θα οδηγούσε στην αποδοχή της Ελλάδας στην ΟΝΕ και, στη συνέχεια, σε μια πορεία αναπτυξιακής σύγκλισης προς τις άλλες χώρες της Ε.Ε. Στο θεσμικό πεδίο προωθήθηκαν μεταρρυθμίσεις στην αυτοδιοίκηση, σε θέματα λειτουργίας του κράτους, και της κοινωνικής πολιτικής. Σημαντικές αλλαγές -και επιτυχίες- σημειώθηκαν επίσης στην εξωτερική πολιτική, όπως στις σχέσεις με τις χώρες των Βαλκανίων.
Οι σημαντικότερες επικρίσεις για το Σημίτη δεν έρχονταν από την αντιπολίτευση, αλλά από το εσωτερικό του ΠΑΣΟΚ. Οι συγκρούσεις αυτές έπαιρναν ιδεολογικό μανδύα, αλλά στην ουσία, αποτελούσαν ισχυρές προσωπικές συγκρούσεις, συγκρούσεις φιλοδοξιών και ετερόκλητων συμφερόντων, στοιχεία άλλωστε, που διατρέχουν οριζόντια όλες σχεδόν τις φάσεις της πολιτικής ζωής του τόπου -κάθε τόπου- και όλων των κομμάτων. Ο ίδιος δέχθηκε τη διαγραφή του από το κόμμα, σαν να ήταν νέος βουλευτάκος Άνω Ποταμιάς. Εκτεταμένες αναλύσεις για τη Μεταπολίτευση συχνά δεν αναφέρονται καν στη συμβολή του.
Με τρία λόγια: ο Σημίτης «μας έκανε υπερήφανους», «μας έδωσε υπόσταση». Έχοντας απόλυτη αίσθηση του εθνικού-συλλογικού συμφέροντος προχώρησε, συχνά με ισχυρό προσωπικό πολιτικό κόστος, γνωρίζοντας τι πρέπει να κάνει για τη χώρα.